Γλυκόξινη απεραντοσύνη

Χρωστάω το ταξίδι στον Κώστα Γιαννακίδη. Εκείνον είχαν αρχικά καλέσει, επειδή όμως είχε ανειλημμένες υποχρεώσεις πρότεινε – τι φίλος! – εμένα. Μία εβδομάδα στην Κίνα, ποιος κάνει τέτοια δώρα; Η αεροπορική εταιρεία Juneyao, που εγκαινίασε πρόσφατα τη γραμμή Αθήνα – Σαγκάη. Ποιοι ήταν οι τυχεροί; Επτά επαγγελματίες του τουρισμού, ιδιοκτήτες ή στελέχη ταξιδιωτικών γραφείων. Και ένας γραφιάς που θα δημοσίευε τις εντυπώσεις του. Που θα άνοιγε την όρεξη του ελληνικού κοινού. Δεν μου ζήτησαν – εννοείται – ευθέως να πλέξω το εγκώμιο της Juneyao, πίστευαν ότι θα το κάνω αυθορμήτως.

Το κάνω. Μια χαρά εταιρεία είναι η Juneyao. Σε πάει με ασφάλεια και ταχύτητα, σε έντεκα μόλις ώρες, non-stop, στην άλλη άκρη του κόσμου. Εάν βέβαια περιμένεις να διανύσεις οκτώ χιλιάδες χιλιόμετρα πληρώνοντας ούτε οκτακόσια ευρώ – ούτε δέκα λεπτά το χιλιόμετρο – και να σου προσφερθεί κάτι περισσότερο από μια άνετη πολυθρόνα και δύο πρόχειρα γεύματα, αιθεροβατείς. Οταν στις πτήσεις σέρβιραν γκουρμέ, άνοιγαν σαμπάνιες και τα καθίσματα ήταν σαν θρόνοι, τα εισιτήρια κόστιζαν μέχρι και δεκαπλάσια. Πάνω από ηπείρους και ωκεανούς πετούσαν τότε μόνο οι πλούσιοι.

Σημασία έχει… ο προορισμός!

Διαψεύδω εν προκειμένω τον Καβάφη. Το ζήτημα δεν ήταν το ωραίο ταξίδι αλλά ο προορισμός. Είχα ακούσει για την Κίνα τα πιο παλαβά. Πως τρώνε φίδια και έντομα. Οτι εξαιτίας της ατμοσφαιρικής μόλυνσης δυσκολεύεσαι στις μεγάλες πόλεις να αναπνεύσεις. Το ανησυχητικότερο; Οτι το καθεστώς μπλοκάρει σχεδόν κάθε δυτικό τρόπο ενημέρωσης και επικοινωνίας, όχι μόνο τα social media, μα και την Google γενικά. Μου είχαν μάλιστα προτείνει κόλπα για να παρακάμψω το τείχος: να εγκαταστήσω το πρόγραμμα VPN, που σε εμφανίζει να συνδέεσαι από άλλη χώρα. Αχρείαστο αποδείχθηκε. Με το που προσγειώθηκα και άνοιξα το κινητό μου, είχα σήμα – καμπάνα. Και πρόσβαση απρόσκοπτη σε όλες τις εφαρμογές. Προφανώς επειδή ήμουν ξένος.

Περάσαμε τον έλεγχο διαβατηρίων χωρίς καθυστέρηση – η βίζα για τους Ελληνες έχει μόλις προ εβδομάδων καταργηθεί. Πριν βγούμε ωστόσο στον κινεζικό αέρα, μας πήραν τα δακτυλικά αποτυπώματα και των δύο χεριών. «Σιγά μη βασίζονταν στα αποτυπώματα!», θα μου έλεγε αργότερα ένας φίλος. «Διαθέτουν τις πλέον εξελιγμένες κάμερες. Σε αναγνωρίζουν όχι από την όψη μα από την κίνηση. Ακόμα και αν μεταμορφωθείς διά της πλαστικής χειρουργικής, οι υπηρεσίες ασφαλείας τους θα σε ταυτοποιήσουν!».

