Μόνιμες οι ελλείψεις φθηνών φαρμάκων

Σε καθημερινό πρόβλημα για ασθενείς και γιατρούς έχει μετατραπεί το ζήτημα των ελλείψεων φθηνών φαρμάκων, με τα ελληνικά νοσοκομεία να μην αποτελούν εξαίρεση στον παγκόσμιο αυτόν κανόνα. Μάλιστα, την τρέχουσα περίοδο στο ΕΣΥ καταγράφεται έλλειψη αντικαρκινικών  σκευασμάτων «πρώτης γραμμής», με αποτέλεσμα να προκαλείται ντόμινο προβλημάτων σε μια ιδιαίτερη ομάδα ασθενών.

Και αυτό διότι αφενός αναγκαστικά διακόπτεται ή τροποποιείται η θεραπεία σε καρκινοπαθείς που βρίσκονται ήδη σε αγωγή, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις καταγράφεται αδυναμία έναρξης θεραπείας σε νέα περιστατικά, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Το παράδοξο, δε, είναι, όπως διευκρινίζουν γιατροί που μιλούν στα «ΝΕΑ», ότι πρόκειται για ιδιαίτερα φθηνά σκευάσματα, πλην όμως υψηλής θεραπευτικής αξίας. Και προσθέτουν πως χορηγούνται για την αντιμετώπιση ιάσιμων ασθενειών, όπως είναι ο καρκίνος των όρχεων και το λέμφωμα Hodgkins, αλλά και σε πιο «δύσκολες» καταστάσεις, όπως π.χ. ο μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα.

Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τις επίσημες καταγραφές που καταθέτουν στους αρμόδιους φορείς οι Υγειονομικές Περιφέρειες (ΥΠΕ) ανά τη χώρα, την τρέχουσα περίοδο το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως σε τρία αντινεοπλασματικά σκευάσματα – βινβλαστίνη, αζτρεονάμη και ετοποσίδη –, με τους γιατρούς εντούτοις να επιμένουν πως οι ελλείψεις έχουν μετατραπεί σε ένα πρόβλημα που ανακυκλώνεται μέσα στον χρόνο για μια ευρεία γκάμα σκευασμάτων, προκαλώντας συνεχείς αρρυθμίες.

Για την ιστορία, μόλις στα τέλη του περασμένου Ιουλίου είχε διαπιστωθεί αντίστοιχο κενό στα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ. Τότε ασθενείς με γλοιοβλάστωμα (ένας από τους πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμους όγκους του εγκεφάλου) αναγκάζονταν να λάβουν την εξατομικευμένη τους δόση (τεμοζολαμίδη), συνδυάζοντας σκευάσματα διαφορετικών εταιρειών (δηλαδή, με την ίδια δραστική  ουσία αλλά διαφορετικά έκδοχα). Μάλιστα, τότε ο Οργανισμός ζητούσε από τους γιατρούς να βεβαιώσουν γραπτώς ότι επέτρεπαν το αναγκαστικό αυτό «κοκτέιλ», παρότι υπήρχε ασάφεια για το πώς μπορούν να δράσουν τα διαφορετικά έκδοχα στην απορρόφηση της τεμοζολαμίδης.

Αντίστοιχα, τον περασμένο Μάρτιο η Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων είχε αναδείξει μία ακόμα θεραπευτική «μαύρη τρύπα», που αφορούσε παλιά και συνεπακόλουθα φθηνά αντιβιοτικά, εντούτοις κρίσιμα για την αντιμετώπιση σοβαρών λοιμώξεων. Στην ίδια λίστα επίσης συμπεριλαμβάνονται και φάρμακα για την αντιμετώπιση της φυματίωσης, με τον καθηγητή Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Νίκο Τζανάκη, να σημειώνει στα «ΝΕΑ» πως στους ασθενείς συχνά χορηγούνται πολλά και διαφορετικά φάρμακα, αντί ενός και μόνο χαπιού (που συνδυάζει δύο δραστικές ουσίες), καθώς  κατά κανόνα είναι ελλειπτικό. «Το κόστος του είναι μηδαμινό, κάτω των 10 ευρώ. Στη χαμηλή τιμή τους όμως εντοπίζεται και η αιτία των ελλείψεων, καθώς διαπιστώνεται αναιμικό ενδιαφέρον παραγωγής και διανομής από τις εταιρείες».

Οι ελλείψεις ογκολογικών φαρμάκων συνεχίζονται όμως και στις ΗΠΑ. Ερευνα που είδε το φως της δημοσιότητας τον περασμένο Ιούνιο έδειξε ότι μεταξύ των 28 μεγαλύτερων κέντρων καρκίνου σε όλη τη χώρα το 89% είχε αναφέρει πως τον περασμένο μήνα τουλάχιστον ένα φάρμακο που χορηγείται για την αντιμετώπιση του καρκίνου, των συμπτωμάτων του ή των παρενεργειών της θεραπείας ήταν σε έλλειψη στο κέντρο τους. Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι περισσότερα από τα μισά (57%) ανέφεραν έλλειψη του φαρμάκου βινβλαστίνη και το 46% στην ίδια λίστα συμπεριέλαβε και την ετοποσίδη (σκευάσματα δηλαδή που σήμερα λείπουν και από τα ελληνικά νοσοκομεία).

Οι εξελίξεις αυτές ήταν η αιτία που το θέμα αναδείχθηκε προ μηνών και από τους «Financial Times», υπογραμμίζοντας μεταξύ άλλων πως το 91% των φαρμάκων που συνταγογραφούνται στις ΗΠΑ και το 70% στην Ευρώπη είναι γενόσημα και βιοομοειδή, δηλαδή σκευάσματα εκτός πατέντας και συνεπώς με μικρότερο περιθώριο κέρδους. Μάλιστα, στο ίδιο άρθρο οι αναλυτές κάνουν λόγο για μια «ραγισμένη αγορά» εξαιτίας των αδυναμιών στις αλυσίδες εφοδιασμού, των ελλείψεων σε πρώτες ύλες, των χαμηλών τιμών και συνεπακόλουθα του χαμηλού ενδιαφέροντος παραγωγής και διακίνησης «ασύμφορων» (με οικονομικούς όρους) φαρμάκων.