Η σαρωτική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ, ο έλεγχος της Γερουσίας και κατά πάσα πιθανότητα και της Βουλής των Αντιπροσώπων του δίνει αναμφίβολα ελευθερία κινήσεων στην εφαρμογή της πολιτικής του. Διαβάζοντας όμως διάφορες πρώτες αναλύσεις δημιουργείται η λανθασμένη εικόνα ότι αυτή η πολιτική «συγχορδία» αντιβαίνει στην αρχιτεκτονική των θεσμικών αντιβάρων του αμερικανικού Συντάγματος και δοκιμάζει τα όριά του. Μάλιστα γίνεται λόγος για αμερικανική «Δημοκρατία της Βαϊμάρης» και για την αρχή του τέλους της συνταγματικής τάξης στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Θεωρώ αυτές τις αναγνώσεις τουλάχιστον υπερβολικές. Αυτή η πολιτική συνθήκη μόνο πρωτόγνωρη δεν είναι. Εχει συμβεί σαράντα οκτώ φορές από το 1857, 25 φορές με τους Ρεπουμπλικανούς στην κυβέρνηση και 23 με τους Δημοκρατικούς. Η τελευταία φορά ήταν τα δύο πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Μπάιντεν. Σε αυτή την παρατήρηση κάποιοι θα αντιτείνουν ότι ο Τραμπ «ελέγχει» και το Ανώτατο Δικαστήριο – κάτι που ο Μπάιντεν δεν «ήλεγχε» – καθιστώντας τον απόλυτο και ανέλεγκτο κυρίαρχο της πολιτικής και της συνταγματικής τάξης.
Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε αυτές τις παρατηρήσεις. Είναι αλήθεια ότι η επιλογή των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο ορισμός τους από τον πρόεδρο με τη σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας έχει σαφές πολιτικό πρόσημο. Οταν όμως ορισθούν οι δικαστές αναλαμβάνουν τη θέση τους εφ’ όρου ζωής. Δεν «ελέγχονται» και είναι ανεξάρτητοι. Δεν προσβλέπουν στον διορισμό τους σε ανεξάρτητες αρχές μετά τη συνταξιοδότησή τους ή σε άλλα πολιτικά πόστα – όπως συμβαίνει αλλού –, μια προοπτική η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει – ως πειρασμός – τη δικανική τους κρίση. Με άλλα λόγια δεν «χρωστούν» τίποτα στον πρόεδρο που τους όρισε και ο τελευταίος δεν έχει τρόπο να τους «τιμωρήσει» ή να τους ασκήσει πίεση.
Θεωρώ λοιπόν απολύτως λανθασμένη την καταστροφολογία περί ανατολής εν δυνάμει δικτατορίας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, και αυτό για δύο βασικούς λόγους.
Πρώτον, ο πρόεδρος Τραμπ ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας θα ελέγχει σε μεγάλο βαθμό τη νομοθετική εξουσία, κάτι που συμβαίνει ως συνταγματική κανονικότητα σε χώρες όπως η Ελλάδα ή το Ηνωμένο Βασίλειο.
Δεύτερον και σημαντικότερο, η καταστροφολογία μάς εμποδίζει να εμβαθύνουμε και να κατανοήσουμε τους λόγους που οδήγησαν στην ιστορική επικράτηση του Ντόναλντ Τραμπ. Η κατανόηση αυτών των λόγων πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα για όλες τις ευνομούμενες φιλελεύθερες δημοκρατίες και προϋποθέτει ψύχραιμη και αντικειμενική ανάλυση όλων των δεδομένων.
Ο δρ Αρης Γεωργόπουλος είναι επίκουρος καθηγητής Δημοσίου και Ευρωπαϊκού Δικαίου της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Nottingham