Με τον πληθυσμό της να έχει μέσα σε τρεις δεκαετίες αυξηθεί δυόμισι φορές, να υπερβαίνει πλέον τα τριάντα εκατομμύρια, η Σαγκάη είναι ένα απέραντο εργοτάξιο. Οπου και αν στρέψεις το μάτι, μετράς γερανούς. «Μέχρι το 2000 εδώ είχε βάλτους και χωράφια. Κοιτάξτε τι χτίσαμε!», σου λέει περήφανα ο ξεναγός και σου δείχνει έναν ουρανοξύστη σχεδιασμένο ώστε να αντέχει σε αεροπορική επίθεση παρόμοια με της 11ης Σεπτεμβρίου. «Η φωτιά δεν μεταδίδεται από όροφο σε όροφο ούτε η στατική επάρκεια χάνεται, ακόμα και αν βομβαρδιστεί…».

Μας πηγαίνουν έπειτα στον τρίτο ψηλότερο πύργο διεθνώς, ο πρώτος βρίσκεται στο Ντουμπάι και ο δεύτερος στη Μαλαισία. Με το ταχύτερο ασανσέρ του κόσμου – 18 μέτρα το δευτερόλεπτο – εκτινασσόμαστε σε λιγότερο από ένα λεπτό στην κορυφή του. Στο εκατοστό εικοστό όγδοο πάτωμα. Το παρατηρητήριό του έχει σχεδιαστεί με πρότυπο, προφανώς, το αντίστοιχο του Empire State Building. Θέλει η Σαγκάη γενικά να μοιάσει στη Νέα Υόρκη. Ως και τα μπαρ με τα malt ουίσκι και τους δίσκους βινυλίου έχουν έναν αέρα βίλατζ. Και οι Κινέζοι;

Εννέα με εννέα, έξι μέρες την εβδομάδα

Οι άνω των εξήντα συχνάζουν στα πάρκα. Ανάμεσα σε άψογα φροντισμένα δέντρα, παραδεισένια λουλούδια, γυμνάζονται ομαδικά από πολύ νωρίς. Ενας παριστάνει ότι παίζει τένις, αποκρούει, σερβίρει, μπαλάκι όμως δεν υπάρχει. Αλλοι χορεύουν στις οκτώμισι το πρωί, τανγκό, βαλς – τα ζευγάρια αλλάζουν διαρκώς, κοκέτες κυρίες, τσαχπίνηδες κύριοι… Μετά πηγαίνουν στον μπαρμπέρη, τους κουρεύουν υπαιθρίως, τους μετρούν στη συνέχεια και την πίεση.

Οι νεότεροι; «Ωράριο εννέα με εννέα, έξι μέρες την εβδομάδα. Ειδάλλως δεν επιβιώνεις», μου δηλώνει ένας φίλος φίλου, επιχειρηματίας, σπουδαγμένος στην Αμερική. «Στην Ευρώπη», του αντιτείνω, «κουβεντιάζουμε για μείωση των ωρών εργασίας, χάρη στις νέες τεχνολογίες». «Εκεί τα κάνετε όλα απελπιστικά αργά…», χαμογελάει συγκαταβατικά. «Και οι λιγότερο ανταγωνιστικοί από εσάς;». «Στην Κίνα, στις πόλεις, το μέσο εισόδημα αντιστοιχεί σε εξακόσια ευρώ. Τσίμα τσίμα τη βγάζεις, είσαι ένας ζορισμένος μικροαστός. Αν τώρα δεν σου φτάνουν για νοίκι, υπάρχουν και οι κοινωνικές κατοικίες. Μία κάμαρα και η τουαλέτα κοινόχρηστη. Αστεγους πάντως δεν έχουμε. Ούτε ζητιάνους». Πώς να έχουν εφόσον η επαιτεία απαγορεύεται αυστηρά; Είδα φτωχούς. Δουλεύουν οδοκαθαριστές, κρατούν ένα κοντάρι με ένα καρφί στην άκρη και μαζεύουν από την άσφαλτο τα χαρτιά και τα αποτσίγαρα.

