Μια φράση έγκυρου αναλυτή μού κόλλησε πρόσφατα στο μυαλό. «Ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν ανέλυσε το πώς του προέκυψε ο Κασσελάκης». Αναρωτήθηκα αν είναι όντως έτσι. Μια πρόχειρη έρευνα με έπεισε πως όντως, στο ερώτημα του πώς προέκυψε αυτό το είδος αρυτίδωτου influencer στην πολιτική σκηνή του τόπου [με όσα τραγελαφικά και γελοία συμβαίνουν έκτοτε] απάντηση δεν έχει δοθεί. Ούτε από το κόμμα [ό,τι απέμεινε από αυτό] ούτε από σοβαρούς αναλυτές ένθεν κακείθεν των διαχωριστικών γραμμών. Πολλά έχουν ειπωθεί βεβαίως για το τραύμα της διπλής εκλογικής συντριβής του ’23, για τον αιφνιδιασμό των πάντων, την παραίτηση του προέδρου Τσίπρα, το αίσθημα ορφανέματος των στελεχών, τις εσωτερικές διαμάχες, τη φυσιογνωμία ενός σχηματισμού που διατείνεται πως είναι «προοδευτικός» και διεκδίκησε τα χρυσαφικά της ιστορικής Αριστεράς. Αυτές οι προσεγγίσεις ωστόσο μπορεί να εξηγούν εν μέρει το πώς επήλθε η μεγάλη αντικατάσταση αλλά δεν εξηγούν το «γιατί ο Κασσελάκης». Εδώ είχαν αρχικά κυριαρχήσει συνωμοσιακές θεωρίες. Κάποιου τύπου συνασπισμός μεγάλων συμφερόντων, παραγόντων της διαπλοκής ακόμη και των Αμερικανών και της ΣΙΑ. Με τη σύμφωνη γνώμη του Τσίπρα φυσικά που ως και στην Αμερική έφτασε για να εξυφάνει την πλοκή. Είναι σχεδόν γελοίο το να φαντάζεται κανείς ότι ο Τσίπρας έχει την οποιαδήποτε επιρροή στα εσωτερικά της υπερδύναμης ή ότι οι Αμερικανοί ασχολήθηκαν στα σοβαρά με την Ελλάδα, ή ακόμη, σε μια εποχή που ακόμη και οι σύμμαχοι «τους γράφουν» κανονικά [βλ. Ισραήλ, βλ. Τουρκία κ.ά.] θα μπορούσαν να εξυφάνουν τέτοιου είδους παρεμβάσεις. Και γιατί να στείλουν στην Ελλάδα έναν απαστράπτοντα, πλούσιο, ναρκισσευόμενο αργόσχολο, πρώην απολυμένο από τους εργοδότες του, με κάποιες μετοχές που μάλλον έχει κληρονομήσει από τον πατέρα του;
Νομίζω ότι ο Κασσελάκης προέκυψε λόγω της απόλυτης ιδεολογικής σύγχυσης των ψηφοφόρων του κόμματος, [ας μην ξεχνάμε πως οι περισσότεροι από τους νυν 87 αρχικά τον στήριξαν ή έστω ανέχθηκαν]. Στα χρόνια της κυριαρχίας του ο ΣΥΡΙΖΑ αστικοποιήθηκε. Αποδέχτηκε τον μεταμοντέρνο κόσμο των μεγάλων σαλονιών, ντύθηκε σινιέ, σκαρφάλωσε σε ψηλοτάκουνα, ήπιε καϊπιρίνια, έκανε διακοπές με τζακούζι, παρακάμπτοντας την όποια αριστερή αυτοσυγκράτηση. Ετσι κι αλλιώς η υπόθεση εργασίας που το εκτόξευσε στην εξουσία το ’15 χάιδεψε τον ελληνικό μικροαστισμό που είχε ριζώσει στις πασοκικές δεκαετίες: Δεν χρωστάμε, μας χρωστάνε. Δεν έφερε η χρεοκοπία τα μνημόνια, αντίθετα, τα μνημόνια των ανάλγητων Ευρωπαίων έφεραν τη χρεοκοπία. Η ιδεολογική και κυρίως η πολιτισμική σύγχυση υπήρξαν πλήρεις.
