Αναβιώνοντας το ηρωικό ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940

Κάνοντας μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν, βρήκαμε ένα ενδιαφέρον επετειακό αφιέρωμα του «Νέου Κόσμου» για τα 80 χρόνια από το ιστορικό ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου, όπου είχαμε ζητήσει από αναγνώστες μας που έζησαν την ημέρα εκείνη να μοιραστούν τις αναμνήσεις τους. γράφαμε τότε:

«Στην επέτειο για τα 80 χρόνια από το ιστορικό ΟΧΙ Ο «Νέος Κόσμος», ως δημοσιογραφικό έντυπο της παροικίας με τη δική του ιστορική ταυτότητα και διαδρομή επέλεξε να τιμήσει την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, την επέτειο του «ΟΧΙ», λέγοντας το δικό του «ΟΧΙ» στη λήθη και την ιστορική απάθεια.

Ο καλύτερος τρόπος ήταν να αφήσουμε να μιλήσουν οι άνθρωποι που έζησαν τα γεγονότα της εποχής και να μοιραστούν με όλους μας τις αναμνήσεις, τις εμπειρίες και τα συναισθήματά τους από τις μέρες του πολέμου.

Πιστεύουμε πως αυτή ίσως είναι μια τελευταία ευκαιρία για τη νεότερη γενιά να μάθει για ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της νεότερης ελληνικής ιστορίας που τείνει να εξαφανιστεί. Και οι μόνοι που θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν καλύτερα αυτή την ευκαιρία κρίναμε ότι είστε εσείς, οι αναγνώστες μας, οι άνθρωποί μας. Εσείς, που αποτελείτε τη φωνή του «Νέου Κόσμου». Εσείς που είστε ο ‘Νέος Κόσμος’.»

Η εφημερίδα μας, με το ίδιο σκεπτικό, αναδημοσιεύει φέτος μέρος των διηγήσεων αυτών από συμπαροίκους μας που βίωσαν τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής θυμίζοντάς μας τι σημαίνει θάρρος, αντίσταση και πίστη. Αυτές οι μαρτυρίες δεν είναι μόνο κομμάτι του παρελθόντος· είναι παρακαταθήκη για το μέλλον.

Ακολουθούν περιλήψεις των διηγήσεών τους:

«Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΣΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΓΡΑΜΜΗ»

Οι αναμνήσεις του εξάχρονου τότε Γιάννη Παπαδόπουλου που είδε τον πατέρα του να φεύγει για το Μέτωπο

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος, γεννημένος στη Φλώρινα το 1934, θυμάται συγκινητικά τον αποχωρισμό από τον πατέρα του, όταν εκείνος έφυγε για το Μέτωπο του πολέμου. Στα 6 του χρόνια, είδε τον πατέρα του να παρελαύνει, στο Τάγμα των Φλωριναίων, ενώ ο ίδιος τον κοιτούσε γεμάτος περηφάνια και συγκίνηση. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, ο Γιάννης έζησε τον τρόμο των βομβαρδισμών και την καθημερινή του ζωή στα καταφύγια, ενώ παράλληλα η Φλώρινα υπήρξε τόπος ανάρρωσης Γερμανών στρατιωτών. Όταν ο πατέρας του επέστρεψε μετά από τις κακουχίες και τους τραυματισμούς, η στιγμή της επιστροφής του έγινε για τον Γιάννη η πιο ευτυχισμένη της ζωής του, καθώς η αγάπη για την οικογένειά του τον κράτησε κοντά τους.

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος με την μητέρα του και τον πατέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ’30.

ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΣΤΙΣ ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ ΟΡΕΣΤΙΚΟΥ ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο επτάχρονος τότε ομογενής Δημήτρης Κουτλεμάνης θυμάται την 28η Οκτωβρίου 1940 και τα πέτρινα χρόνια που ακολούθησαν

Ο Δημήτρης Κουτλεμάνης, επτάχρονος τότε, θυμάται τα παιδικά παιχνίδια στις γειτονιές του Άργους Ορεστικού που διακόπηκαν από τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το χωριό ξύπνησε από τον θόρυβο των εκρήξεων και των ιταλικών αεροπλάνων. Η πόλη, κοντά στα σύνορα, έγινε στόχος επιθέσεων, με τον μικρό Δημήτρη να ζει τον τρόμο των βομβαρδισμών και τη βοήθεια των γυναικών που πλέκουν μάλλινα για τους στρατιώτες. Ο ίδιος θυμάται επίσης την πείνα και τη στέρηση στα χρόνια της Κατοχής, όταν η οικογένειά του προσπαθούσε να επιβιώσει με λιγοστά τρόφιμα. Με συγκίνηση αναπολεί τις δύσκολες στιγμές, που παραμένουν ζωντανές μνήμες και σφραγίζονται με τα λόγια που τιμούν τους πεσόντες: «Κι αν πρέπει να πεθάνουμε για την Ελλάδα, θεία είναι η δάφνη· μια φορά κανείς πεθαίνει».

ΟΝΕΙΡΑ ΠΟΥ Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΑΦΗΣΕ ΣΤΗ ΜΕΣΗ…

Ο ομογενής Θωμάς Κούρτης θυμάται την τραγική ιστορία του θείου του Γιώργου Ζάχου που έπεσε πολεμώντας στα αλβανικά σύνορα οδηγώντας στο θάνατο από θλίψη τη γυναίκα του και το αγέννητο μωρό τους

Ο Θωμάς Κούρτης, τετράχρονος τότε, θυμάται την τραγική ιστορία του θείου του, Γιώργου Ζάχου, που σκοτώθηκε πολεμώντας στα αλβανικά σύνορα κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Λίγο πριν φύγει για την Αμερική με τη νέα του σύζυγο, Γλυκερία, και το μωρό που περίμεναν, ο πόλεμος ανέτρεψε τα σχέδιά τους, και ο Γιώργος κλήθηκε στο μέτωπο. Το μοιραίο νέο του θανάτου του συγκλόνισε την οικογένεια, ειδικά τη Γλυκερία, που βυθισμένη στη θλίψη και τη σωματική εξάντληση, έφυγε από τη ζωή λίγο αργότερα, παίρνοντας μαζί και το αγέννητο παιδί τους. Ο Θωμάς θυμάται τις σκηνές θλίψης, τη βοήθεια των συγχωριανών και τον πόνο του χαροκαμένου παππού του, που ποτέ δεν κατάφερε να φέρει τη σορό του Γιώργου πίσω. Στην καρδιά του χωριού, όμως, ζει η μνήμη τους, σαν να είναι ενωμένοι στον ουρανό, απολαμβάνοντας την αιώνια ειρήνη που τους στέρησε ο πόλεμος.

O ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΟΣ ΤΟΤΕ ΚΩΣΤΑΣ ΓΡΙΒΟΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΞΑΝΑΖΕΙ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ

Ο Κώστας Γριβοκωστόπουλος, μόλις πέντε χρονών το 1940, θυμάται αποσπασματικά τις ημέρες του πολέμου, που διέκοψε τη γαλήνη του χωριού του, της Μάλης, κοντά στα Φιλιατρά. Οι εμπειρίες του από τη φρίκη του πολέμου περιλαμβάνουν τις τρομακτικές εικόνες στρατιωτών που κατέκλυσαν το χωριό, αναζητώντας τροφή και κρασί, καθώς και τον φόβο που τον κυρίευσε όταν του ζητήθηκε να κρατήσει ένα άλογο, γεγονός που τον ώθησε να φύγει τρέχοντας. Η Μάλη, ένα γραφικό και πλούσιο σε φυσική ομορφιά χωριό, γνώρισε την τραχύτητα της κατοχής και τον φόβο του εμφυλίου πολέμου, γεγονός που άφησε ανεξίτηλες μνήμες στον κ. Κώστα, ο οποίος, αν και μετανάστευσε στην Αυστραλία, επισκέπτεται ακόμα το χωριό, όπου τώρα ζουν μόνο 17 κάτοικοι. Οι αναμνήσεις του τον επιστρέφουν νοερά στην παιδική του ηλικία, στα χρόνια του πολέμου, όταν οι φιγούρες των στρατιωτών και οι ήχοι του θανάτου τον συνόδευαν σε κάθε γωνιά της ζωής.

Ο Κώστας Κατσαμπάνης με τον εγγονό του.