Μία βραδιά στο χοτ Kezee

«Ετοιμάσου το βράδυ να σε γλεντήσω!». Με βάζει σε μια λιμουζίνα, ο σοφέρ με πηλήκιο, και κατευθυνόμαστε προς το πιο χοτ κλαμπ της Σαγκάης. Το Kezee. Πρόκειται για ένα πολυώροφο μολ διασκέδασης. Η πινακίδα στην είσοδο το αναγγέλλει περήφανα: «Εδώ σας γεμίζουμε με χαρούμενη ενέργεια». Η κεντρική του αίθουσα θυμίζει σκανδαλωδώς αθηναϊκή πίστα, το Nox συγκεκριμένα της Ιεράς Οδού. Απλώς οι τραγουδιστές λένε διεθνείς ποπ επιτυχίες. Μαζί με τους ξεναγούς είναι οι μόνοι που άκουσα να μιλάνε αγγλικά, οι δυτικές γλώσσες δυσκολεύουν τρομακτικά τους Κινέζους – κι εμείς δεν έχουμε το αντίστοιχο πρόβλημα; Ευτυχώς υπάρχουν πλέον οι εφαρμογές αυτόματης μετάφρασης.

Μας περιμένει στο Kezee τραπέζι οκτώ ατόμων – γιατί; – διότι καταφθάνουν έξι καλλονές, κάτω των είκοσι πέντε, με μικροσκοπικά σορτς και αποκαλυπτικά ντεκολτέ. Ο οικοδεσπότης παραγγέλνει κρασιά και μεζέδες. Απλώνει την αρίδα του στον καναπέ, τσουγκρίζει – «εβίβα!» κι «εβίβα!» – κάθε τρία λεπτά. Βγάζει από την τσέπη του ένα ξύλινο ποτήρι και ζάρια, ενθουσιάζονται τα κορίτσια με το μπαρμπούτι, εγώ δοκιμάζω κάτι καφετιά αβγουλάκια, ποιος ξέρει από τι πουλί, νοστιμότατα πάντως… Η Σαλίνα, μια δίμετρη από τη Μαντζουρία, όπου γεννιούνται – μαθαίνω – κούκλες και κούκλοι, με πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής. «You are so beautiful!», πληκτρολογεί στο κινητό της και με ζαχαρώνει λες και είμαι ο Σάκης Ρουβάς στα νιάτα του. Ενα τόσο σικέ παιχνίδι προξενεί αμηχανία. Εως και δυσφορία. Σηκώνομαι να πάω στην τουαλέτα, ο σερβιτόρος – υπηρέτης μου («this is your servant», μου τον παρουσίασαν) με συνοδεύει, μου φωτίζει με έναν φακό, κι ας μην έχει σκοτάδι. Ενώ ουρώ, εκείνος στέκεται δίπλα μου. Προσοχή. Κρατάει ένα μωρομάντιλο και μια τσίχλα. Αμ για να σκουπιστώ, αμ για να δροσίσω την αναπνοή μου, πώς θα φιλήσω τα κορίτσια; Φεύγω σχεδόν τρέχοντας από τον ναό της διασκέδασης. Ο ταξιτζής, που μου κάνει παζάρια και βόλτες για να γράψει το ρολόι περισσότερα, με επαναφέρει στον αληθινό κόσμο.

Ούτε σκορπιοί ούτε κατσαρίδες

Η φιλοξενία της Juneyao δεν περιλαμβάνει – εννοείται – τέτοιες χλιδές. Μας τραπεζώνουν σε αξιοπρεπέστατα εστιατόρια με δείπνα των επτά πιάτων, χώρια οι σούπες. Ούτε σκορπιοί ούτε κατσαρίδες. Μοσχάρι, χοιρινό, κοτόπουλο. Ψάρια, σαν κι εκείνα που είδα λίγο πριν να κολυμπούν βαριεστημένα μέσα στα ενυδρεία του καταστήματος. Περιχυμένα όλα με τη γλυκόξινη σάλτσα που καλύπτει τις ιδιαίτερες γεύσεις. Και ενοχοποιείται για το υψηλό σάκχαρο του πληθυσμού. Η πάπια Πεκίνου, το καμάρι της κινεζικής κουζίνας, μπουκώνεται εκ γενετής ώσπου να φτάσει τα έξι κιλά και να σφαγεί. Το λίπος της είναι περισσότερο από το ψαχνό της. Νερό και μπίρα σε θερμοκρασία δωματίου, δεν κρίνουν την ψύξη απαραίτητη.

