Νικητές και ηττημένοι

Υπάρχουν άραγε νικητές και ηττημένοι; Σίγουρα υπάρχουν. Νικητές θα έλεγα είναι όσοι και όσες στοιχημάτισαν το 2015 στην εκδοχή της αριστερής παρένθεσης. Χρειάστηκαν τέσσερα περίπου ολόκληρα χρόνια διακυβέρνησης για να διαψευσθεί προσωρινά με ορόσημο τις εκλογές του 2019 όπου και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση της επιβεβαίωσής της. Η τετραετία που ακολούθησε ήταν για τον ΣΥΡΙΖΑ μια περίοδος εξαιρετικής χάριτος που τη σπατάλησε ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό τη συνταγή που τον έφερε στην εξουσία ενώ αφενός η συγκυρία είχε αλλάξει και αφετέρου ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κυβερνήσει λερώνοντας τα χέρια του με μνημονιακά μέτρα ή και με πολιτικές που αν και είχε καταγγείλει, υποχρεώθηκε να ακολουθήσει. Οι εκλογές του 2023 έστω και καθυστερημένα δικαίωσαν τους οπαδούς της αριστερής παρένθεσης μεγαλώνοντας την απόσταση ανάμεσα στη ΝΔ και στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές όμως που τους αποθέωσαν και διεύρυναν το ακροατήριό τους ακόμα και ανάμεσα στους αριστερούς πολίτες αυτής της χώρας ήταν οι εξελίξεις του τελευταίου χρόνου με αποθέωση όσα οδήγησαν και όσα διαδραματίστηκαν στο πρόσφατο συνέδριο. Αυτά κλόνισαν και τον πυρήνα των ψηφοφόρων του. Χαμένοι είμαστε λοιπόν όσοι και όσες από τα νιάτα μας επιλέξαμε την Αριστερά και παρά τις δυσκολίες, τις διαψεύσεις και την προσγείωση που έρχεται με την ηλικία, παραμείναμε με λογική και συναίσθημα στους χώρους της Αριστεράς θεωρώντας την παρουσία της αναγκαία για έναν καλύτερο κόσμο. Τόσο γενικόλογα για να μας χωρέσει όλους και όλες.

Για να υπάρξει ελπίδα χρειάζονται ριζικές τομές στη φυσιογνωμία, στις πολιτικές και στον τρόπο λειτουργίας. Ο πάτος του βαρελιού είναι ενδεχομένως η ευκαιρία που έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ και το 2019 και το 2023 να επισκεφθεί και να επικαιροποιήσει τις γενέθλιες ιδέες κάτω από το φως της κυβερνητικής του εμπειρίας αλλά και όσης απέκτησε ως Αριστερά με κυβερνητική προοπτική. Είναι η συγκυρία να οριοθετηθεί ως το πολιτικό ρεύμα που αντιπαρατίθεται κάθετα στη βίαιη ανακατανομή των εισοδημάτων των πολιτών προς όφελος των οικονομικά ισχυρών, που υπερασπίζεται το εισόδημα αλλά και τα όλα τα κοινωνικά και ατομικά δικαιώματα για ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά που δεν διστάζει να υποστηρίξει κυβερνητικές πρωτοβουλίες που κινούνται στο πλαίσιο της ειρηνικής διευθέτησης των διαφορών μας με τις γειτονικές χώρες απέναντι στις ακροδεξιές πιέσεις που δέχεται στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Ο Μητσοτάκης είναι αλήθεια ότι κοιμάται όπως έστρωσε αλλά δεν μπορεί αυτή η εκτίμηση να υποκαθιστά την πολιτική της Αριστεράς και πολύ περισσότερο δεν είναι ανεκτό οι ανακοινώσεις του κόμματος να συναγωνίζονται τις δηλώσεις του Σαμαρά ή του Βελόπουλου για τον ελληνοτουρκικό διάλογο ή για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Αυτός είναι χυλός από τον οποίο δεν έχει να κερδίσει τίποτα η προοδευτική παράταξη. Αντίθετα κανονικοποιεί την ακροδεξιά ρητορική και την κάνει ισχυρότερη.

Χρειαζόμαστε ένα κόμμα σύγχρονης Αριστεράς, που έχει οράματα αλλά εξαγγέλλει όσα μπορεί να εφαρμόσει, που δεν κρύβει κάτω από το χαλί τα καυτά θέματα όπως για παράδειγμα το Μεταναστευτικό, που λειτουργεί δημοκρατικά με ζωντανές οργανώσεις μελών και που επιλέγει οπτική για να ασκήσει αντιπολίτευση. Χρειαζόμαστε ένα ΣΥΡΙΖΑ που διδάχθηκε από τα λάθη του και που κάνει ακόμα και την πρόσφατη οδυνηρή εμπειρία του ευκαιρία για την ανασυγκρότησή του. Και που θα είναι παρών στα προσκλητήρια για τη σύμπραξή του σε ένα μεγάλο προοδευτικό μέτωπο.

Και όλα τα παραπάνω όχι για να σωθεί το κόμμα που ακούει στο όνομα ΣΥΡΙΖΑ αλλά διότι η κοινωνία θα είναι φτωχότερη – και πραγματικά και μεταφορικά – χωρίς μια Αριστερά με κυβερνητική προοπτική.

Η Μαρία Ρεπούση είναι ιστορικός στο ΑΠΘ, μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία