«Φανταζόμουν τη μυρωδιά του βουτύρου, δεν το έτρωγα» – Μνήμες Κατοχής από σημερινούς 90χρονους

Το πεδίο του πολέμου μέσα από τις παιδικές αναμνήσεις είναι η οπτικοακουστική εγκατάσταση και ένα ψηφιακό αρχείο που συνθέτουν τη δράση «Μία ιστορία παιδικών αισθήσεων: ο πόλεμος, η Κατοχή και το παιδικό παιχνίδι». Η σκηνοθέτις Εύα Στεφανή, η δημοσιογράφος Κατερίνα Οικονομάκου και ο εικαστικός Ζάφος Ξαγοράρης συμμετέχουν σε αυτό το πρόγραμμα καταγραφής προσωπικών ιστοριών από τη γερμανική κατοχή συγκροτώντας ένα αρχείο κοινωνικής ιστορίας μέσα από τις αισθητηριακές αντιλήψεις εκείνων που τότε ήταν παιδιά. Και οι οποίοι είναι οι σημερινοί ενενηντάχρονοι αφηγητές και αφηγήτριες που μιλούν στην Εύα Στεφανή και την Κατερίνα Οικονομάκου ανακαλώντας μνήμες, γεύσεις, ήχους, μυρωδιές, εικόνες από το τραυματικό βίωμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

To project

«Μια αφηγήτρια προκειμένου να εξορκίσει τη δυσάρεστη πραγματικότητα μας είπε ότι αυτό που θυμόταν από την Κατοχή ήταν ό,τι είχε στερηθεί, τη μυρωδιά του βουτύρου δηλαδή» λέει η Εύα Στεφανή, η οποία δημιούργησε το ντοκιμαντέρ «Μυρίζει βούτυρο!» για το πώς θα μπορούσε να ειπωθεί η ιστορία μιας ταραγμένης περιόδου μέσα από τις αισθήσεις των παιδιών. «Στο project αυτό επικεντρωνόμαστε στην καταγραφή της ιστορίας των αισθήσεων. Συνήθως η επίσημη Ιστορία στοχεύει στην καταγραφή και ανάλυση των γεγονότων, και όχι στην ιστορία των αισθήσεων. Και όμως η ανάκληση των γεγονότων είναι αναπόσπαστη από τη μνήμη των αισθήσεων. Το εν εξελίξει αρχείο επιχειρεί ένα αρχείο αισθητηριακής μνήμης από την περίοδο της Κατοχής. Το αρχείο αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς το Σάββατο είναι η 80ή επέτειος της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς. Αλλά και επειδή δίνει αφορμή για να σκεφτεί κανείς τις πολεμικές επιχειρήσεις του παρόντος μέσα από τα μάτια των παιδιών» προσθέτει.

Οι σημερινοί ενενηντάχρονοι αφηγητές και αφηγήτριες που μιλάνε στην Εύα Στεφανή και την Κατερίνα Οικονομάκου ανακαλώντας μνήμες, γεύσεις, ήχους, μυρωδιές, εικόνες από το τραυματικό βίωμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου

Η σκηνοθέτις βιντεοσκόπησε τις μαρτυρίες τους και συμπληρώνει το έργο της με σπάνια πλάνα του Αγγελου Παπαναστασίου από την Αθήνα της Κατοχής από το Κινηματογραφικό Αρχείο του Πολεμικού Μουσείου. Παράλληλα η κινητή εγκατάσταση του Ζάφου Ξαγοράρη, που αποτελείται από ένα παλιό καρότσι και εννέα ηχεία συνδεδεμένα μεταξύ τους και στηριγμένα σε σιδερένιο σκελετό, αναμεταδίδει, οξύνοντας ή συμπληρώνοντας, ήχους της προβολής. Οπως εξηγεί ο καλλιτέχνης που εστιάζει στην αρχειακή έρευνα και τις τεχνολογίες ήχου, «η εγκατάσταση αναμεταδίδει ήχους σειρήνων ανακατασκευάζοντας τις συνθήκες του παρελθόντος. Ενας ήχος αφηρημένος, ενδεικτικός για το βίντεο της Εύας Στεφανή που συνοδεύει τις αφηγήσεις».

Το πρόγραμμα «Μία ιστορία παιδικών αισθήσεων» αποτελεί ένα από τα ερευνητικά έργα της πρωτοβουλίας για τις Δημόσιες Ανθρωπιστικές Επιστήμες Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος – SNFPHI που γίνεται με το Τμήμα Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κολούμπια – παράρτημα του οποίου είναι το Ινστιτούτο Ιδεών και Φαντασίας – σε συνεργασία με την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η δράση στο σύνολό της καλεί το κοινό να βιώσει μια εποχή που καθόρισε τη σύγχρονη Ελλάδα μέσα από τα μάτια, τα αφτιά, τη μύτη και τα χέρια των παιδιών. Η εγκατάσταση «Μυρίζει βούτυρο!» φιλοξενείται έως τις 11 του Oκτωβρίου στον χώρο της Σχολής Καλών Τεχνών Circuits+Currents (Ναυάρχου Νοταρά 13 & Τοσίτσα). Και την Πέμπτη, 10 Οκτωβρίου, στις 18.00, ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος και ο υπεύθυνος του Κινηματογραφικού Αρχείου του Πολεμικού Μουσείου Γιάννης Κοροδήμος θα μιλήσουν για την εμπειρία των παιδιών στα χρόνια της Κατοχής, την ιστορία των αισθήσεων και τον Αγγελο Παπαναστασίου. Τον μοναδικό Ελληνα ο οποίος μέσα στην Κατοχή είχε κρύψει την κάμερά του μέσα σε ένα κονσερβοκούτι καταφέρνοντας να κινηματογραφήσει τα ιστορικά πλάνα της Αθήνας.

«Να τελειώσει η Κατοχή, να έρθει η απελευθέρωση να φάμε. Αυτό σκεφτόμασταν. Και όταν μας ρωτούσαν τι θέλαμε να φάμε, λέγαμε μόνο ψωμί» διηγείται ο ηθοποιός Γιάννης Βογιατζής

Μνήμες πολέμου

Ο ηθοποιός Γιάννης Βογιατζής, στην Κέρκυρα, όπου είχε γεννηθεί το 1927, έζησε τον βομβαρδισμό του νησιού που έπληξε τμήματα της πόλης. Θυμάται το παράνομο ραδιόφωνο που έβγαινε από το πηγάδι, τυλιγμένο σε σακούλα για να μη βραχεί. «Λόγω του πολέμου δεν έμαθα βιολί. Την ημέρα που πήγαινα με τον πατέρα μου να μου το αγοράσει, ακούστηκαν τα αεροπλάνα και πάει… Να τελειώσει η Κατοχή, να έρθει η απελευθέρωση να φάμε. Αυτό σκεφτόμασταν. Και όταν μας ρωτούσαν τι θέλαμε να φάμε, λέγαμε μόνον ψωμί» διηγείται.

Για τον αθηναίο αρχιτέκτονα-πολεοδόμο Αλέξανδρο Παπαγεωργίου-Βενετά το καταφύγιο ήταν μια σπηλιά του Αλή Μπαμπά. «Κατέβαινα με περιέργεια παρά με φόβο». Η μνήμη του ανακαλεί τη βουβαμάρα στους δρόμους της Αθήνας όταν παρήλαυναν τα γερμανικά στρατεύματα, αλλά με την ίδια ενάργεια θυμάται τον πετροπόλεμο των αγοριών στον χιονισμένο κήπο της Αμαλίας «όταν η Αθήνα πεινούσε βουτηγμένη στο χιόνι».

Οι ήχοι

Βασιλική Μέντζου: Θυμάμαι αυτόν τον τρόμο, όλες τις σειρήνες της πόλης να ηχούν. «Ηταν πέρα και από εφιάλτη. Ο ήχος τους θα μου μείνει ζωντανός ώσπου να πεθάνω». Ο καθηγητής Νευροχειρουργικής Θανάσης Λεβέντης θυμάται τον «βάναυσο, βαρύ ήχο» από τις αρβύλες των γερμανών στρατιωτών πάνω στην άσφαλτο. Και αριστοτεχνικά η Εύα Στεφανή στο επόμενο πλάνο της παρουσιάζει τον Αλέξανδρο Παπαγεωργίου-Βενετά καθισμένο στην ντυμένη με χειροποίητο κιλίμι καρεκλοπολυθρόνα του να τραγουδά ένα γερμανικό στρατιωτικό εμβατήριο και να χτυπά ρυθμικά τα χέρια του πάνω στο γραφείο αποδίδοντας ηχητικά τον βαρύ ρυθμικό βηματισμό στον οποίο αναφέρθηκε ο προηγούμενος αφηγητής. «Αυτό ήταν. Και αυτό είναι τραυματικό» συμπληρώνει ο Βενετάς.

