Ακυρώθηκε απόφαση καταδίκης της Τουρκίας για κατοχή περιουσιών Ελληνοκυπρίων στην Κερύνεια

Το Εφετείο ακύρωσε απόφαση καταδίκης της Τουρκίας για κατοχή περιουσιών Ελληνοκυπρίων στην Κερύνεια – Χαρακτηρίζει επικίνδυνη για το Κυπριακό, την υποβάθμιση της τουρκικής κατοχής σε παραβίαση «εμπορικής πράξης» – Όλα τα κράτη, ακόμα και για την διάπραξη εγκλημάτων πολέμου απολαμβάνουν κρατικής ασυλίας

Του Μανώλη Καλατζή

Κάποτε επιχειρήσαμε να λύσουμε το κυπριακό με μαζικές προσφυγές κατά της Τουρκίας  στο ΕΔΑΔ, με αποτέλεσμα αυτοί που είχαν εκείνη την φαεινή ιδέα, να συμβάλλουν στην δημιουργία και νομιμοποίηση της «Επιτροπής Αποζημιώσεων». Δυστυχώς το πάθημα δεν είχε γίνει μάθημα και έτσι επελέγη άλλη μέθοδος, με αγωγές κατά της Τουρκίας σε κυπριακά δικαστήρια, για κατοχή και απώλεια χρήσης περιουσιών Ελληνοκυπρίων προσφύγων στα κατεχόμενα. Οι αγωγές στρέφονταν και κατά του ΕΔΑΔ, με την απαίτηση όπως ένα επαρχιακό δικαστήριο της Κύπρου ακυρώσει μέρος αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο που εξέτασε τις αγωγές που έγιναν το 2016 προχώρησε στην επιδίκαση αποζημιώσεων ύψους €33.440.000 υπέρ του Ιωάννη Σεκέρσαββα και €38.370.000 υπέρ της Κατίνας Σάββα Κουνναμά.

Η απόφαση ωστόσο δεν έκανε δεκτές τις υπόλοιπες απαιτήσεις των δύο προσφύγων οι οποίοι είναι ιδιοκτήτες μεγάλου αριθμού ακινήτων στην περιοχή της κατεχόμενης Κερύνειας. Για τον λόγο αυτό καταχώρησαν έφεση η οποία εκδικάστηκε από το Εφετείο με σύνθεση του Δικαστές Στ. Ν. Σταύρου, Στ. Χριστοδούλου και Ι. Στυλιανίδου. Τους δύο παραπονούμενους (ενάγοντες εκπροσώπησαν οι δικηγόροι Χρήστος Παπασωτηρίου, Σίμος Αγγελίδης και Κατερίνα Ευγενίου για το γραφείο «Αντρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε».

Η κρατική ασυλία

Το Εφετείο εξετάζοντας την έφεση κάνει μια επισήμανση η οποία έχει ιδιαίτερη σημασία, αναφέροντας: «Εκ των πραγμάτων, αφετηρία θα πρέπει να αποτελέσει η καλά εμπεδωμένη αρχή του διεθνούς δικαίου, γνωστή ως κυριαρχική ή κρατική ασυλία(sovereign immunity). Η κυριαρχική ή κρατική ασυλία (sovereign immunity) είναι αρχή του διεθνούς δικαίου που προστατεύει τα κράτη από το να ενάγονται ή διώκονται σε δικαστικές διαδικασίες άλλου κράτους, χωρίς τη συγκατάθεσή τους. Η αρχή εκτείνεται τόσο σε αστικές όσο και σε ποινικές διαδικασίες. Εδράζεται στην ισότητα και την ανεξαρτησία των κρατών και συναρτάται με την έννοια της κρατικής Κυριαρχίας». Όπως τονίζει το Εφετείο, τα κράτη απολαμβάνουν ασυλίας μόνο για τις κυριαρχικές τους πράξεις, όχι όμως για τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Ωστόσο ένα κράτος μπορεί να παραιτηθεί από την ασυλία του είτε ρητά (μέσω συμφωνίας), είτε εξυπακουόμενα (μετέχοντας αδιαμαρτύρητα σε μια δικαστική διαδικασία). Στην συγκεκριμένη περίπτωση η Τουρκία δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον εμπλοκής στη δικαστική διαδικασία.

Η σφαγή στο Δίστομο από του ναζί

Το Εφετείο για να καταλήξει στην απόφαση του επικαλείται μια γνωστή υπόθεση που αφορούσε στην σφαγή που είχαν διαπράξει οι Γερμανοί ναζί κατά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο στο χωριό Δίστομο στην Ελλάδα. Οι συγγενείς των θυμάτων είχαν δικαιωθεί στα ελληνικά δικαστήρια και στη συνέχεια ενέγραψαν τις αποφάσεις κατά τις Γερμανίας ως εκτελεστές στα ιταλικά δικαστήρια, τα οποία με τη σειρά τους δέσμευσα ακίνητα του γερμανικού δημοσίου στην Ιταλία για σκοπούς αποζημίωσης των συγγενών των θυμάτων.

Η υπόθεση κατέληξε σε διαμάχη Γερμανίας – Ιταλίας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, το οποίο επιβεβαίωσε ότι η κρατική ασυλία αποτελεί βασική αρχή του διεθνούς δικαίου, σύμφωνα με την οποία ένα κράτος δεν μπορεί να διωχθεί ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους για πράξεις που αφορούν την άσκηση κυριαρχικής εξουσίας (“acta jure imperii”). Αυτό αποτελεί θεμέλιο της διεθνούς έννομης τάξης και της κυριαρχικής ισότητας των κρατών. Ακόμα και σε περιπτώσεις σοβαρών παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου (όπως εγκλημάτων πολέμου), δεν μπορεί να παρακαμφθεί η αρχή της κρατικής ασυλίας. Το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι το διεθνές δίκαιο δεν αναγνωρίζει εξαιρέσεις στην κρατική ασυλία σε τέτοιες περιπτώσεις, παρά την ηθική σοβαρότητα των παραβιάσεων.

