Λαλούν τα αηδόνια

Λαλούν Πασόκοι και πλαντάζω, ανθούν Πασόκοι και μεθώ, τον Ανδρουλάκη κουβεντιάζω, και μου ‘ρχεται να τρελαθώ – όπως έγραφε (σε παράφραση) ο Διονύσης Λαυράγκας, πατήρ του Ελληνικού Μελοδράματος (μαζί με τους επίσης κερκυραίους αδερφούς Λαμπελέτ). Δηλαδή έπειτα από μια όντως κομψή διαδικασία (θαρρείς σε πείσμα των συριζαίων) επανεξελέγη ο Νίκος Ανδρουλάκης εύτακτα και πανηγυρικά, αφήνοντας όσους είχαν «μομφάς υπό σπλάχνων» να τσιγαρίζονται μόνοι τους, και να μη μιλούν πια, (τουλάχιστον δημoσίως), παρά στο όνομα της ενότητας. Διότι η ενότης κάνει πάντα καλό, όπως και τα λαχανικά Μπαρμπα-Στάθη.

Κι όλοι οφείλουμε να χαρούμε με αυτή την εξέλιξη (εκτός απ’ τους ένδον συριζοδαγκωμένους) κυρίως διότι ο Δουξ δίκαια ανεκόπη, εφόσον έκανε, όπως λένε πολλοί,  σαν τη χήρα στο κρεβάτι. Βιάζεται υπερβολικά, χωρίς να έχει αποδείξει ότι μπορεί να βάψει σωστά μια καρέκλα. Διότι αν δεν έχεις βάψει σωστά μια καρέκλα, δηλαδή αν δεν έχεις αποδείξει στην πράξη τις ικανότητές σου (εν προκειμένω στον Δήμο Αθηναίων) δεν αρκούν οι ρητορικές και το πλεονάζον αριστεριλίκι, τα οποία στις μέρες μας είναι αντιδημοφιλή σαν μπαγιάτικος μπακαλιάρος.

Αλλά και οι λοιποί υποψήφιοι που υστέρησαν, καθώς φαίνεται εξ αποτελέσματος, παρότι εγγενείς στο κόμμα, μάλλον δεν είχαν (ακόμη) καταλάβει την κράση και την ιδιοσυστασία του εκλογικού τους εκκλησιάσματος. Δεν συνομιλούσαν με την όντως πραγματικότητα των εκλογέων κι αυτό είναι ένα θέμα, διότι όποιος δυσκολεύεται να οσφρανθεί το ίδιο του το κόμμα, είναι ακόμα πιο δύσκολο να καταλάβει τους ετερόφθαλμους, ή το ευρύτερο περιβάλλον. Αλλ’ αυτό είναι πιο βαθύ ζήτημα – το έθιξε ο Λένι ο Βρωμόστομος (1925-1966) εμφατικά: «Ο προοδευτικός καταλαβαίνει τους πάντες, εκτός από εκείνους που δεν τον καταλαβαίνουν».

Και βέβαια, μια άλλη λογική απορία είναι πώς το brand Παπανδρέου δεν εκτίμησε πάλι ορθώς τα πράγματα, πώς έγινε και ακόμα δεν έχουν κατανοήσει επαρκώς σε ποιο κόμμα κολυμπούν, ποιος είναι ο πέριξ κόσμος, και ποντάρισαν πάλι λάθος. Αν σκεφτείς, δε, ότι ο ένας υπήρξε και πρωθυπουργός, σε πιάνει αναδρομική αγκούσα για το τι όντως διατρέξαμε και δεν το καταλάβαμε, οι μοιραίοι.

Στο τελικό αποτέλεσμα, πάντως, υπάρχει κάποια δικαιοσύνη. Και, παρότι συμμετέχουμε συγκρατημένα στην πράσινη ευδαιμονία (και για εθνικούς λόγους), παίρνουμε υπόψη μας κι εκείνο που λένε μερικοί, ότι δηλαδή δεν μπορείς να μην σκεφτείς πως εκείνοι οι οχτακόσιοι ψήφοι του Δούκα είναι που προκάλεσαν την καραμπόλα του τελικού σκορ. Και πως αν οι οχτακόσιοι (νούμερο ελάχιστο) πήγαιναν με τον Γερουλάνο, ίσως τώρα τα γλέντια να είχαν διαφορετική ρητορική και ο ήλιος να είχε μεθύσει αλλιώς – σίγουρα ναι. Ομως έτσι είναι η δημοκρατία κι έτσι παίζεται το γαλλικό μπιλιάρδο, με καραμπόλες, και όποιον δεν του αρέσει, υπάρχει και το αμερικάνικο, με τις τρύπες.

