Συνιδρυτής του Politico γράφει στον Τζεφ Μπέζος μετά το μπλόκο στην Καμάλα: «Καλύτερα να πουλήσεις την Washington Post»

Παγκόσμιος σάλος στα μίντια μετά την απόφαση του Τζεφ Μπέζος να «κόψει» άρθρο στήριξης της Washington Post, στην Κάμαλα Χάρις, για την προεδρία των ΗΠΑ – Η αίγλη της Washington Post για την αποκάλυψη του Watergate – To πρόβλημα με την εξουσία και οι τεχνολογικοί κολοσσοί

Η απόφαση του Τζεφ Μπέζος να «κόψει» άρθρο στήριξης της Washington Post, στην Κάμαλα Χάρις, για την προεδρία των ΗΠΑ, έχει προκαλέσει παγκόσμιο σάλο στον κόσμο των μίντια και της ενημέρωσης.

Ο Τζον Φ. Χάρις ένας εκ των ιδρυτών τoυ Politico και πρώην ρεπόρτερ και συντάκτης της Washington Post καταθέτει την δικιά του οπτική με μια …παρότρυνση προς τον Τζεφ Μπέζος.

Η Post αγοράστηκε από τον Μπέζος το 2013. Ο ιδρυτής της Amazon, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο μιας οργισμένης θύελλας αντιδράσεων -που πυροδοτήθηκε τόσο από τους εργαζόμενους της Post όσο και από τους αναγνώστες- για την πρωτόγνωρη παρέμβασή του την τελευταία στιγμή να αποκλείσει ένα κύριο άρθρο που υποστήριζε την Χάρις έναντι του Ντόναλντ Τραμπ, λίγες μέρες πριν από τις προεδρικές εκλογές.

Όπως περιγράφει ο Τζον Χάρις, πριν από έντεκα χρόνια, οι περισσότεροι εργζόμενοι της Post ήταν ενθουσιασμένοι με την άφιξη του Μπέζος. Ο μεγιστάνας ομολόγησε τότε ότι δεν ήξερε πολλά για τη δημοσιογραφία, αλλά μίλησε για την υπερηφάνειά του να είναι ιδιοκτήτης ενός ιστορικού θεσμού και δεσμεύτηκε να δώσει στην εφημερίδα «διάδρομο» για να βρει μια νέα εκδοτική στρατηγική. Ο «διάδρομος» ερμηνεύτηκε με ευγνωμοσύνη στην εφημερίδα ως προθυμία για επενδύσεις και ανοχή για βραχυπρόθεσμες απώλειες. Κατά την τελευταία δεκαετία, ο Μπέζος έχει ανταποκριθεί και στις δύο προσδοκίες, αν και δεν είναι καθόλου σαφές αν η εφημερίδα έχει βρει ένα ανθεκτικό εκδοτικό μοντέλο. Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με δημοσιογραφικές αναφορές, η εταιρεία έχει υποστεί ετήσιες ζημίες που προσεγγίζουν τα εκατό εκατομμύρια δολάρια, επισημαίνει ο Χάρις στην ανάλυσή του στο Politico.

Η αίγλη της Washington Post για την αποκάλυψη του Watergate

Σύμφωνα με τον ίδιο, υπάρχουν δύο πρωταρχικοί παράγοντες που εμποδίζουν την Post να ακολουθήσει την πτωτική πορεία άλλων αμερικανικών εφημερίδων με διακεκριμένο παρελθόν, προβληματικό παρόν και σκοτεινό μέλλον.

Ο πρώτος παράγοντας είναι η αίγλη που εμπνέει η Post. Αυτή η αύρα οφείλεται στη θέση της στην πρωτεύουσα της χώρας και στην ιστορία της ως εφημερίδα που αποκάλυψε το σκάνδαλο Watergate. Η αίγλη μπορεί να ακούγεται σαν μια αόριστη έννοια, αλλά η αξία της είναι πραγματική, εξηγεί. Οι μεγάλοι θεσμοί – από εφημερίδες μέχρι κολέγια και ακόμη και αθλητικές ομάδες – χτίζουν ένα αφήγημα που έχει διαμορφωθεί γύρω τους και ορισμένες αξίες που απορρέουν από αυτό το αφήγημα. Αυτές οι αξίες είναι ο λόγος για τον οποίο οποιοσδήποτε, από το προσωπικό μέχρι τους αναγνώστες, ενδιαφέρεται για την τύχη ενός ειδησεογραφικού οργανισμού και για το κύρος του τελικά.