Οι εικόνες

Μανιώ Σοφούλη-Κοντουμά: «Ενας ιταλός στρατιωτικός κατέβαινε από το αυτοκίνητο και φορούσε καπέλο με φτερά. Ο αδελφός μου τον είδε και του φώναξε “κουκουρίκου” και ο Ιταλός άρχισε να τον κυνηγά». «Το χειρότερο που θυμάμαι από την Κατοχή ήταν τα καροτσάκια τα ξύλινα με τους πεθαμένους μέσα» λέει η μουσικός Φρόσω Πρωτόπαππα στο ημιφωτισμένο της καθιστικό όπου η κάμερα της Στεφανή αποτυπώνει τα βρεγμένα μάτια της συγκινημένης κυρίας.

Ο Αλέ-ξανδρος Παπαγεωργίου- Βενετάς θυμάται τον πετροπόλεμο των αγοριών στον χιονισμένο κήπο της Αμαλίας «όταν η Αθήνα πεινούσε βουτηγμένη στο χιόνι»

Το παιχνίδι

Χαρίκλεια Τσαλίκη: «Παίζαμε στη γειτονιά της γιαγιάς μου. Κρυφτό, κυνηγητό, σκοινάκι… Α, τα ξαδέλφια μου είχαν πάρει το αλουμινόχαρτο που υπήρχε στα πακέτα των τσιγάρων του πατέρα τους, έφτιαξαν μια μπάλα και παίζαμε με αυτή». Πλάνο σε μια ηλικιωμένη κυρία, κομψά ντυμένη, με πουά ασπρόμαυρη μπλούζα, χρωματιστό μεταξωτό μαντίλι δεμένο κόμπο στον λαιμό, σκουλαρίκια πέρλες και ρολόι με μαύρο λουράκι και τετράγωνο καντράν. Η κυρία Αθηνά Σφυρή ρίχνει τη στάχτη του τσιγάρου της στο τασάκι μπροστά της λέγοντας: «Το νταλιόξυλο καρφώνεται εδώ στο μέτωπο και με πήραν τα αίματα. Πάλι καλά που δεν μου τρύπησε το μάτι». «Υπήρχαν και συμμορίες των παιδιών για πετροπόλεμο. Μετείχαμε σε αυτά τα παιχνίδια με βασικό πεδίο συγκρούσεων τη Δεξαμενή» θυμάται ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Κονταργύρης.

«Περάσαμε μεγάλη πείνα, πουλήσαμε όλα τα έπιπλα του σπιτιού για να βρούμε φαγητό και στο τέλος κοιμόμασταν στο πάτωμα, χωρίς στρώματα. Κι έβλεπα τη μάνα μου να κλαίει και της έλεγα ‘‘μην κλαις μαμά, δεν πεινάω πολύ’’» θυμάται η ηθοποιός Τζένη Ρουσσέα

Το φαγητό

Αντέλα Κουκουμπάνη-Στεφανή, χημικός: «Θυμάμαι τη μυρωδιά από βούτυρο, όχι γιατί αυτή ήταν η πραγματικότητα, αλλά φανταζόμουν τη μυρωδιά του. Δεν μου την έπαιρνε κανένας από τη μύτη. Και ήταν ωραία γιατί σκέπαζε όλες τις άλλες απαίσιες μυρωδιές. Οταν ήταν μαύρες ώρες προσπαθούσα να θυμηθώ τη μυρωδιά από το βούτυρο». «Περάσαμε μεγάλη πείνα, πουλήσαμε όλα τα έπιπλα του σπιτιού για να βρούμε φαγητό και στο τέλος κοιμόμασταν στο πάτωμα, χωρίς στρώματα. Κι έβλεπα τη μάνα μου να κλαίει και της έλεγα “μην κλαις μαμά, δεν πεινάω πολύ”» θυμάται συγκινημένη η ηθοποιός Τζένη Ρουσσέα από τα παιδικά της χρόνια στη Ζάκυνθο. Τότε που οι σειρήνες έστελναν τον κόσμο στο καταφύγιο, σε ένα κλειστό δωμάτιο που το έδαφός του άχνιζε τη μυρωδιά των ζώων, «μία μυρωδιά τόσο δυνατή που πολλά από εμάς τα παιδιά έμοιαζαν λιποθυμισμένα. Εμένα μου έριχναν χαστούκια για να ξυπνήσω».

Link https://snfphi.columbia.edu/el/projects/a-history-ofchildhood-senses-waroccupation-and-thecity-as-playground/