Τα συμπεράσματα της προεκλογικής μάχης

Η προεκλογική μάχη στο ΠΑΣΟΚ εξελίχθηκε σχετικά ομαλά χωρίς παραφωνίες, ακρότητες και αλληλοϋπονομεύσεις. Ο στόχος της ενότητας εξυπηρετήθηκε σε μεγάλο βαθμό, το debate των υποψηφίων δημιούργησε θετικές εντυπώσεις και οι όποιες συντροφικές αντιπαραθέσεις και κόντρες κρατήθηκαν στα όρια του αποδεκτού και επιθυμητού περιεχομένου, απαραίτητου για τη δημιουργία πολιτικού κλίματος που απαιτείται για να εξάψει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και του εκλογικού σώματος.

Ο καθένας από τους έξι υποψηφίους προσήλθε σε αυτή τη μάχη παρουσιάζοντας τον εαυτό του και καταθέτοντας το πολιτικό του σχέδιο για το κόμμα και τη χώρα. Ολοι αναγνώρισαν την ευκαιρία ανασυγκρότησης του χώρου, μίλησαν με βεβαιότητα για την κυβερνητική προοπτική του ΠΑΣΟΚ και την επαναφορά του ως κόμματος εξουσίας. Πολλές λεπτομέρειες  δεν ακούστηκαν, αυτό, ωστόσο, που έχει σημασία σε αυτή τη φάση είναι η αναζωπύρωση του κυβερνητικού DNA του κόμματος και η δημιουργία προσδοκιών στη βάση πως το ΠΑΣΟΚ έχει αφήσει πίσω του όλα όσα το καθήλωσαν εκλογικά τα προηγούμενα χρόνια και γίνεται ξανά ο κεντροαριστερός πυλώνας του πολιτικού συστήματος που μπορεί να ανατρέψει την κεντροδεξιά κυριαρχία.

Από εκεί άλλωστε ξεκίνησε επί της ουσίας όλη αυτή η διαδικασία, καθώς η βασική αμφισβήτηση προς τη σημερινή ηγεσία του κ. Ανδρουλάκη από τους συνυποψήφιους και άλλα στελέχη ήταν αυτή ακριβώς η αδυναμία, όπως του προσάπτουν, να επωφεληθεί από τη φθορά της κυβέρνησης, τη συνεχιζόμενη εκλογική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ και τον αποπροσανατολισμό που ταλανίζει τη σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση. Ο κ. Ανδρουλάκης αντιπαράθεσε την αυξανόμενη επιρροή από εκλογή σε εκλογή, οι υπόλοιποι ωστόσο συνυποψήφιοι δεν πείσθηκαν, θεωρώντας ότι ο καθένας από αυτούς θα μπορέσει να προκαλέσει μία εκλογική εκτίναξη, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί με τον νυν πρόεδρο που έχει δοκιμαστεί και δεν κατάφερε να ανταποκριθεί.

Δεύτερο κεντρικό διακύβευμα στην αρχή αυτής της προεκλογικής περιόδου, υπήρξε η πιθανή ενοποίηση των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς για τον σχηματισμό ενός ενιαίου μετώπου απέναντι στην κυριαρχία Μητσοτάκη. Το συγκεκριμένο ωστόσο ζητούμενο ατόνησε, καθώς δεν φάνηκε να δημιουργούνται προϋποθέσεις συνεννόησης με τον ΣΥΡΙΖΑ και αντικαταστάθηκε στην πορεία από το αίτημα της αυτόνομης πορείας του ΠΑΣΟΚ που μέσω της απορρόφησης ψηφοφόρων των άλλων κομμάτων και όχι της συνεννόησης σε επίπεδο κορυφής, θα ηγηθεί ως κυρίαρχο κόμμα της ανασυγκρότησης του χώρου.

Στην αυτόνομη πορεία είχε επενδύσει εξαρχής ο κ. Ανδρουλάκης, ενώ ο κ. Δούκας καλλιέργησε το αφήγημα της κεντροαριστερής σύνθεσης, το οποίο του έδωσε αρχικά μία μεγάλη ώθηση, τον περιόρισε, ωστόσο, στη συνέχεια στη συνείδηση των ψηφοφόρων ως μια πιο αριστερή υποψηφιότητα, που δυσκολεύεται να προσελκύσει τα πιο κεντρώα ακροατήρια. Το αντίστοιχο πρόβλημα από την άλλη πλευρά έχει η κ. Διαμαντοπούλου, που ενώ έχει δίαυλο επικοινωνίας με το Κέντρο, δυσκολεύεται να προσεταιριστεί το πιο αριστερόστροφο κομμάτι. Ο κ. Γερουλάνος εμφανίζεται ως πιο πολυσυλλεκτικός, αυτό, ωστόσο, το πλεονέκτημά του είναι και η αδυναμία του, καθώς δυσκολεύεται να καταστεί εκφραστής ενός σκληρού πυρήνα που θα του δώσει την ώθηση και τη δυναμική για να βρεθεί στον β’ γύρο.

Ο κ. Ανδρουλάκης επένδυσε στον θεσμικό του ρόλο ως εν ενεργεία πρόεδρος, έχει, ωστόσο, να ξεπεράσει το πλειοψηφικό αίτημα που ζητά αλλαγή ηγεσίας, δεν  εκφράζεται όμως από ένα κυρίαρχο αντίπαλο πρόσωπο, αλλά διαχέεται στους υπόλοιπους υποψηφίους. Αυτό δίνει ένα σοβαρό πλεονέκτημα στον κ. Ανδρουλάκη για τον α΄ γύρο, μπορεί, ωστόσο, να εξελιχθεί σε πρόβλημα στον β’.

Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής ερευνών της GPO