Ο δεύτερος παράγοντας αφορά στον ίδιο τον Μπέζος. Η ιδιότητά του ως ένας ζάμπλουτος τιτάνας της τεχνολογίας, καθώς και ως μια διασημότητα που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, που κατέχει γιοτ με προσωπικά και οικονομικά συμφέροντα που εκτείνονται από το λιανικό εμπόριο μέχρι την ψυχαγωγία και την εμπορική εκμετάλλευση του διαστήματος, σίγουρα του δίνει τα εφόδια να γράψει ένα νέο κεφάλαιο για την Post της αμερικανικής πρωτεύουσας.

Ωστόσο, αυτό που έχει γίνει σταθερά σαφές κατά την τελευταία δεκαετία – και εξόφθαλμα προφανές τις τελευταίες δύο ημέρες – είναι ότι οι δύο αυτοί παράγοντες βρίσκονται σε ένταση μεταξύ τους, σημειώνει ο Τζον Χάρις. Μακροπρόθεσμα, είναι πιθανότατα ασυμβίβαστοι, συμπληρώνει.

To πρόβλημα με την εξουσία και οι τεχνολογικοί κολοσσοί

Η δουλειά ενός ειδησεογραφικού οργανισμού, και ειδικά των οργανισμών που εδρεύουν στην Ουάσινγκτον, είναι να παρακολουθεί την εξουσία. Ο Μπέζος είναι πολύ ισχυρός – και έχει πάρα πολλά και διαφορετικά συμφέροντα σε πάρα πολλούς τομείς – για οποιονδήποτε ειδησεογραφικό οργανισμό που του ανήκει να μην είναι εύλογα εκτεθειμένος στο μυαλό των υπαλλήλων του και του κοινού του. Οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες -συμπεριλαμβανομένων των Amazon, Apple, Microsoft και των ιδιοκτητών της Google, του Facebook και της X του Έλον Μασκ- στη σύγχρονη παγκόσμια οικονομία έχουν εμβέλεια που προσεγγίζει περισσότερο ορισμένα έθνη-κράτη από ό,τι οι παραδοσιακές εταιρείες. Επιπλέον, διεισδύουν στην καθημερινή ζωή των πελατών – τι αγοράζουν, πού πηγαίνουν, τι διαβάζουν και τι παρακολουθούν – με τρόπους πολύ πιο οικείους από την εμβέλεια οποιασδήποτε μη ολοκληρωτικού καθεστώτος, τονίζει.

Το πώς θα εξισορροπηθεί η καινοτόμος δύναμη αυτών των εταιρειών και η εκπληκτική ικανότητα πρόβλεψης και ικανοποίησης της καταναλωτικής ζήτησης από τη μία πλευρά, με την ικανότητά τους να κατασκοπεύουν και να χειραγωγούν τους χρήστες και να εκφοβίζουν τους ανταγωνιστές από την άλλη, είναι ένα από τα μεγάλα πολιτικά ερωτήματα της εποχής. Η Post έχει μια σύγκρουση που κόβει την ανάσα στο επίκεντρο αυτού που θα έπρεπε να είναι η ειδησεογραφική της ατζέντα.

Τα άγνωστα κίνητρα της απόφαση

Ο αρχισυντάκτης του Politico προσπαθώντας να διερευνήσει τα κίνητρα της απρόσμενης κίνησης του Μπέζος, εκτιμά ότι δύσκολα οφείλεται στον δειλό φόβο ότι ο Tραμπ μπορεί να κερδίσει και να τιμωρήσει την Amazon, την Blue Origin, την Post ή οποιοδήποτε άλλο περιουσιακό στοιχείο του Μπέζος. Έχει επιδείξει αδιαλλαξία σε πολλές περιπτώσεις στην καριέρα του, όπως πριν από μερικά χρόνια, όταν κατηγόρησε το National Enquirer για «εκβιασμό» και επειδή απείλησε να αποκαλύψει την εξωσυζυγική του σχέση με την νυν αρραβωνιαστικιά του Λόρεν Σάντσεζ.