Το Δικαστήριο της Χάγης αποφάσισε ότι η Ιταλία παραβίασε το δικαίωμα ασυλίας της Γερμανίας, επιτρέποντας σε θύματα εγκλημάτων πολέμου να ασκήσουν αγωγές εναντίον της Γερμανίας στα ιταλικά δικαστήρια. Όπως τονίστηκε στην απόφαση, αυτές οι ατομικές αξιώσεις δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν τη διακρατική διευθέτηση τέτοιων ζητημάτων. Έκρινε ακόμα ότι παραβιάστηκε η κυριαρχική ασυλία της Γερμανίας με την επιβάρυνση του ακινήτου της στην Ιταλία, αλλά και με την κρίση περί εκτελεστότητας των αντίστοιχων αποφάσεων που είχαν εκδοθεί από ελληνικά δικαστήρια. Το Δικαστήριο αναγνώρισε βέβαια το ζήτημα της δικαιοσύνης για τα θύματα των πολεμικών εγκλημάτων και τις ηθικές ανησυχίες που εγείρονται. Ωστόσο, υπογράμμισε ότι αυτές πρέπει να διευθετηθούν μέσα από πολιτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων κρατών. Μετά την απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης η Ιταλία αναγκάστηκε να αλλάξει την νομοθεσία της ώστε να προστατεύεται η ασυλία άλλων κρατών.

Επικίνδυνη νομική ντρίπλα

Στην περίπτωση της αγωγής κατά της Τουρκίας από τους δύο Ελληνοκύπριους εκτοπισθέντες, το Εφετείο διαπίστωσε πως επιχείρησαν να ξεπεράσουν τον «σκόπελο», της κρατικής ασυλίας, επικαλούμενοι το γεγονός ότι η αξίωση αφορά ακίνητα και δη την παράνομη κατοχή τους, κάτι που στο σύγχρονο εθιμικό διεθνές δίκαιο (customary international law) δεν υπάρχει ως προηγούμενο με μια ειδική και αυθύπαρκτη εξαίρεση για τέτοιο θέματα. Η σύγχρονη αντίληψη είναι αυτή της εφαρμογής «περιορισμένης κυριαρχικής ασυλίας» όπου οι εμπορικές/ιδιωτικές δραστηριότητες (περιλαμβάνουσες και την κατοχή ή χρήση ακινήτου σε αυτό το περιορισμένο πλαίσιο), εξαιρούνται ασυλίας.

Το Εφετείο σημειώνει με ιδιαίτερη έμφαση πως «η πρόκληση σε συζήτηση ενός τέτοιου ενδεχομένου από κυπριακό Δικαστήριο (να αντιμετωπιστεί η Τουρκία απλώς ως καταπατητής περιουσίας)  «είναι, φρονούμε, εγχείρημα επικίνδυνο. Η Τουρκία πριν από μισό αιώνα, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου, εισέβαλε και κρατά μέχρι σήμερα το σχεδόν 37% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ως εισβολέας και κατοχική δύναμη, κατέχει παράνομα, υπό την ευρύτερη, συνολική έννοια (de facto), όλες τις περιουσίες των προσφύγων στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου και όχι μόνον την περιουσία των εφεσειόντων (Σεκέρσαββα – Κουνναμά). Συνεπώς, το να υποβιβαστούν και να εξισωθούν οι πράξεις και οι ευθύνες της Τουρκίας με αυτές του αδικοπραγήσαντος (tortfeasor), του χρεώστη (debtor), του παρανόμως κατέχοντος (trespasser) και ούτω καθεξής υπό την έννοια του αστικού-εμπορικού-ιδιωτικού δικαίου, ώστε να επιτραπεί να εναχθεί υπό τέτοια ιδιότητα, ενώπιον κυπριακού Δικαστηρίου, μόνον επιζήμια φρονούμε μπορεί να αποδειχθεί για τα δικαιώματα των εφεσειόντων, αλλά και των προσφύγων ευρύτερα. Το κατάλληλο ‘forum’ για τέτοιες υποθέσεις ήταν και είναι, τηρουμένων της νομολογίας, τα αρμόδια διεθνή Δικαστήρια. Δεν ισχύει κατ’ ανάγκη το ίδιο για τα πρόσωπα (νομικά ή φυσικά) που κατέχουν, διαχειρίζονται, σφετερίζονται ή εμπορεύονται ‘επί του εδάφους’ παράνομα τις περιουσίες των προσφύγων, όπου εκεί, τόσο σε αστικό επίπεδο όσο και σε ποινικό, δύναται να παρθούν στα δικαστήρια μας, ένδικα μέτρα».

Άκυρη η απόφαση για αποζημιώσεις

Το Εφετείο καθιστά σαφές ότι «η Τουρκία, κατ’ εφαρμογή της αρχής της κυριαρχικής ασυλίας που ισχύει κατά το διεθνές δίκαιο που εφαρμόζεται και στην Κύπρο, δεν μπορούσε να εναχθεί ενώπιον ημεδαπού, κυπριακού Δικαστηρίου». Συνεπώς ήταν λάθος η αποδοχή και η εκδίκαση της αγωγής σε πρώτο βαθμό από το Επαρχιακό Δικαστήριο. «Η έλλειψη δικαιοδοτικής βάσης, καθιστά την πρωτόδικη διαδικασία εξ υπαρχής άκυρη και τη συνακόλουθη εκδοθείσα, ερήμην, απόφαση ανεφάρμοστη».