Η επιτομή του ολοκληρωμένου μουσικού και παραγωγού

Κάποτε ο Μπόνο των U2 τον αποκάλεσε «το πιο κουλ πρόσωπο που έχω γνωρίσει ποτέ». Σίγουρα ήταν και αυτό, αλλά και πολλά περισσότερα. Ο Κουίνσι Τζόουνς έγραψε τη δική του μοναδική ιστορία που άρχισε να ξετυλίγεται το νήμα της με άγριες εικόνες. Μεγαλώνοντας στο South Side του Σικάγο και γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τις σκληρές συνθήκες της γειτονιάς, ο Κουίνσι Τζόουνς αναμετρήθηκε από μικρός με τον σκληρό κόσμο των συμμοριών. Ο γεννημένος στις 14 Μαρτίου 1933 στο Σικάγο Κουίνσι φιλοδοξούσε να γίνει γκάνγκστερ σαν αυτούς που έβλεπε στην υποβαθμισμένη γειτονιά που έμενε. Στα επτά του χρόνια είδε τη μητέρα του να οδηγείται σε ψυχιατρείο. Ο πατέρας του, ξυλουργός, ξαναπαντρεύτηκε και μετακόμισε με την οικογένεια στο Μπρέμερτον στην πολιτεία της Ουάσιγκτον, όπου ο νεαρός Κουίνσι ενεπλάκη στην παρανομία. Ωστόσο, το ταλέντο του και το ακαταμάχητο πάθος του για τη μουσική τον έσωσαν και τον οδήγησαν σε έναν δρόμο που τον έφερε από την αφάνεια στην κορυφή της αμερικανικής σόου μπίζνες, μετατρέποντάς τον σε έναν από τους πρώτους Αφροαμερικανούς που κατέκτησαν την παγκόσμια μουσική σκηνή. Οπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος το ενδιαφέρον του για τη μουσική γεννήθηκε στο Μπρέμερτον, όταν μαζί με μερικούς φίλους βρήκαν ένα πιάνο αφού μπήκαν κρυφά στο κοινοτικό κέντρο της περιοχής του την περίοδο του πολέμου.

Ξεκινώντας ως τρομπετίστας στη δεκαετία του ’50, ο Τζόουνς έφτασε να συνεργάζεται με κορυφαίες φιγούρες της τζαζ, όπως ο Μάιλς Ντέιβις και ο Ντίζι Γκιλέσπι, ενώ η ικανότητά του να προσαρμόζει ήχους και στυλ τον ανέδειξε γρήγορα σε έναν μουσικό οραματιστή. Η ευελιξία του και η διορατικότητά του τον οδήγησαν στη διεύθυνση ορχήστρας και στην παραγωγή, όπου άνοιξε πρωτοποριακούς δρόμους, μετατρέποντας τη μουσική σε όχημα που έφερε κοντά διαφορετικά είδη και κοινότητες.

Η ιστορική συνεργασία του με τον Φρανκ Σινάτρα, ιδιαίτερα στο άλμπουμ «Sinatra at the Sands», τον καθιέρωσε ως έναν από τους πιο σημαντικούς μαέστρους και παραγωγούς της εποχής του, ενώ η συνάντησή του με τον Μάικλ Τζάκσον δημιούργησε το «Thriller», το πιο επιτυχημένο άλμπουμ όλων των εποχών. Μαζί με τον Τζάκσον, ο Τζόουνς διαμόρφωσε ένα πρωτοφανές ηχητικό τοπίο, συνδυάζοντας στοιχεία ποπ, φανκ και R&Β, που άγγιξε το παγκόσμιο κοινό και καθόρισε τον ήχο μιας ολόκληρης γενιάς.