Επίσης ο Τζον Χάρις γράφει πως δεν πιστεύει ότι ο Μπέζος επέδειξε άγνοια με τις ευρύτερες ευθύνες της διαχείρισης ενός σοβαρού ειδησεογραφικού οργανισμού. Αυτές οι ευθύνες περιλαμβάνουν την προστασία τόσο της αντίληψης όσο και της πραγματικότητας της ανεξαρτησίας και της πνευματικής ακεραιότητας.

Σημειώνει δε ότι είναι γνωστές οι πολιτικές κατευθύνσεις της εφημερίδας, ως παραδοσιακό μέσο των Δημοκρατικών και εχθρός του Ντόναλντ Τραμπ. Κανείς δεν περίμενε δηλαδή με κομμένη την ανάσα να κάνει η συντακτική σελίδα της Post μια ανακοίνωση σχετικά με το ποιον υποστήριζε για πρόεδρο. Κανείς -που έχει διαβάσει άλλα κύρια άρθρα της την τελευταία δεκαετία- δεν θα μπορούσε να έχει αμφιβολίες για το πού στέκεται η εφημερίδα απέναντι στον Τραμπ, τις πολιτικές του ή την καταλληλότητά του για το αξίωμα.

Για τον Τζον Χάρις, υπάρχουν λόγοι αρχών για τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς να μην παίζουν το παιχνίδι της υποστήριξης. Υπάρχουν επίσης λόγοι αρχών για να μην έχουν καθόλου σελίδα σύνταξης που να παραθέτει επίσημη άποψη το μέσο. Αλλά η στιγμή για να διεκδικήσει κανείς αυτές τις αρχές δεν είναι η κατάλληλη, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές και αφού η Post έχει ήδη κάνει γνωστό και φέτος ποιον στηρίζει. Είναι και θέμα timing της απόφασης του Μπέζος, που ενοχλεί.

Το πρόβλημα λοιπόν σύμφωνα με τον αρχισυντάκτη και συνιδρυτή του Politico είναι ότι η ιδιοκτησία των μέσων ενημέρωσης αποτελεί σοβαρή υποχρέωση. Mεταξύ άλλων, απαιτεί σταθερή ενασχόληση με το έργο της αξιοποίησης ενός βιώσιμου εκδοτικού μοντέλου με ένα βιώσιμο επιχειρηματικό μοντέλο. Υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι η Post το έχει επιτύχει αυτό. Υπάρχουν επίσης ελάχιστες ενδείξεις ότι ο Μπέζος ασχολείται με το ζήτημα. Όποιος τον παρακολουθεί τα τελευταία χρόνια γνωρίζει ποιες ήταν οι ανησυχίες του. Εκτός από την Amazon, όπου δεν είναι πλέον διευθύνων σύμβουλος, έχει ασχοληθεί με τα διαστημικά ταξίδια, με τη διάλυση του πρώτου του γάμου, το ρομάντζο των κουτσομπολίστικων σελίδων, με τη γυμναστική ρουτίνα που τον έχει αφήσει εκπληκτικά γυμνασμένο στα 60 του χρόνια, με τις κρουαζιέρες του στη Μεσόγειο κλπ.

Ο Τζον Χάρις καταλήγει ότι ο Μπέζος «είναι ένας φοβερά επιτυχημένος επιχειρηματικός ηγέτης -μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες στην παγκόσμια σκηνή κατά την τελευταία γενιά- αλλά απέχει απίστευτα πολύ από αυτό το πρότυπο. Θα ήταν καλύτερα, αν πουλούσε την Washington Post ή αν την έθετε με κάποιον τρόπο στα χέρια μιας πραγματικά ανεξάρτητης μη κερδοσκοπικής οντότητας. Οι αναταραχές του είδους που είδαμε αυτή την εβδομάδα θα συνεχίσουν να έρχονται».

Πηγή: iefimerida.gr