Σημασία έχει ότι όλοι επιμένουν στην επαναφορτιζόμενη ενότητα – προς το παρόν. Οπότε, το τι λέει ο καθείς κρυφά κι από μέσα του δεν μας ενδιαφέρει. Το παιχνίδι της ευδαίμονος συμπάγειας θα παιχτεί, αν και ο αρχηγός θα φορτωθεί με επιπλέον άγχος κι όλοι ξέρουμε πόσο εύκολο είναι να λυγίσει κάποιος κάτω από το βάρος μιας καλής ιδέας. Θα χρειαστεί στήριξη, κουράγιο και επανεκτίμηση – ιδίως να γίνει κατανοητό πως δεν είναι ένοχος ο εκάστοτε Μητσοτάκης επειδή ο λαός τον ψήφισε και τον στηρίζει. Αυτόν τον κόσμο έχει αποστολή να μεταστρέψει ο Ανδρουλάκης, διότι ο κάθε αντίπαλος δεν αντλεί την πολιτική του ισχύ θεόθεν, αλλά από εκείνους που τον επιλέγουν. Η δαιμονοποίηση του αντιπάλου (μάταιο σπορ στο οποίο εξαντλήθηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ) δεν έχει νόημα, παρά η εντός του κοινωνικού σώματος πολιτική προσπάθεια μεταστροφής – κάτι όχι εύκολο, ενώ οι κλισέ κατάρες ποτέ δεν κάνουνε κανενός το αφτί να ιδρώσει.

Βέβαια, δεν είναι ακόμα καιρός για δύσκολους συλλογισμούς, ή για κριτική η οποία πάντοτε είναι δυσάρεστη αντί να είναι ευπρόσδεκτη και επιθυμητή διότι οι μέρες περνούνε γρήγορα και το λιμάνι φεύγει. Δεν χρειάζονται άλλες ζωτικές αυταπάτες και γνωρίζουμε καλά τη ρήση του ευαγγελίου «την καλήν αλλοίωσιν αλλοιώθητι». Το μόνιμο ερώτημα είναι πόσο αυτή είναι εφικτή, διότι κι ο Γιώργος έλεγε «Ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε», αλλά τελικά είδαμε τι συνέβη. Τώρα η ατμόσφαιρα είναι ακόμα ωραία, εορταστική, λαλούν τ’ αηδόνια και πλαντάζω, ανθούν τα ρόδα και μεθώ, όμως υπάρχει κι αυτή η ρημάδα η πραγματικότητα που δεν μας αφήνει τις νύχτες σε ησυχία. (Γάζα, Ουκρανία, οι ιερόδουλες του Γκλέτσου και άλλα δαιμόνια).

Για να δούμε, λοιπόν, μπορεί να ξαναμεθύσει ο ήλιος; Αν και, σε περίπτωση που ο ήλιος παρασουρώσει, θα είναι επιβαρυντικό στο κλίμα μιας κι έχει ήδη έχει ανεβεί η παγκόσμια θερμοκρασία. Κι όσο για τον ζουρνά και ιδίως για τα νταούλια, αυτά καλύτερα να μην πολυ-αναφέρονται, πια, ξεπεράστηκαν, και επιπλέον είναι παλιότερο προνόμιο άλλου, που θα τα βαρούσε και θα χόρευαν οι αγορές. Χρειάζεται, δηλαδή, νέα αντίληψη, μοντέρνα μέσα, νέες μουσικές, άλλος λόγος. Μπορεί να συμβεί; Θα το δούμε – έχει δρόμο ακόμα η ιστορία. Καταρχήν, βέβαια, είναι σημαντικό το ότι ο Δουξ επιστρέφει πεζή στο δουκάτο του. (Τι είχαμε, τι χάσαμε).