ΜΕ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΣΤΑ ΧΕΙΛΗ…

Ο Κωνσταντίνος Κατσαμπάνης θυμάται τον ενθουσιασμό των Ελλήνων στρατιωτών καθώς όδευαν για το Μέτωπο και πώς αυτό αποτέλεσε έμπνευση για τους εφήβους της εποχής

Ο Κώστας Κατσαμπάνης, μόλις 12,5 ετών το 1940, θυμάται έντονα την ημέρα που η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο. Οι σειρήνες και οι καμπάνες αναστάτωσαν την Καλαμάτα, και ο νεαρός Κώστας, με τους συμμαθητές του, αποφάσισε να κατεβεί στην πόλη όπου βοήθησαν στη συγκέντρωση των επιστρατευμένων. Ακολουθώντας το πνεύμα πατριωτισμού, έφτιαχνε καταφύγια και βοηθούσε ηλικιωμένους κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών. Ο Κώστας θυμάται επίσης τη «Μάχη της Καλαμάτας», όπου οι Νεοζηλανδοί στρατιώτες συγκρούστηκαν με τους Γερμανούς. Η απώλεια φίλων και ο αποχαιρετισμός τους μένουν ζωντανοί στις αναμνήσεις του, μαζί με τα συναισθήματα ενότητας και καθήκοντος. Μέσα από τη συγκίνηση και τις δύσκολες αναμνήσεις, ο κ. Κώστας κρατά και στιγμές γέλιου, θυμίζοντας ότι, παρά τον πόνο, η ζωή συνεχίζεται.

ΟΙ ΜΑΥΡΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ’40

Η συμπάροικος Μαρία Ιωαννίδη μοιράζεται τις αναμνήσεις της από τα χρόνια του πολέμου

Η Μαρία Ιωαννίδη, μικρό κορίτσι την εποχή του πολέμου, μοιράζεται τις συγκλονιστικές της αναμνήσεις από τα γεγονότα που σημάδεψαν την παιδική της ψυχή. Παρά τις λίγες γνώσεις της, οι εμπειρίες της αποκαλύπτουν με γλαφυρότητα την ασχήμια και τη σκληρότητα του πολέμου. Από την είσοδο της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τις εικόνες των στρατιωτών που περνούσαν από το χωριό της, μέχρι τη φιλοξενία των Μακεδόνων που προσέφεραν γάλα και ρούχα στους στρατιώτες, η αφήγησή της αναδεικνύει τη δύναμη και την αλληλεγγύη των απλών ανθρώπων σε δύσκολες εποχές. Ανακαλεί επίσης περιστατικά με αιχμαλώτους Ιταλούς και την εμφάνιση ενός αφρικανικής καταγωγής στρατιώτη που την τρόμαξε, αλλά και την τραγική σύλληψη του πατέρα της από τη Γκεστάπο. Οι θλιβερές εικόνες των Γερμανών στρατιωτών που λεηλατούσαν το χωριό και εκτελούσαν αθώους, σφράγισαν τις αναμνήσεις της. Κλείνοντας την αφήγησή της, η κ. Μαρία εκφράζει την ευχή να μην ξαναζήσει η ανθρωπότητα τόσο μαύρες μέρες.

ΟΙ ΓΕΡΜΑΝΟΙ ΚΑΙ ΤΟ «ΥΠΟΠΤΟ» ΚΑΡΟ ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΓΕΜΑΤΟ… ΚΑΡΠΟΥΖΙΑ

Ο πεντάχρονος τότε Νικόλαος Κώτσογλου διηγείται ένα περιστατικό από την Κατοχή που του έχει μείνει αξέχαστο

Ο Νικόλαος Κώτσογλου, κάθε φορά που ακούει τη λέξη «Γερμανός», θυμάται έντονα ένα περιστατικό από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής στο χωριό του, Νέο Μυλοπόταμο Γιαννιτσών. Ήταν μόλις πέντε χρονών όταν επέστρεφε με τον πατέρα του από το κτήμα, και στην πορεία τους συνάντησαν Γερμανούς στρατιώτες σε μια γέφυρα. Ένας από τους στρατιώτες, νομίζοντας ότι στο κάρο τους κρύβονταν αντάρτες, προσπάθησε να ελέγξει την καρότσα. Ο πατέρας του Νίκου, πανικόβλητος, αποκάλυψε ότι το μόνο που είχαν ήταν καρπούζια και πρόσφερε ένα στον στρατιώτη, ο οποίος τους άφησε να φύγουν. Αυτή η σκηνή, βαθιά χαραγμένη στη μνήμη του, επανέρχεται κάθε φορά που ακούει τη λέξη «Γερμανός».

Ο Κώστας Κατσαμπάνης με τον εγγονό του.
Ο Γιάννης Παπαδόπουλος με την μητέρα του και τον πατέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ’30.

The post Αναβιώνοντας το ηρωικό ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940 appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.