Σε κάθε αμερικανική προεδρική εκλογή, όπως και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, αναδεικνύεται ένα νέο, προσφιλές μέσο επικοινωνίας. Στην εκλογή του Κένεντι, ήταν η τηλεόραση που διατήρησε την κυριαρχία της μέχρι σήμερα. Στην εκλογή του Κλίντον, αναδύθηκε το MTV, ενώ με τον Ομπάμα πρωτοστατούσαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στις επερχόμενες εκλογές του 2024, φαίνεται πως το YouTube και το podcast ίσως αντικαταστήσουν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης στην πολιτική επικοινωνία των πολιτικών υποψηφίων. Οι υποψήφιοι στρέφονται όλο και περισσότερο σε influencers/«επιδραστικούς», «podcasters», και παρουσιαστές ραδιοφωνικών εκπομπών, παραβλέποντας τα άλλοτε κραταιά μεγάλης εμβέλειας αλλά παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης.
Οι αμερικανοί προεδρικοί υποψήφιοι, όπως ο Τραμπ και η Χάρις, έχουν αξιοποιήσει πλέον τις ψηφιακές πλατφόρμες που πριν από λίγες δεκαετίες θα θεωρούνταν ασυνήθιστες, αν όχι αδιανόητες, για την προώθηση των εκστρατειών τους. Ενώ οι συνεντεύξεις στα παραδοσιακά ειδησεογραφικά κανάλια συχνά απαιτούν συνδρομές από τα μέλη του κοινού, περιεχόμενο του podcast προσφέρεται συχνά δωρεάν και είναι άμεσα προσβάσιμο μέσω δημοφιλών πλατφορμών όπως το Spotify, το YouTube και το Apple Podcasts.
Η αυξανόμενη απήχηση αυτών των μέσων συμπίπτει με τη μείωση της συνδρομητικής βάσης της αμερικανικής καλωδιακής τηλεόρασης, η οποία από το ανώτατο σημείο των 105 εκατομμυρίων νοικοκυριών το 2010 αναμένεται να έχει μειωθεί γύρω στα 70 εκατομμύρια στο τέλος του 2024. Ετσι, τόσο ο Τραμπ όσο και η Χάριςστράφηκαν σχεδόν με προσήλωση στο podcast στην προσπάθειά τους να προσεγγίσουν νεότερους ψηφοφόρους, δεδομένου ότι πολλά φιλοξενούνται από δημοφιλείς influencer της ψηφιακής εποχής. Η αύξηση του πολιτικού περιεχομένου στα podcast ήταν χαρακτηριστική τον Σεπτέμβριο, καθώς καταγράφηκε αύξηση της τάξης του 28% σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και μήνες.
Είναι βέβαιο ότι οι πολιτικοί πάντα προσαρμόζονταν στις εξελίξεις των μέσων επικοινωνίας. Κι αυτό γιατί οφείλουν να ισορροπούν ανάμεσα στη διατήρηση της αξιοπρέπειας του αξιώματος και την ανάγκη για προβολή. Οι πολιτικοί είναι άλλωστε οι καλύτεροι «μαθητές» στην υιοθέτηση και τη χρήση των νέων μέσων στην προσπάθειά τους να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού. Στις μέρες μας, με το επικοινωνιακό τοπίο στις ΗΠΑ να διαθέτει ένα πλήθος μέσων επικοινωνίας σε όλα τα επίπεδα και μορφές, αλλά να είναι ταυτόχρονα κατακερματισμένο, οι πολιτικοί επιδιώκουν να εμφανίζονται όπου βρίσκεται το κοινό. Παλαιές, σημαντικές εκπομπές σπάνια πλέον προσελκύουν περισσότερους από 10 εκατομμύρια θεατές. Αντίθετα, οι εκπομπές στο YouTube και τα podcast συγκεντρώνουν εκατομμύρια θεατές/χρήστες, προσφέροντας τη δυνατότητα στοχευμένης επικοινωνίας σε δημογραφικές ομάδες με προδιάθεση να δεχτούν τα μηνύματα των υποψηφίων.
Οι λεγόμενες «φιλικές» συνεντεύξεις μπορεί να είναι αποκαλυπτικές, όπως συμβαίνει συχνά με τον Τραμπ, που εκφράζεται πιο ελεύθερα όταν δεν αντιμετωπίζει εχθρικούς ή επικριτικούς δημοσιογράφους. Ωστόσο, αυτές οι συνεντεύξεις μπορεί επίσης να κρύβουν κινδύνους, καθώς το χαλαρό κλίμα ενδέχεται να οδηγήσει σε απρόβλεπτα λάθη.
Οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2024 θα μείνουν στην ιστορία ως οι πρώτες όπου και οι δύο υποψήφιοι χρησιμοποίησαν εκτεταμένα podcast για την προώθηση των εκστρατειών τους, ενώ μεγάλα παραδοσιακά μέσα, όπως η Washington Post και οι Los Angeles Times, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες επιλέγουν μια ουδέτερη στάση. Το «podcasting» τελικά αναδύεται ως το πιο πρόσφατο εργαλείο στο οπλοστάσιο των πολιτικών, ιδίως σε προεκλογικές περιόδους. Επιτρέπει την άμεση στόχευση συγκεκριμένων υποομάδων, όπως οι νέοι, μια κατηγορία που δύσκολα προσεγγίζεται από τα παραδοσιακά μέσα. Σε αυτό το κατακερματισμένο επικοινωνιακό και πολιτικό τοπίο, τα podcast φαίνεται ότι θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο στην αποστολή μηνυμάτων και την κινητοποίηση των ψηφοφόρων.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι οι νέες τεχνολογίες έχουν δημιουργήσει νέους τρόπους για τους πολιτικούς να διαχειρίζονται τη δημόσια εικόνα τους, να επικοινωνούν τα μηνύματά τους και να αυξάνουν την αλληλεπίδραση με τους ψηφοφόρους τους, αυτό δεν έχει απαραίτητα οδηγήσει σε υψηλότερα επίπεδα πολιτικής δέσμευσης και συμμετοχής.
Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών