Αμερικανικές εκλογές, έλλειμμα και χρέος

Οι τεράστιες δημοσιονομικές δαπάνες κατά τη διάρκεια της πανδημίας υπό την προεδρία Τραμπ και Μπάιντεν ήταν ο κύριος παράγοντας που ευθύνεται για την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών. Η τάση αυτή έχει τώρα μειωθεί αλλά ακόμα κι αν οι υποψήφιοι έχουν σοβαρά κίνητρα να συρρικνώσουν το έλλειμμα, υπάρχουν σημαντικά διαρθρωτικά ζητήματα που δυσχεραίνουν την πραγματική διαχείριση των δαπανών.

Οι υποχρεωτικές δαπάνες, ή οι δαπάνες που επιβάλλονται από τους υφιστάμενους νόμους, αντιπροσωπεύουν σχεδόν τα δύο τρίτα των συνολικών δαπανών. Είναι κυρίως δαπάνες για την υγειονομική περίθαλψη και την κοινωνική ασφάλιση και αυξάνονται κατά 0,1 με 0,2 μονάδες βάσης ως μερίδιο του ΑΕΠ ετησίως ιστορικά, λόγω των δημογραφικών τάσεων. Στο παρελθόν αυξανόμενες υποχρεωτικές δαπάνες αντισταθμίστηκαν από τη συρρίκνωση των προαιρετικών δαπανών. Ωστόσο, αυτή η συνιστώσα, της οποίας η άμυνα αποτελεί το ήμισυ, βρίσκεται ήδη κοντά στα ιστορικά χαμηλά σε πραγματικούς όρους, υποδηλώνοντας περιορισμένο εύρος για σημαντικές περικοπές δαπανών. Το τρίτο και μικρότερο συστατικό των κρατικών δαπανών είναι οι τόκοι (αποπληρωμής χρέους). Eχοντας αυξηθεί κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες το 2023 λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, έφτασαν το 2,4% του ΑΕΠ πέρυσι.

Δεδομένων αυτών των περιορισμών, οι προβλέψεις του μη κομματικού Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου τον Ιούνιο κάνουν λόγο για μέσο ετήσιο έλλειμμα 6,3% του ΑΕΠ μεταξύ 2024-34 με το δημόσιο χρέος να αναμένεται να αυξηθεί από 99% σε 122% του ΑΕΠ. Οι εκτιμήσεις περιελάμβαναν τη λήξη φορολογικών περικοπών του Τραμπ από το 2017, μια σταθερή οικονομία που διατηρεί μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,8% ετησίως, αύξηση στην απασχόληση κατά εννέα εκατομμύρια άτομα για την περίοδο και αύξηση εισοδημάτων.

Αντιλαμβανόμαστε ότι οι προτάσεις πολιτικής του Τραμπ θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην υποστήριξη της εγχώριας ζήτησης μέσω χαμηλότερων φόρων, αλλά υπάρχουν κίνδυνοι για τον πληθωρισμό σε σχέση με τις προτάσεις τις Χάρις. Οι δασμοί και οι εμπορικοί φραγμοί θα αυξήσουν το επιχειρηματικό κόστος, ενώ οι εντατικοί έλεγχοι της μετανάστευσης ενδέχεται να περιορίσουν την αύξηση της προσφοράς εργασίας. Αυτό το περιβάλλον είναι πιθανό να σημαίνει ότι η νομισματική πολιτική πρέπει να διατηρηθεί πιο αυστηρή από ό,τι θα γινόταν διαφορετικά υπό τη Χάρις, όπου οι αυξήσεις φόρων θα μπορούσαν να επιβαρύνουν τη δραστηριότητα.

Και στις δύο περιπτώσεις το έλλειμμα θα παραμείνει άβολα μεγάλο, με τα επίπεδα του χρέους να συνεχίζουν να αυξάνονται ραγδαία. Ο συνδυασμός αποφάσεων σχετικά με τη φορολογική πολιτική και τους μακροοικονομικούς όρους συν το υψηλότερο κόστος δανεισμού υποδηλώνει ότι μια κυβέρνηση Τραμπ θα μπορούσε να οδηγήσει σε έως και 1,2% με 1,3% ευρύτερα ετήσια ελλείμματα του ΑΕΠ, ξεκινώντας το 2027, σε σύγκριση με μια κυβέρνηση Χάρις. Eχουμε ένα ισχυρότερο προφίλ αύξησης του ΑΕΠ με τον Τραμπ στις μακροπρόθεσμες προβλέψεις μας για την ανάπτυξη, κάτι που βοηθά στη βελτίωση των δημοσιονομικών δεικτών, αλλά ακόμα κι έτσι, είναι πιθανό να δούμε το έλλειμμα να φτάνει κατά μέσο όρο σχεδόν το 7% του ΑΕΠ υπό τον Τραμπ και το 6% υπό τη Χάρις.

Οι James Knightley, Dmitry Dolgin, Padhraic Garvey είναι αναλυτές της ING. Το άρθρο αποτελεί σύνοψη εκτενέστερης ανάλυσης της ING