Πώς άραγε να το πιστέψει κανείς;

Ο θάνατος του Τζορτζ Μπάλντοκ υπήρξε μια σοκαριστική είδηση. Αντιμετωπίζουμε τους αθλητές σαν να είναι άτρωτοι. Μερικές φορές απορούμε ακόμα και με τους τραυματισμούς τους, τους θεωρούμε αδιανόητους. Οταν ωστόσο προκύπτει ένας θάνατος αισθανόμαστε ένα συναίσθημα απερίγραπτο: το είδος της έκπληξης απέναντι σε κάτι που δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει. Ενας συνάδελφος όταν το είδε μου έστειλε ένα μήνυμα στο οποίο μου έγραφε πως «πρόκειται δυστυχώς για κάτι αληθινό όσο κι αν μοιάζει με fake news». «Το τσέκαρα, είναι αλήθεια» έγραφε και το έκανε με την αθωότητα του ανθρώπου που πίστευε ότι ένας αθλητής 31 χρόνων δεν γίνεται να πεθάνει. Ειδικά μόνος. Στην πισίνα του πολυτελέστατου σπιτιού του, τη μέρα μάλιστα που είχε γενέθλια ο μονάκριβος γιος του. Πώς να τα πιστέψει κανείς όλα αυτά;

Χωρίς νόημα

Οταν φεύγει από τη ζωή κάποιος αθλητής νομίζουμε πως τον ξέρουμε καλά απλά γιατί συμβαίνει να γνωρίζουμε τη δημοφιλία του. Πιστεύουμε πως χάνουμε από τη ζωή μας έναν δικό μας άνθρωπο –  μάλιστα κάποιον που είμαστε βέβαιοι πως τον ξέρουμε πολύ καλά. Στην περίπτωση του δύστυχου Μπάλντοκ νομίζουμε πλέον πως ό,τι συνέβη, συνέβη μπροστά στα μάτια μας – και πάλι δεν το πιστεύουμε. Οσες περισσότερες λεπτομέρειες μαθαίνουμε τόσο περισσότερο χωρίς νόημα μας φαίνονται όλα.

Εσβησε

Δεν θυμάμαι ανάλογο θάνατο στην Ελλάδα σαν αυτόν του ποδοσφαιριστή του Παναθηναϊκού. Εχουν πεθάνει αθλητές σε δυστυχήματα – άλλοι τρακάροντας με το αυτοκίνητο, όπως ο Γιώργος Μητσιμπόνας, άλλοι εντός του γηπέδου όπως κάποτε ο Τσιμάνγκα που δέχτηκε μια αγκωνιά, σωριάστηκε και δεν σηκώθηκε ποτέ του, κι άλλοι απλά ενώ ψάρευαν όπως ο Παναγιώτης Μπαχράμης στην Καλαμάτα. Κανείς ωστόσο δεν άφησε αναπάντεχα την τελευταία του πνοή πεσμένος στην πισίνα της κατοικίας του, χωρίς μάλιστα να έχει κανένα ιατρικό προηγούμενο. Ο μόνος θάνατος στην Ελλάδα με αυτόν που σε κάτι μοιάζει με του Μπάλντοκ είναι ο θάνατος του Αντόνιο Ντε Νίγκρις, σπουδαίου φορ της ΑΕΛ. Στις 16 Νοεμβρίου του 2009 ο Μεξικάνος έσβησε στον ύπνο του κι αφού προηγουμένως είχε καληνυχτίσει με ένα φιλί την τετράχρονη τότε κόρη του κι είχε πάρει αγκαλιά τη γυναίκα του. Ομως ο Ντε Νίγκρις ήξερε ότι είχε ένα καρδιακό πρόβλημα και για αυτό είχε ενημερώσει την ελληνική ομάδα. Είχε ειδοποιηθεί από το ιατρικό επιτελείο της τουρκικής Ανκαραγκιουτσού ότι πάσχει από γενετική δυσπλασία στην καρδιά, είχε σκεφτεί να κρεμάσει τα παπούτσια του, όμως συνέχισε αναλαμβάνοντας κάθε ευθύνη. Ο καλός Μεξικάνος την απόφασή του να συνεχίσει την πλήρωσε ακριβά. Η περίπτωση του Μπάλντοκ είναι διαφορετική: ποτέ του δεν είχε το παραμικρό, πέραν των συνηθισμένων τραυματισμών.  Στην τελευταία του συνέντευξη, μάλιστα, την περασμένη Κυριακή αμέσως μετά το ντέρμπι ΠΑΟ – Ολυμπιακός (0-0) είχε δηλώσει πολύ ευχαριστημένος διότι ένιωθε αρκετά καλά. Το τελευταίο παιχνίδι του ήταν το καλύτερό του με τον ΠΑΟ. Ζήτησε να αντικατασταθεί, όχι γιατί είχε κάποια ενόχληση, αλλά απλά γιατί είχε μείνει από δυνάμεις. Ηταν θέμα χρόνου και η επιστροφή του στην εθνική ομάδα.

Αδικο

Χθες το πρωί όσο οι λεπτομέρειες του τι συνέβη γίνονται γνωστές τόσο περισσότερο φρικτά κι άδικο έμοιαζε το τέλος του σπουδαίου παίκτη. Αναφέρομαι φυσικά στις λεπτομέρειες που έγιναν γνωστές από τον ιατροδικαστή (που βεβαίωσε ότι ο παίκτης πέθανε από πνιγμό) αλλά και από την αστυνομία που έκανε γνωστό το χρονικό της μοιραίας βραδιάς. Διότι δυστυχώς μάθαμε κι άλλες λεπτομέρειες. Σε τηλεοπτικά πρωϊνάδικα έγινε θέμα το σπίτι του και με drone είδαμε το εσωτερικό του σπιτιού του, την πισίνα καθώς κι ένα μπουκάλι που παρουσιαστές εκπομπών μας ενημέρωναν ότι περιείχε αλκοόλ. Μάθαμε επίσης ακόμα και τη διεύθυνση και τα τετραγωνικά του σπιτιού, όπου ο παίκτης άφησε την τελευταία του πνοή καθώς και το ύψος του ενοικίου. Αλλά δεν ήταν μόνο τα πρωινάδικα που με το πρόσχημα της ενημέρωσης δεν σεβάστηκαν τον θάνατο ενός παιδιού: και η περίφημη διαδικτυακή δημοσιογραφία δεν πήγε πίσω. Οι αποκαλύψεις του τύπου τι ποτά βρέθηκαν στο σπίτι άρχισαν αμέσως – χωρίς φυσικά καμία επιβεβαίωση από τους ανθρώπους του αστυνομικού τμήματος Γλυφάδας που έφτασαν στον τόπο του θανάτου. Γράφτηκαν επίσης φρικτά πράγματα για δήθεν διαλόγους του Μπάλντοκ με συμπαίκτες του: όλα αυτά με τον κόσμο να είναι σοκαρισμένος. Δεν ξέρω ποια ακριβώς δεοντολογία τα επιτρέπει: σίγουρα όχι η δημοσιογραφική, αλλά ποιος νοιάζεται.

Κλουζό

Οι τοξικολογικές εξετάσεις θα αποκαλύψουν και τα τελευταία μυστήρια. Πρέπει να πω ότι διάφορα απίθανα που κυκλοφόρησαν αμέσως οι διαδικτυακοί Κλουζό διαψεύστηκαν πανηγυρικά: η πολυτελέστατη κατοικία έχει κάμερες και μέχρι χθες το βράδυ τίποτα το παράξενο δεν είχε καταγραφεί. Αλλά όσες λεπτομέρειες κι αν γίνουν γνωστές δεν αλλάζει η ουσία της υπόθεσης. Ο Μπάλντοκ έφυγε από τη ζωή στα 31 του χρόνια. Τον αποχαιρέτησε σύσσωμο το ελληνικό ποδόσφαιρο, θα τον κλάψουν οι δικοί του και θα αργήσουν να ξεπεράσουν τον χαμό του και οι συμπαίκτες του στην Εθνική και αυτοί στον ΠΑΟ. Η UEFA δεν δέχτηκε την ακύρωση του ματς της Εθνικής μας με την Αγγλία. Ισως και καλύτερα. Στη σκληρή σκηνοθεσία της μοίρας ένα ματς μεταξύ των δύο χωρών στις οποίες κυρίως αγωνίστηκε μοιάζει σαν ένας μεγάλος φόρος τιμής.

Κωνσταντινίδης

Ο,τι πέτυχε το πέτυχε μόνος του ο Μπάλντοκ. Την αγάπη του για το ποδόσφαιρο του τη μετέδωσε ο  πατέρας του: επαγγελματίας ποδοσφαιριστής είναι και ο μεγαλύτερος αδελφός του, Σαμ Μπάλντοκ, που σήμερα αγωνίζεται στην Οξφορντ Γιουνάιτεντ, ενώ γιατρός στη συγκεκριμένη ομάδα είναι ο άλλος αδελφός του. Την πόρτα της Εθνικής του την άνοιξε το 2021 ο τότε μάνατζερ της ομάδας Κώστας Κωνσταντινίδης. Τον είχε δει στη Σέφιλντ Γιουνάιτεντ ο Τζον Φαν ‘τ Σιπ και είχε ενθουσιαστεί. Τον ίδιο καιρό το τιμ της Εθνικής είχε ανακαλύψει και κάποια άλλα παιδιά με ελληνική καταγωγή που αγωνίζονταν στο εξωτερικό. Θυμάμαι γινόταν πολύς λόγος για τον Σεμπάστιαν Βασιλειάδη που αγωνιζόταν στην Μπουντεσλίγκα, τον Κριστιάν Βασιλάκη Γκαρσία που τότε έπαιζε στην Κ19 της Ρεάλ, αλλά και για τον Ελληνοκύπριο Ηλία Κωστή που τότε ήταν μόλις 17 ετών και δοκίμαζε την τύχη του στην Ατλέτικο Μαδρίτης. «Ο έτοιμος καλός παίκτης είναι ο Μπάλντοκ» έλεγε ο Κωνσταντινίδης και είχε δίκιο. Τον κάλεσε τελικά στην Εθνική το 2022 ο Γκουστάβο Πογέτ όταν πήρε την ελληνική υπηκοότητα. Σε όσα ματς έπαιξε στην Εθνική ήταν σταθερότατος: πειθαρχημένος κι άψογος. Και τελικά άτυχος. Σοκαριστικά άτυχος.