Αλλά η κληρονομιά του Τζόουνς δεν περιορίζεται στα ηχογραφήματα και τις συνεργασίες του με αστέρες. Με τα 28 βραβεία Γκράμι και τις 80 υποψηφιότητες, ο Τζόουνς δεν είναι μόνο ένας από τους πιο πολυβραβευμένους καλλιτέχνες· είναι και μια εμβληματική μορφή που άνοιξε τον δρόμο για την ένταξη και την εκπροσώπηση των μαύρων καλλιτεχνών στη μουσική βιομηχανία. Η πρωτοπόρα δράση του σε πολυπολιτισμικά μουσικά εγχειρήματα και η ίδρυση της Qwest Records συνέβαλαν στην προώθηση ταλαντούχων καλλιτεχνών που εκπροσωπούν τον πλούτο και τη διαφορετικότητα της σύγχρονης μουσικής σκηνής.

Ο σπουδαίος τζαζίστας Γιώργος Κοντραφούρης ανατέμνει την επιρροή και την κληρονομιά του Κουίνσι Τζόουνς, εκφράζοντας τη βαθιά του εκτίμηση για τον μεγάλο παραγωγό.

Η γνωριμία μου με τη μουσική του Quincy Jones ήταν μέσα από τη μικρή οθόνη. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ή το 1980 δεν μπορώ να θυμηθώ ακριβώς προβαλλόταν στην τηλεόραση μια αμερικανική σειρά που λεγόταν «Roots». Εκτός από τη συγκλονιστική υπόθεση της σειράς που κατά κάποιο τρόπο ήταν μια ανασκόπηση της αφροαμερικανικής ιστορίας, αυτό που μου έκανε τρομερή εντύπωση ήταν η – εκπληκτική και τόσο διαδραστική με την πλοκή – μουσική της σειράς.

Την ίδια περίπου εποχή κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Off the wall» του Michael Jackson και ανακαλύπτω ότι παραγωγός είναι ο Quincy Jones. Είχα αρχίσει τότε να ασχολούμαι με την jazz και άρχισα να ακούω τους πρώτους δίσκους του Quincy Jones σαν τρομπετίστα με την ορχήστρα του μεγάλου βιμπραφωνίστα Lionel Hampton καθώς και δίσκους με τη δική του μεγάλη μπάντα από τις δεκαετίες ’50 και ’60. Αργότερα όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος «Back on the Block» για μένα ήταν σαν ντοκιμαντέρ της αφροαμερικανικής μουσικής μέσα από τα βιώματα και την παρουσία του Quincy όλα αυτά τα χρόνια. Οι ρίζες ήταν εκεί, ακολουθούσε ο στέρεος κορμός που πάνω του μπορούσαν να καρποφορήσουν όλα τα φύλλα και τα παρακλάδια του μέλλοντος. Δεν είναι τυχαίο ότι το «Back on the Block» ψηφίστηκε το καλύτερο άλμπουμ της χρονιάς στα βραβεία Grammy το 1991. Ενα από αγαπημένα μου soundtracks ήταν η μουσική στην ταινία του Steven Spielberg «Color Purple». Μια μουσική που όχι μόνο υποστήριζε τη δράση αλλά σε πολλά σημεία γινόταν η μουσική η δράση και η εικόνα η υποστήριξη.

Πάντα για μένα ο Quincy Jones ήταν η επιτομή ενός ολοκληρωμένου μουσικού τόσο στο όργανό του που ήταν η τρομπέτα όσο και σαν παραγωγού που οσμιζόταν ακριβώς τι είχε ανάγκη κάθε δρώμενο.

Θα μπορούσα να μιλάω για τις αμέτρητες καταπληκτικές παραγωγές, συνεργασίες, ανακαλύψεις νέων ταλέντων (με τελευταία αυτή του Jacob Collier). Αυτό όμως που καταλαβαίνω είναι το πρωτοπόρο και ανήσυχο πνεύμα ενός μεγάλου καλλιτέχνη που έχει βιώσει απόλυτα όλες τις εποχές που έχει ζήσει και μπορεί και βλέπει τις επόμενες που θα έρθουν και με έναν τρόπο να τις καθορίζει. Εναν άνθρωπο που μέσα από τη δική του τέχνη μπόρεσε και συνέβαλε και σε άλλες τέχνες δημιουργώντας έναν αδιάσπαστο κόσμο. Μια γενιά φεύγει όλο και πιο πολύ αφήνοντας το πνεύμα της στις επόμενες.

Ο Γιώργος Κοντραφούρης είναι τζαζ πιανίστας