Oι νέοι ψηφοφόροι στις ΗΠΑ έχουν ξεκινήσει νέα καμπάνια στο Tik-Tok υπέρ της Κάμαλα Χάρις: «Εξουδετερώνω την ψήφο του πατέρα μου». Παραδέχονται πως στο σπίτι τους υπάρχει ένας οπαδός του Ντόναλντ Τραμπ και αφού δεν μπορούν να κερδίσουν τη μάχη μαζί του, αφού δεν μπορούν να τον πείσουν να αλλάξει γνώμη, επιλέγουν την ισοπαλία στην κάλπη. Προτρέπουν όσους βρίσκονται στην ίδια θέση να πράξουν το ίδιο –να μη θυμώνουν, να μην ουρλιάζουν στα οικογενειακά τραπέζια, απλώς να κάνουν αυτό που πρέπει: να συμπληρώσουν τον φάκελο και να τον πάνε μέχρι το ταχυδρομείο προτού καν φτάσει η Τρίτη.
Ξέρουν πως δεν μπορούν να κλειδώσουν τους γονείς και τους παππούδες τους στο σπίτι, μπορούν όμως να ελπίζουν πως θα τους σταματήσουν ενεργοποιώντας τις δυνάμεις τους. Τσιγκλώντας ο ένας τον άλλο, συμπληρώνοντας το παζλ όσων νέων πλήρωσαν την αδράνειά τους το 2016, έμαθαν το μάθημά τους το 2020 και ψηφίζουν φέτος έχοντας απόλυτη επίγνωση των όσων διακυβεύονται. Οχι την καλύτερη επιλογή, αλλά τη μόνη που έχουν. Εμπέδωσαν τι θα συμβεί αν εφαρμοστεί το «Project 2025» – και θα παλέψουν να μην κερδίσει ο Τραμπ μέχρι το τελευταίο λεπτό που η κάλπη θα μείνει ανοιχτή.
Το οικογενειακό τραπέζι στις ΗΠΑ, θέλουν – δεν θέλουν, είναι πεδίο μάχης, μια καθαρή αποτύπωση του πολέμου που διεξάγεται αυτή τη στιγμή στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Η πλευρά της Χάρις μετράει νέους ενηλίκους που παλεύουν να διατηρήσουν την ελπίδα πως κάποιος όντως νοιάζεται για το μέλλον τους, γυναίκες που μάχονται για να ορίζουν εκείνες τι θα συμβεί στο σώμα τους και μετανάστες που πολεμούν για να μην απελαθούν.
Η πλευρά του Τραμπ περιλαμβάνει cis άνδρες που δεν αντέχουν την επιβολή της πολιτικής ορθότητας και βρίσκουν τη woke κουλτούρα απειλητική, μισθωτούς εργαζομένους που προτιμούν «αυτόν που τα λέει όπως είναι», συντηρητικούς πολίτες που αντιμετωπίζουν την ανασφάλεια των αλλαγών επιστρέφοντας σε γνώριμα σχήματα και αρνητές της πραγματικότητας – είτε αυτή αφορά τη δημόσια υγεία είτε την κλιματική κρίση. Μια χώρα πολωμένη γύρω από το ψητό της Κυριακής χωρίς προοπτική συνεννόησης, χωρίς εύκολο τρόπο να επουλώσει τα τραύματά της. Ο ένας εξουδετερώνει τον άλλο, γιατί κανείς πια δεν ακούει κανέναν. Ακόμα και το σχήμα «φασίστας ή κομμουνιστής», που είχε μπει για τα καλά στο χρονοντούλαπο μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, επανέρχεται, χωρίς πραγματικό περιεχόμενο, ως προσβολή που εκσφενδονίζεται από τη μια πλευρά στην άλλη
Δέκα εκατομμύρια κάτοικοι στην άκρη της Νοτιοανατολικής Μεσογείου δεν συζητούμε πια για τα πολιτικά στα οικογενειακά τραπέζια. Οχι γιατί έχουμε ξεπέρασει τη φάση των 80s ή γιατί δεν μαλώνουμε – απλώς προσπερνάμε τα όσα συμβαίνουν, δημιουργούμε μικρές φούσκες ασφάλειας και κανονικότητας και προχωράμε χωρίς να κοιτάμε αριστερά ή δεξιά. Εδώ είναι εμπεδωμένη η πεποίθηση πως όσοι φάκελοι κι αν πέσουν στην κάλπη, όποιος κι αν ψηφιστεί, τίποτα δεν αλλάζει πραγματικά.
Δεν αρκεί η εξισορρόπηση των δύο πόλων που σιγά σιγά φαίνεται να συμβαίνει: χρειάζεται διακύβευμα και νέος στόχος. Η απάθεια που επικρατεί μπορεί για την ώρα να μην ενοχλεί. Κανείς ωστόσο δεν είναι βέβαιος πόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει όταν βρεθεί το πρόσωπο που θα θέσει το δίλημμα από τα δεξιά, απέναντι σε ένα σύστημα που αυτοεξυπηρετείται χωρίς να βελτιώνεται.