Πάμε παρακάτω. Εδώ και χρόνια οι απανταχού αριστεροί σχηματισμοί αναζητούν τη λαϊκή τους βάση. Εντάξει, η ιδέα του επαναστατικού υποκειμένου εγκαταλείφθηκε εκ των πραγμάτων μαζί με την εξαφάνιση της εργατικής τάξης. Χειρώνακτες γηγενείς δεν υπάρχουν πια ούτε για δείγμα. Τα πάντα εκτελούνται από αλλοδαπούς, από τις αγροτικές εργασίας ως την καθαριότητα και την εσαεί ανθούσα οικοδομή. Ο όρος εργαζόμενοι γενικώς και αορίστως δεν λέει και πολλά, όλοι εργαζόμενοι είμαστε. Η αμηχανία πλήρης, η εκλογική συρρίκνωση επίσης. Τότε εφευρέθηκε ο όρος δικαιωματισμός. Σταδιακά και ύπουλα εγκαταστάθηκε σε μυαλά και ψυχές, εγκαθίδρυσε μια νέα πονηρή κανονικότητα και εξέδωσε φιρμάνια πολιτικής ορθότητας: Είμαστε με τους μετανάστες και τους πρόσφυγες – όσο πιο σκούροι τόσο το καλύτερο – κι ας πετροβολούν ομοφυλόφιλους, ας είναι και ολίγον μισογύνηδες, οπαδοί του Αλλάχ, της μπούρκας, της κλειτοριδεκτομής και των βομβιστών Μαρτύρων. Είμαστε με τη γυναίκα, ειδικά την κακοποιημένη γυναίκα, την εξοβελισμένη από χιλιετίες ανδρικής βίας, απανταχού του πλανήτη. Είμαστε με τους Μαύρους – καλά δεν έχουμε και πολλούς στα εδάφη μας. Είμαστε με τις παχύσαρκες, άνθρωποι είναι κι αυτές. Πάνω από όλα είμαστε με τους ΛΟΑΤΚΙ, τους γκέι τους τραστζέντερ, και μην τολμήσετε να τους αγγίξετε.
Προέκυψε σταδιακά ένα εκλογικό ακροατήριο άκοπων και ανεπεξέργαστων, συχνά αντιφατικών ευαισθησιών, κι ας έχουν νομοθετικά λυθεί τα αντίστοιχα ζητήματα εδώ και δεκαετίες, κι ας μην πειράζει κανείς κανέναν γκέι [πού να τολμήσει άλλωστε] κι ας χρησιμοποιείται η σεξουαλική ταυτότητα ως επιχείρημα κατά οποιουδήποτε είδους αναξιοκρατίας, όπου ποτέ δεν φταίμε εμείς οι ίδιοι… «Με απέλυσες γιατί είμαι γυναίκα». «Δεν με προσέλαβες γιατί είμαι γκέι». «Δεν μου έδωσες τον ρόλο κι ας με πήδηξες προ εικοσαετίας» κ.ο.κ.
Η νέα αυτή διεθνής της επίκλησης μιας προσχηματικής [και ανταποδοτικής] δυστυχίας έγινε σταδιακά το πρόταγμα του ΣΥΡΙΖΑ. Οπότε ο Κασσελάκης με το επιδεικτικό φωτοστέφανο του γκέι τους ήρθε κουτί, έστω και υποσυνείδητα. Κι έπειτα, τι γκέι! Σταρ-κονφερασιέ, γυμνασμένος, με βίλα στην Εκάλη και αρχοντικό στις Σπέτσες, με ένα τατς από Χόλιγουντ. Με αστραφτερό γάμο και ψαγμένο κέτερινγκ. Με πλήρη γνώση των γκέι μπαρ του Μανχάταν. Με λεφτά που μένει να τεκμηριωθεί η κατά νόμον προέλευσή τους. Με τις κάμερες να κολλάνε κυριολεκτικά πάνω του. Με τα πρωινάδικα να οργιάζουν και τους συνδαιτημόνες της μικρής οθόνης να λυσσάνε από τη ζήλια τους. [Κι άσε τον Μητσοτάκη να ψηφίζει τον γάμο των ομοφυλοφίλων].
Περίπου έτσι σκέφτηκε ή αισθάνθηκε ο μέσος ψηφοφόρος. Και λησμόνησε τις άλλοτε παραδοχές του χώρου περί κάποιας αυτοσυγκράτησης, σεμνότητας και μη επίδειξης του ναρκισσισμού μας.
Ο Κασσελάκης ήρθε γιατί ήταν γκέι, όχι παρά το ότι ήταν γκέι. Ολα τα άλλα ήταν απλές προϋποθέσεις.
Ο Μιχάλης Μοδινός είναι περιβαλλοντολόγος,
γεωγράφος και μηχανικός