Λάθος πόρτες

Δεν θα ήθελα να σας κουράσω κι εγώ με την ανάλυσή μου απέναντι στον τυφώνα Τραμπ που ενέσκηψε για δεύτερη φορά στον Λευκό τον Οίκο. Αρκετά ακούσαμε, αρκετά διαβάσαμε αρκετά είδαμε. Το γυρίσαμε από δω, το γυρίσαμε από κει, το αναλύσαμε από αριστερά, απ’ τα δεξιά, απ’ τα μπρούμουτα κι από τ’ ανάσκελα. Σώνει πια. Αλλο. Αλλο; Θα ήθελα αν σας βρίσκεται κάτι πιο απλό, πιο κόμοδο, πιο ένδυμα περιπάτου. Σε σάπιο μήλο τι έχετε;

Εγώ θα σας πρότεινα κάτι σε matinee. Σε αυτό το είδος έχουμε σε τιμή ευκαιρίας έναν κύριο Δήμαρχο, Δούκας ονόματι, ο οποίος μετά την πανωλεθρία της υποψηφιότητάς του ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να φέρεται με το ίδιο υψιπετές ύφος και το ανάλογο πνεύμα.

Προχθές μετά το επεισόδιο στο κλαμπ με τους μαθητές ντίρλα να πέφτουνε σαν τα κοτόπουλα από τις μπόμπες που τους πότισαν στο μαγαζί, είπε ως όφειλε ο Δήμαρχος των Αθηνών να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Και άμ’ έπος άμ’ έργον, την άλλη μέρα πρωί πρωί πήρε μαζί του τους πιο στενούς του συνεργάτες, τουτέστιν τρεις κάμεραμαν, τέσσερις δημοσιογράφους (δεν ξέρω αν ήταν κι ανάμεσά τους αυτός ο ψηλέας με τη μαλούπα που στήνεται πάντα δίπλα στον συνεντευξιαζόμενο πρώτη μούρη), μια ντουζίνα φωτορεπόρτερ, μια τσατσάρα, ψιλή ψιλή για να διατηρεί το ευθύγραμμον της χωρίστρας του, και κατέφθασε στο επίμαχο σημείο. Στο άντρο της παρανομίας.

Στήθηκαν οι κάμερες, βγήκαν τα μικρόφωνα περάσανε την αλυσίδα στην πόρτα, αν και δεν ήταν αλυσίδα ακριβώς, ένα τέλος πάντων σαν πλαστικό υποκατάστατό της. Αρχισε τις πόζες ο Δουξ, να οι ανφάς, να τα τρία τέταρτα, να τα προφίλ, τα μπούστα, τα αμερικάνικα, όλα τέλεια. Βάλανε και το λουκέτο στο μαγαζί και η χωρίστρα αλφάδι.

Ολος ο Τύπος, όλα τα σάιτ, όλα τα κανάλια. Ο ΔΟΥΚΑΣ ΣΦΡΑΓΙΣΕ ΤΟ ΚΛΑΜΠ.

Και όντως το σφράγισε. Μόνο που δεν ήταν αυτό περί του οποίου επρόκειτο. Ηταν το διπλανό του. Αλλο αντ’ άλλου κλαμπ σφράγισε ο άρχων της πόλης. Πήγε ο ιδιοκτήτης να το ανοίξει το βράδυ, το βρήκε με λουκέτο. Εβαλε τις φωνές, κατέβασε μερικά καντήλια, πήρε τηλέφωνα αστυνομίες, τη μαφία της γειτονιάς του μπας και ξέρει τίποτα. Κανείς δεν είχε ιδέα.

Κάποια στιγμή το πήρε πρέφα το Δημαρχείο, ποιος τους το σφύριξε γύρευε, και την άλλη μέρα, μπονόρα μπονόρα, πήγανε, όχι ο Δήμαρχος, όχι βέβαια, μόνο κάτι υπάλληλοι στα μουλωχτά, ξεσφραγίσανε τη λάθος πόρτα και πήγανε και βάλανε το λουκέτο στην άλλη. Κι ούτε ένας δημοσιογράφος, μια κάμερα, έστω από κινητό, ούτε τίποτα. Ετσι στα βουβά έγινε η δουλειά, κι ούτε γάτα, ούτε ζημιά.

Κι όταν φύγανε όλοι έμεινε μόνο μια ξεχασμένη τσατσάρα στο πεζοδρόμιο να τη σέρνει πέρα δώθε ο αέρας για να θυμίζει το πέρασμα του ανδρός από τον λάθος δρόμο.

(Και μην ακούσω, γιατί με τρώει η γλώσσα μου κι εμένα, όλο λέω μη γράψω για τον Τραμπ και δεν κρατιέμαι. Μην ακούσω λοιπόν ότι κάτι γελαδάρηδες στις επαρχίες τις Αμερικής αποφασίζουν για τις τύχες μας, γιατί και για την τύχη του ΠΑΣΟΚ η επαρχία ψήφισε, δεν ψήφισε ούτε η Θεσσαλονίκη ούτε η Αθήνα. Γκέγκε; Επίσης την Τρίτη το βράδυ χάθηκε μια ατζέντα χρώματος γουόκ. Ο ευρών αμειφθήσεται.)

Τι να κάνω κι εγώ;

Χαιρετώ.