Οι κινέζοι συνδαιτυμόνες αμολάνε φράσεις για την πατροπαράδοτη φιλία μεταξύ των δύο λαών, για τους πανάρχαιους πολιτισμούς μας, για τις σχέσεις μας που πρέπει να συσφιχθούν. Τίποτα απολύτως το προσωπικό, βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία με τα κοστούμια και με τις γραβάτες τους. Κάθε Κινέζος άλλωστε έχει ένα αγγλικό όνομα – Τζακ, Αλαν – που το χρησιμοποιεί σαν μάσκα στις συναναστροφές του με τους ξένους. Στα λόμπι των ξενοδοχείων, στο μετρό (πριν μπεις, περνάς από σωματικό έλεγχο), στους δρόμους οι ντόπιοι αποφεύγουν τη βλεμματική επαφή. Δεν ανταποδίδουν το χαμόγελό σου, παραμένουν τελείως ανέκφραστοι. Δεν μπορεί, θα έχουν διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας. Αν μείνεις εδώ για καιρό, ίσως να τους αποκρυπτογραφήσεις.

Εγερση κάθε μέρα στις εξίμισι. Οταν ταξιδεύεις ως τουρίστας, σε μακρινούς ιδίως τόπους, οφείλεις να επιμορφωθείς. Να ακούσεις από τους ξεναγούς για τα παλάτια, τα οχυρά, τους πίνακες και τα αγάλματα. Να σκαρφαλώσεις, να καταδυθείς, να ξεροσταλιάσεις σε ουρές. Ας μην γκρινιάζω. Και το μοναστήρι στη Σαγκάη – όπου οι πιστοί καίνε σανταλόξυλα και αφήνουν φρούτα εμπρός στο άγαλμα του τρισευτυχισμένου και τετράπαχου Βούδα – με γοήτευσε, μου κέντρισε το ενδιαφέρον για τη φιλοσοφικότερη των θρησκειών.

Στο Πεκίνο και στο Σινικό Τείχος

Και τα θερινά ανάκτορα στο Πεκίνο, με τα πανέμορφα περίπτερά τους στις όχθες μιας μεγάλης λίμνης, μου δημιούργησαν ρεμβαστική διάθεση. Και στο Σινικό Τείχος αξιώθηκα να ανέβω με τελεφερίκ. Περισσότερο – το ομολογώ – με εντυπωσίασε η διαδρομή, δυόμισι ώρες σε μια εθνική οδό που θύμιζε σκανδαλωδώς ελληνική επαρχία, αυθαίρετες οικοδομές με αναβοσβήνουσες ταμπέλες, «ελάτε να ξαποστάσετε και τα βλαστάρια σας θα παίξουν στον παιδότοπό μας», μαγαζιά με αναμνηστικά μπιχλιμπίδια και καφέδες σε πλαστικό… Ευθύνεται άραγε η παγκοσμιοποίηση ή είναι ο Homo sapiens παντού και πάντα, στον πυρήνα του, μικρέμπορος;

Μου έλεγαν πως το Πεκίνο αποπνέει κάτι το βαρύ. Το καθεστωτικό. Σε σύγκριση πράγματι με τα γραφεία του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Σαγκάη που θύμιζαν έκθεση επίπλων, η πλατεία Ουράνιας Γαλήνης, στην οποία ο Μάο ανήγγειλε το 1949 την ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας και τα τανκς κατέστειλαν το 1989 τους άοπλους εξεγερμένους φοιτητές, η πλατεία Τιεν Αν Μεν, σε εντυπωσιάζει. Ή σε ζαλίζει με την απεραντοσύνη της.

