Μπορεί δύο άνθρωποι, εμφανισιακά, να μην έχουν καμία απολύτως σχέση. Αλλο ύψος, άλλο βάρος, άλλη «κοψιά», άλλο ντύσιμο, άλλο στυλ. Και όμως να μοιάζουν. Ο ένας να σου θυμίζει τον άλλον και να αναρωτιέσαι γιατί. Διότι πιστεύω ότι, από μία ηλικία και μετά, αυτό που βλέπεις, ή μάλλον που πιστεύεις ότι βλέπεις, στον καθρέφτη αντανακλά στη συμπεριφορά σου. Και επειδή οι άλλοι βλέπουν αυτό που είσαι αλλά εσύ συμπεριφέρεσαι σαν αυτό που δεν είσαι, αρχίζεις να φλερτάρεις με ένα είδος αυτογελοιοποίησης. Είναι αυτό που έχει πει ο Νίκος Δήμου. Οτι οι Ελληνες, όταν κοιτιούνται στον καθρέφτη, «βλέπουν» τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Κολοκοτρώνη, τον Ωνάση. Ποτέ τον Καραγκιόζη.
Αυτό λοιπόν εμένα μου συμβαίνει με τον Στέφανο Κασσελάκη και τον Χάρη Δούκα. Κάθε φορά που βλέπω ή ακούω τον έναν, σκέφτομαι τον άλλον. Βέβαια, έχουν ένα πολύ δυνατό κοινό σημείο. Ο ένας θεωρεί πως είναι ο μόνος που μπορεί να νικήσει τον Μητσοτάκη, το λέει από την αρχή άλλωστε. Και ο άλλος πιστεύει ότι έχει νικήσει το Μητσοτακαίικο μέσω Μπακογιάννη – ο ίδιος, όχι η συγκυρία των συμμαχιών. Ε, κι αυτό, όσο να ‘ναι, καταγράφεται κάπως στη θωριά, στο βλέμμα, στο σήκωμα του φρυδιού. Είναι που και οι δύο, όταν κοιτάνε το κοινό τους, μοιάζει σαν να τσεκάρουν αν το κοινό κοιτάει τους ίδιους. Από ‘κεί έως το «Δοξάστε με» του Χάρρυ Κλυνν, η απόσταση μπορεί να μην είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται.
Ο εγωκεντρισμός, η αυτοαναφορικότητα, ακόμη και ένας «εντοπισμένος ναρκισσισμός» είναι στη φύση ενός πολιτικού προσώπου, ειδικά κάποιου που βλέπει τον εαυτό του στην κούρσα διεκδίκησης της πρωθυπουργίας. Φτάνει να μην είναι τόσο «ευανάγνωστα» όσο είναι στον Χάρη Δούκα και τον Στέφανο Κασσελάκη. Να μην αποτυπώνονται τόσο ξεκάθαρα στη γλώσσα του σώματος – μα είναι δυνατόν, το 2024, στην εποχή των σέλφι, άνθρωποι να κορδώνονται στις φωτογραφίες, λες και έχουν στηθεί απέναντι από τη μηχανή φωτογράφου του 1924; Και να μην επικοινωνούν την εχθροπάθειά τους ως πολιτική ορθότητα. Οταν νομίζεις ότι σε κυνηγούν μονίμως οι μέλισσες, ότι είσαι στο στόχαστρο όχι επειδή έχεις κάνει «πατάτες» αλλά επειδή σε καταδιώκουν οι κακοί Ινδιάνοι, κάτι δεν πάει καλά (εκτός αν ντυθείς καουμπόι και το πάρεις πάνω σου). Οταν στις προεκλογικές σου αφίσες το μήνυμα είναι στο πρώτο ενικό πρόσωπο σε συνδυασμό με πολύ σφιχτό, σχεδόν ασφυκτικό, γκρο ή όταν έχεις ρίξει φούμο στη φωτογραφία, υποσχόμενος ότι, αν νικήσεις, θα λάμψει ο ήλιος.
Εγώ η βραβευμένη
Εν τω μεταξύ, εγώ από σήμερα είμαι βραβευμένη. Οπως άλλωστε κι εσείς. Μας βράβευσε χθες ο δήμαρχος. Ολους. Για τα πενήντα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Και για να μας βραβεύσει, υποθέτω ότι εννοεί πως όλοι συμβάλαμε στην αποκατάσταση της δημοκρατίας. Εγώ τότε βέβαια πήγαινα στην Τρίτη Γυμνασίου και η μεγάλη μου συμβολή στην πτώση της χούντας είναι ότι μερικές φορές άκουγα στα κρυφά Θεοδωράκη. Α, δύο φορές είχα μουντζώσει και τον Παπαδόπουλο. Στην τηλεόραση. Ε, δεν είναι αυτές πράξεις αντίστασης υψηλού συμβολισμού; Εχω όμως ένα θεματάκι με τις φίλες και τους φίλους μου που γεννήθηκαν μετά τη Μεταπολίτευση. Αυτοί τώρα βραβεύονται έτσι για το ονόρε; Δηλαδή ίσα κι όμοια με εμένα που μούντζωσα ολόκληρη Telefunken (που ήταν έπιπλο με ποδαράκια και συρόμενο πορτάκι μπροστά στην οθόνη);
Για να σοβαρευτούμε και λίγο βέβαια, αυτή η βράβευση του «ελληνικού λαού» μοιάζει να έρχεται από τα βάθη των πενήντα χρόνων της Μεταπολίτευσης. Ναι, εκείνα τα πρώτα χρόνια ήμασταν «λαός» διότι υπήρχε ακόμη η συγκολλητική ουσία που είχε να κάνει με τις πρόσφατες εμπειρίες μας, τις συναυλίες, τις παραστάσεις, τα συνθήματά μας. Και, φυσικά, τη νιότη μας. Από τότε, θέλω να πιστεύω ότι έχω εξελιχθεί σε πολίτη. Και ως πολίτη θέλω να με αντιμετωπίζουν τα θεσμικά πρόσωπα όπως ο δήμαρχος της Αθήνας. Και ως πολίτη να με «βραβεύει».
Βλέπω πόσο σοβαρά παίρνουν τον εαυτό τους έλληνες ποπ καλλιτέχνες. Μεγαλόστομες δηλώσεις, καυστικά σχόλια για σάιτ και εκπομπές, μέσα
από τις οποίες όμως αναδείχθηκαν Και βλέπω και την Κέιτ Γουίνσλετ, πρωταγωνίστρια της πιο εμπορικής ταινίας ever, να τρολάρει την
κορυφαία σκηνή στον «Τιτανικό» δείχνοντας πώς θα μπορούσε να σώσει τον Ντι Κάπριο