Ομογενής ερευνήτρια φέρνει νέες ελπίδες στη θεραπεία της υπογονιμότητας

Ένα σημαντικό βήμα προς την κατανόηση της ανεξήγητης υπογονιμότητας που αντιμετωπίζουν πολλές γυναίκες στην προσπάθειά τους να γίνουν μητέρες, πέτυχε μια ομάδα επιστημόνων με επικεφαλής την ομογενή ερευνήτρια, Δρ Ευδοκία Δημητριάδη, από το Πανεπιστημίο της Μελβούρνης και το Royal Women’s Hospital.

Τα ευρήματά τους, που δημοσιεύθηκαν στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών (PNAS), εστιάζουν σε ένα μικρό μόριο που εντοπίζεται στο ενδομήτριο και φαίνεται να παίζει καθοριστικό ρόλο στην ικανότητα μιας γυναίκας να μείνει έγκυος.

«Πρόκειται για ένα πολύ μικρό σηματοδότικο μόριο (το miR-124-3p), που αποτρέπει την παραγωγή πρωτεϊνών», είπε στον «Νέο Κόσμο» η Δρ Δημητριάδη σε μια συνέντευξη σχετικά με την πρόσφατη ανακάλυψή τους.

Κανονικά, τα επίπεδα αυτού του μορίου είναι υψηλά καθ’ όλη τη διάρκεια του έμμηνου κύκλου, συνεχίζει.

Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της εμφύτευσης του εμβρύου στο ενδομήτριο – το πιο κρίσιμο στάδιο της αναπαραγωγικής διαδικασίας – τα επίπεδα του μορίου πρέπει να μειωθούν. Διαφορετικά, οι απαραίτητες πρωτεΐνες δεν παράγονται επαρκώς, εμποδίζοντας το έμβρυο να προσκολληθεί επιτυχώς στη μήτρα.

«Έχουμε αποδείξει αυτό το φαινόμενο σε προκλινικά μοντέλα στη Μελβούρνη, καθώς και σε ανθρώπινα κύτταρα in vitro».

Μέχρι πρόσφατα, οι έρευνες επικεντρώνονταν σε όλο τον ενδομήτριο ιστό, αλλά η ομάδα της Δρ Δημητριάδη κατάφερε να εστιάσει αποκλειστικά στην επιφάνεια του ενδομητρίου – το σημείο όπου προσκολλάται το έμβρυο. Με την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, μπόρεσαν να εξετάσουν συγκεκριμένα αυτά τα κύτταρα, κάτι που οι περισσότερες μελέτες δεν είχαν επιτύχει επειδή η τεχνολογία δεν υπήρχε.

Η ομογενής ερευνήτρια δηλώνει ενθουσιασμένη που θα ξεκινήσει δοκιμές σε συνεργασία με κλινικές υπογονιμότητας και εξωσωματικής γονιμοποίησης (IVF), καθώς η μείωση αυτού του μορίου μπορεί να αυξήσει τα ποσοστά επιτυχίας των γυναικών που υποβάλλονται σε IVF.

«Θέλουμε να εξετάσουμε δείγματα από πολλές γυναίκες που δυσκολεύονται να μείνουν έγκυες».

«Δημιουργώντας πολλά κέντρα δοκιμών, θα μπορέσουμε να εξετάσουμε και άλλα μόρια, να εντοπίσουμε δηλαδή και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τη γονιμότητα, χρησιμοποιώντας τις νέες τεχνολογίες που αποδεικνύεται ότι λειτουργούν».

Ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα αυτού του σηματοδοτικού μορίου είναι η δυνατότητα ανίχνευσής του στα υγρά της μήτρας, διευκολύνοντας τη συλλογή δειγμάτων για τη μέτρηση των επιπέδων του μορίου κατά το κρίσιμο στάδιο της εμφύτευσης του εμβρύου.

Συχνά, κατά τη διάρκεια της εξωσωματικής γονιμοποίησης, ακόμη και όταν μεταφέρεται ένα υψηλής ποιότητας έμβρυο, η εμφύτευση αποτυγχάνει για άγνωστους λόγους.

Η Δρ Δημητριάδη πιστεύει ότι η ανακάλυψή τους θα ρίξει φως στο τι δεν πάει καλά με το ενδομήτριο, επιτρέποντας στοχευμένες παρεμβάσεις.

«Κατά τη μεταφορά του εμβρύου, ενδέχεται να μπορέσουμε να εγχύσουμε συγκεκριμένες πρωτεΐνες στη μήτρα για να διευκολύνουμε την προσκόλληση των εμβρύων».

Η έρευνα, που αποτελεί συνεργασία του Monash IVF και του Πανεπιστημίου Monash, ξεκίνησε όταν η Δρ. Δημητριάδη εργαζόταν στο Hudson Institute of Medical Research.

«Ήταν μια μακρά διαδικασία», προσθέτει η ομογενής ερευνήτρια.

Επισημαίνει ότι ιστορικά υπήρχε περιορισμένη χρηματοδότηση για την έρευνα στη γυναικεία υγεία.

«Τώρα, οι κυβερνήσεις στην Αυστραλία και παγκοσμίως επενδύουν περισσότερο σε αυτό τον τομέα. Είναι προς όφελος όλων να δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στη γυναικεία υγεία».

Οι γυναίκες με ενδομητρίωση, για παράδειγμα, συχνά αντιμετωπίζουν υπογονιμότητα, αλλά οι ακριβείς αιτίες παραμένουν ασαφείς. Κάποιες θεωρίες δείχνουν προβλήματα στις ωοθήκες, ενώ άλλες υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στο ενδομήτριο. Τα ευρήματα της έρευνας θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε νέες θεραπείες για την ενδομητρίωση, καθώς μερικές από τις γυναίκες που εξετάστηκαν παρουσίαζαν αυτήν την πάθηση.

«Η υιοθέτηση μιας εξατομικευμένης προσέγγισης — όπως γίνεται σε πολλές ασθένειες — είναι κάτι που πρέπει να γίνει και στον τομέα της υπογονιμότητας. Δεν υπάρχει μια λύση που να ταιριάζει σε όλους».

«Επιπλέον, θέλουμε να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στη μήτρα γενικότερα. Γιατί, για παράδειγμα, κάποια μωρά γεννιούνται μικρά, γεγονός που μπορεί να επηρεάσει την υγεία τους αργότερα στη ζωή. Υπάρχουν τεράστια οφέλη στο να συνεχίσουμε αυτή την έρευνα».

Καθώς προετοιμάζονται για δοκιμές, η ομάδα συνεργάζεται με γυναίκες που έχουν υποβληθεί σε εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF) για την ανάπτυξη ενός τεστ.

Οι πρόθυμες να υποβληθούν στο τεστ γυναίκες θα μπορούν να διαπιστώσουν εάν παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα αυτού του μορίου κατά το κρίσιμο στάδιο της εμφύτευσης.

«Δεν υπάρχει άλλο διαθέσιμο τεστ σαν αυτό. Δεν υπάρχει αποδεδειγμένη μέθοδος για να διαπιστωθεί αν η μήτρα μπορεί να δεχτεί ένα γονιμοποιημένο ωάριο. Γι’ αυτό είναι τόσο συναρπαστικό».

The post Ομογενής ερευνήτρια φέρνει νέες ελπίδες στη θεραπεία της υπογονιμότητας appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.