Δεν νομίζω να διαφωνεί κανείς ότι σε γενικές γραμμές έχουμε χαμηλές αμοιβές σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη στην Ελλάδα. Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά έπειτα από όσα περάσαμε την προηγούμενη δεκαετία. Το γεγονός ότι έχει αυξηθεί το κόστος ζωής όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη κάνει την κατάσταση αφόρητη για ένα σημαντικό, όχι το μεγαλύτερο, μέρος των ελλήνων εργαζόμενων.
Δεν νομίζω επίσης να διαφωνεί κανείς ότι δεν έχουμε ακριβή στοιχεία για το επίπεδο των αμοιβών στην Ελλάδα. Οι εργαζόμενοι των υψηλών δεξιοτήτων και των σημαντικών θέσεων ευθύνης και οι επιχειρήσεις που δουλεύουν έχουν βρει – αναγκαστικά λόγω φορολογικών συντελεστών – τον τρόπο να κρύβουν τις αμοιβές. Καμία φοροδιαφυγή. Νόμιμα, νομιμότατα, δηλώνουν ένα μέρος των εισοδημάτων ως μισθωτά και τα υπόλοιπα με τιμολόγιο ως προμηθευτές της εταιρείας. Χιλιάδες υψηλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι μέσω εταιρειών τους, κάθε μορφής, «προμηθευτές» των εταιρειών όπου εργάζονται. Πρόκειται για μια διαδικασία σχεδόν… υποχρεωτική καθώς από τη μια το κόστος της μισθωτής εργασίας παραμένει πολύ υψηλό για τις επιχειρήσεις και από την άλλη οι εργαζόμενοι δεν έχουν κίνητρο να ζητήσουν όλη τους την αμοιβή ως μισθωτοί καθώς οι ασφαλιστικές εισφορές δεν οδηγούν σε μεγαλύτερη σύνταξη. Επιπλέον οι συντελεστές 36% πάνω από τα 30.000 ευρώ και 44% πάνω από τα 40.000 ευρώ, που προβλέπει η κλίμακα των μισθωτών, αποτελούν μονόδρομο για τον επιμερισμό μέρους της αμοιβής με τον χαμηλό 22% (+5% του μερίσματος) με τον οποίο φορολογούνται οι εταιρείες. Η προφανής επιλογή είναι, μισθωτό ένα μέρος της αμοιβής και το υπόλοιπο – συνήθως το μεγαλύτερο – μέσω μιας κάποιας μορφής επιχείρησης.
Η συγκεκριμένη τακτική είναι η συνήθης στην ελληνική οικονομία και αυτό δεν είναι κάτι άγνωστο. Είναι το κατάλοιπο της υπερφορολόγησης των μισθωτών της περιόδου των Μνημονίων, το οποίο δεν άλλαξε σημαντικά ούτε επί της σημερινής διακυβέρνησης και αναγκάζει πολλούς εξ αυτών να αναζητούν άλλες εναλλακτικές.
Το επιπλέον πρόβλημα είναι ότι επειδή δεν έχουμε ακριβή στοιχεία για τις αμοιβές, δεν γνωρίζουμε ούτε ακριβώς ποιο είναι μερίδιό τους στα εταιρικά κέρδη ώστε να εκτιμήσουμε εάν και πόσο μεγάλη είναι η πραγματική μετατόπιση (άλλοι τη λένε αναδιανομή) των μισθών προς την εταιρική κερδοφορία.
Ολο αυτό κρύβει από πίσω έναν τεράστιο λαϊκισμό. Θα λύνονταν σε μεγάλο βαθμό με την αναθεώρηση της κλίμακας φορολόγησης των μισθωτών. Με μια ρεαλιστική αντιμετώπιση της κατάστασης που θα επέτρεπε οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίζονται φορολογικά ως εργαζόμενοι και οι αληθινές επιχειρήσεις ως επιχειρήσεις. Αλλά ποιος τολμάει να το κάνει, τη στιγμή που θα κατηγορηθεί για εύνοια των υψηλόμισθων; Ετσι κλείνουμε όλοι τα μάτια. Οσοι θέλουν να φωνάξουν για το επίπεδο των αμοιβών διαπιστώνουν μια διογκωμένη κατάσταση. Οσοι θέλουν να κατηγορήσουν τις εταιρείες το κάνουν και ας κρύβεται από πίσω μια μισθωτή εργασία.
Μας αρέσει ως λαός να κοροϊδεύουμε γενικά τον εαυτό μας. Τι κάνουμε στο θέμα των αμοιβών; Αυξάνουμε τον κατώτατο για να σπρώξουμε τις αμοιβές προς τα πάνω και ως αποτέλεσμα τις έχουμε συσσωρεύσει σε ένα πολύ μικρό εύρος μισθών. Θα ήταν πολύ πιο χρήσιμο να βοηθούσαμε να αποκαλυφθούν οι υψηλές αμοιβές και να «τραβήξουν» τις χαμηλές προς τα πάνω. Γενικά έτσι λειτουργούν οι κανονικές οικονομίες.