Γενιές από «πριγκίπισσες» και «πρίγκιπες»

Οπως και τα στατιστικά δεδομένα. Οταν ο πληθυσμός της χώρας τείνει προς το ενάμισι δισεκατομμύριο, προφανώς υπάρχουν δεκάδες εκατομμύρια μεγιστάνες που επιδεικνύουν τον πλούτο τους και αναζητούν επενδυτικές ευκαιρίες όπου γης. Ας μην ξεχνάμε ότι όλοι οι Κινέζοι από σαράντα πέντε μέχρι δέκα χρονών είναι μοναχοπαίδια. Η απαγόρευση απόκτησης δεύτερου παιδιού δημιούργησε δύο γενιές από «πριγκίπισσες» και «πρίγκιπες» που δεν τους πολυαρέσει να μοιράζονται. Η πολιτική κυριαρχία του Κόμματος βάζει ίσως ένα χαλινάρι στον άνευ όρων καπιταλισμό. Λειτουργεί μάλλον το Κόμμα και ως μοχλός κοινωνικής κινητικότητας, τα αξιώματα συνήθως δεν κληρονομούνται όπως οι περιουσίες. Ο Μάο πάντως σε κοιτάει ακόμα από τα χαρτονομίσματα, τα πορτρέτα στους τοίχους, ακόμα και από τις κονκάρδες με το πρόσωπό του που φοράει το προσωπικό σε ένα μοδάτο εστιατόριο στο Πεκίνο. Παραμένει στη συνείδησή τους ο Μεγάλος Τιμονιέρης ή έχει γίνει μία καλτ φιγούρα; Αδιευκρίνιστο.

Μια… κανονική κινεζική οικογένεια

«Σπουδαία τα μνημεία σας!», λέω στον ξεναγό μας. «Εγώ όμως θα ήθελα να δω και πώς ζει μια κανονική κινεζική οικογένεια». Το επόμενο απόγευμα μας πάει στο Χουτόν, τη συνοικία πίσω από την Απαγορευμένη Πόλη, η οποία δεν έχει ανοικοδομηθεί. Εχει κηρυχθεί διατηρητέα. Σοκάκια, χαμηλά σπίτια, ποδήλατα και μοτοσακό. Κοπελίτσες που πηδάνε σκοινάκι, νήπια που κυνηγιούνται μυξιασμένα.

«Ακολουθήστε με!», μας βάζει ο ξεναγός σε μια μικρή στοά, αυλίτσα πιο σωστά, όπου κατοικεί – μας πληροφορεί – η οικογένεια Λι. Μαμά, μπαμπάς και θυγατέρα. Με τις γλάστρες, τη σόμπα, τα καφασωτά και τα σκαμνάκια, θυμίζει σκηνικό από νεορεαλιστικό έργο, από θεατρικό του Καμπανέλλη. Η κυρία Λι μάς έχει ήδη σερβίρει το τσάι στο τραπέζι με το νάιλον λουλουδάτο κάλυμμα. Κάθεται μπροστά σε ένα όργανο που θυμίζει σαντούρι και μας παίζει όχι το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» αλλά ένα παραδοσιακό κινεζικό, μια μουσική ακατάληπτη στα αφτιά μου. Αφού τη χειροκροτήσουμε, μας αφήνει να περιηγηθούμε το τσαρδάκι της. Μες στο σαλόνι αντικρίζω ροτόντες από φορμάικα, στρωμένες. «Περιμένουν αργότερα ένα γκρουπ Καναδών», μου εξηγεί ο ξεναγός.

«Μη γίνεσαι αφελής», μου κλείνει το μάτι η πολύπειρη ταξιδιώτισσα Μαρία. «Ρόλο παίζουν. Πιθανόν να μην κατοικούν καν εδώ. Γιατί όμως σε χαλάει; Η προσδοκία του “γνήσιου” αποτελεί την αφελέστερη αυταπάτη του δυτικού ανθρώπου, του ξεδοντιασμένου απογόνου των αποικιοκρατών. Τι νόημα έχει, έτσι κι αλλιώς; Εκ γενετής μιμούμαστε, ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό μας. Ιδού λοιπόν μια γνήσια απομίμηση ενός τρόπου ζωής που πιθανόν να μην υπήρξε και ποτέ. Απόλαυσέ την!».