Πρόταση για όριο €10.000 στη χρήση μετρητών για αγορές συζήτησε η Επ. Θεσμών
Ο περιορισμός στη χρήση μετρητών για αγορά αγαθών ή παροχή υπηρεσιών στις 10.000 ευρώ τέθηκε επί τάπητος την Τετάρτη κατά τη διάρκεια της συνεδρίας της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Θεσμών, Αξιών και Επιτρόπου Διοικήσεως, όπου συζητήθηκε επί της αρχής η πρόταση νόμου του Προέδρου της Επιτροπής, Βουλευτή ΔΗΣΥ, Δημήτρη Δημητρίου, για τροποποίηση του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες νόμου, με καθορισμό του ορίου συναλλαγών μεγάλων ποσών σε ρευστά διαθέσιμα έναντι αγαθών ή υπηρεσιών.
Ο κ. Δημητρίου εξήγησε εντός της Επιτροπής ότι σκοπός του προτεινόμενου νόμου είναι η τροποποίηση του νόμου, ώστε πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες να εισπράττουν ή να καταβάλλουν πληρωμή σε ρευστά διαθέσιμα μόνο έως του ποσού των 10.000 ευρώ, κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του Κανονισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2024/1624 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 31ης Μαΐου 2024 σχετικά με την πρόληψη της χρήσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας.
Όπως αναφέρθηκε στην Επιτροπή η εν λόγω πρόταση είναι απόρροια και της υπόθεσης με την υπήκοο Ουκρανίας η οποία μετέφερε στις αποσκευές τις 400.000 ευρώ, ενώ κατά τη διάρκεια των συζητήσεων αποκαλύφθηκε ότι πάνω 120 εκατομμύρια ευρώ πέρασαν μέσω του αεροδρομίου και κυκλοφόρησαν στην αγορά τα τελευταία 3 χρόνια.
Εντός της Επιτροπής, υπέρ της πρότασης τάχθηκαν ο Έφορος Φορολογίας, η εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας, η Προϊσταμένη της Μονάδας Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΟΚΑΣ), και οι εκπρόσωποι του Τμήματος Τελωνείων, της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, του Συνδέσμου Τραπεζών Κύπρου και του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ). Οι εν λόγω φορείς υπέδειξαν ότι θα πρέπει να υπάρξουν σχετικές αλλαγές ούτως ώστε η τροποποίηση να συνάδει και με τον Κανονισμό της ΕΕ που τίθεται σε εφαρμογή το 2027.
Ο Έφορος Φορολογίας, Σωτήρης Μαρκίδης, επεσήμανε στην τοποθέτησή του ότι πολλές φορές τα μετρητά χρησιμοποιούνται ως μέσο φοροδιαφυγής και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Εισηγήθηκε ότι σταδιακά το ποσό θα πρέπει να περιοριστεί στις 5000 ευρώ, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να εξεταστεί και η ποινή φυλάκιση πέραν της χρηματικής ποινής που ανέρχεται στο 10% του ποσού που υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ.
Η Εκπρόσωπος της Νομικής Υπηρεσίας, υπέδειξε ότι στην επόμενη συνεδρία θα πρέπει να κληθεί και το Υπουργείο Οικονομικών για την εναρμόνιση με τον Κανονισμό, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να διασφαλιστεί και η αρχή της αναλογικότητας στην εν λόγω πρόταση νόμου.
Μετά το πέρας της Επιτροπής, ο κ. Δημητρίου, είπε ότι «στη δική μου αντίληψη είναι αδιανόητο το 2024 μετά από όλη αυτή τη συζήτηση να λέμε πως στην Κύπρο μπαίνουν εκατομμύρια μετρητών και μάλιστα καταγράφονται από το τελωνεία και δεν γνωρίζουμε πού πάνε».
Ως εκ τούτου, συνέχισε, «θεώρησα υποχρέωσή μου μετά και τα αυτεπάγγελτα θέματα που είδαμε στην Επιτροπή Θεσμών να καταθέσω αυτή την πρόταση νόμου και να έρθουμε ως κράτος να προηγηθούμε κατά 3 χρόνια του ευρωπαϊκού κανονισμού και να απαγορεύσουμε την χρήση των μετρητών πάνω από 10.000 ευρώ για αγορά υπηρεσιών και αγαθών».
Πρόσθεσε ότι με την εν λόγω πρόταση ήταν σύμφωνες και οι υπηρεσίες του κράτους εκφράζοντας την εκτίμηση πως μέσα στο επόμενο διάστημα θα οδηγηθεί στην Ολομέλεια.
Εντός της Επιτροπής, ο Βουλευτής του ΔΗΚΟ, Ζαχαρίας Κουλίας, εξέφρασε ορισμένες επιφυλάξεις για την πρόταση νόμου, σημειώνοντας ότι με αυτή την μέθοδο θα είναι κερδισμένες οι τράπεζες, σημειώνοντας ότι θα πρέπει να εξαιρεθούν οι εργαζόμενοι του αγροτικού τομέα. Είπε ακόμη ότι στην επόμενη συνεδρία θα πρέπει να ακουστούν και οι πολίτες αλλά και οι συντεχνίες, ενώ έθιξε και το θέμα των υψηλών χρεώσεων στις συναλλαγές από πλευράς τραπεζών.
Από πλευράς της, η ανεξάρτητη Βουλεύτρια, Αλεξάνδρα Ατταλίδου, δήλωσε μετά το τέλος της Επιτροπής ότι συμφωνεί με την πρόταση νόμου του κ. Δημητρίου, σημειώνοντας ότι «πιστεύω ότι πρέπει να μειωθεί και αυτό το ποσό – κάτι που ήταν και η εισήγηση του Εφόρου Φορολογίας – κάτω από τις 5000 ευρώ και επίσης θα πρέπει να αυξηθούν οι ποινές σε εκείνους που παραβαίνουν αυτήν την πρόνοια».
Υπέδειξε ότι στο εξωτερικό όταν γίνονται προσπάθειες εντοπισμού ξεπλύματος βρώμικου χρήματος οι έρευνες εστιάζονται σε τρεις τομείς: στα ακίνητα, στα είδη πολυτελείας και στα έργα τέχνης. Πρόσθεσε ότι «θα φροντίσουμε οι πρόνοιες του ευρωπαϊκού Κανονισμού του 2027 να μπουν σε αυτήν την πρόταση νόμου και να την αντικατοπτρίζουν, ούτως ώστε να μην συγκρούονται και να χρειάζεται μετά να κάνουμε οποιεσδήποτε αλλαγές».
Πηγή: ΚΥΠΕ