Εκτός κυβερνητικού ραντάρ…

Στην πρακτικά ακέφαλη κυβερνητικά Γερμανία υπολογίζουν ήδη το κόστος για την οικονομία τους από τους δασμούς που προετοιμάζει να εφαρμόσει ο πρόεδρος Τραμπ. Εκτιμούν ότι θα χάσουν ετησίως περίπου το 1% του ΑΕΠ τους, καθώς η επιβολή τους θα πλήξει τη μεγάλη τους δύναμη, την πανίσχυρη αυτοκινητοβιομηχανία τους. Ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έδωσε χθες από το Μπακού μια άλλη οπτική των πραγμάτων, πολύ πιο ενθαρρυντική. Είπε στο Bloomberg ότι ένας εμπορικός πόλεμος θα ήταν κακός τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Ευρώπη. Χρησιμοποίησε δε το παράδειγμα ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί να εισαγάγει (και οι ΗΠΑ να εξαγάγουν) περισσότερο LNG από τις ΗΠΑ για να το χρησιμοποιήσει ως μεταβατική πηγή ενέργειας έως ότου η περιοχή πετύχει τους στόχους της για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Συμπληρώνοντας με νόημα ότι μπορεί να βρεθεί βάση συνεννόησης με τον νέο αμερικανό πρόεδρο ή τέλος πάντων να κυλήσουν πιο ήπια τα πράγματα. Και μάλλον έχει δίκιο.

Το πρόβλημα για την Ευρωπαϊκή Ενωση και τη βιομηχανία της δεν είναι για την ώρα όμως ο Τραμπ αλλά μάλλον ο κακός της εαυτός. Η μεγάλη κατρακύλα στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της σε σχέση με αυτά των ΗΠΑ δεν έγινε άλλωστε επί της πρώτης περιόδου Τραμπ, κατά την οποία επίσης είχαμε δασμούς. Αλλά στο μεσοδιάστημα, όταν ο σημερινός πρόεδρος Μπάιντεν ενεργοποίησε το υπερόπλο των 400 δισ. ευρώ ενεργειακών επιδοτήσεων για τις επιχειρήσεις που βρίσκονταν σε αμερικανικό έδαφος.

Ο Μάριο Ντράγκι στην περίφημη έκθεσή του έχει αντιτάξει την ανάγκη κάλυψης του επενδυτικού κενού στην Ευρωπαϊκή Ενωση, το οποίο ξεπερνά τα 800 δισ. ευρώ. Για την ώρα το συζητάμε, αλλά το πιθανότερο είναι να περιοριστούμε μόνο σε θεωρητικές κουβέντες.

Εδώ στην Ελλάδα, συζητάμε επίσης ξανά τη βιομηχανική μας πολιτική, ύστερα από καιρό. Λίγο το γεγονός ότι έχουμε νέα ηγεσία στον ΣΕΒ, λίγο ότι ο τουρισμός δείχνει «κόπωση» στην αύξηση των μεγεθών του, κυρίως όμως η διεύρυνση ξανά του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας (έφτασε τα 20 δισ. ευρώ στο οκτάμηνο του έτους), έχουν κάνει επίκαιρη την ανάγκη αναζωογόνησής του. Στην κυβέρνηση δείχνουν αιφνιδιασμένοι από τα πολλά αιτήματα για κινητροδότηση της εγχώριας βιομηχανίας, με τελευταία αυτά της Ελληνικής Ενωσης Επιχειρηματιών. Για κάποιον λόγο θεωρούν πως έχουν κάνει ό,τι έπρεπε να κάνουν και δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω. Σαν να μην είναι στο ραντάρ τους. Ρίχνουν εμφανώς το βάρος τους σε άλλες παραγωγικές τάξεις, τη στιγμή που οι ίδιοι κατηγορούν την Ευρωπαϊκή Ενωση για ολιγωρία στη βιομηχανική πολιτική. Κι όμως, τα προβλήματα είναι πολλά και η υστέρηση μεγάλη. Ανάλυση του ΙΟΒΕ έδειξε ότι η συμμετοχή της εγχώριας μεταποιητικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ είναι η τέταρτη χαμηλότερη μεταξύ των κρατών-μελών και η πέμπτη χαμηλότερη σε σχέση με την απασχόληση.

Ο τομέας μπορεί να προοδεύει την τελευταία τριετία, αλλά η παραγωγικότητά του μειώνεται. Και πώς να γίνει διαφορετικά, όταν η ένταξη των νέων τεχνολογιών, όπως της τεχνητής νοημοσύνης, που αυξάνουν την παραγωγικότητα, είναι πολύ ακριβή. Και σοβαρή πολιτική αποσβέσεων δεν υπάρχει στη χώρα. Μιλάμε επίσης για ελλείψεις προσωπικού ή αδυναμία χειρισμού των νέων τεχνολογιών και τα κονδύλια αναβάθμισης των ψηφιακών και τεχνολογικών δεξιοτήτων χειρίζονται άνθρωποι εκτός της παραγωγικής δραστηριότητας. Στη διάσκεψη της ΕΕΝΕ ένας επιχειρηματίας από τον χώρο του τροφίμου θύμισε ότι στη μονάδα του, η οποία βρίσκεται σε μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανικές περιοχές της χώρας, αυτή της Θεσσαλονίκης, δεν έχει προβλεφθεί ούτε η συγκοινωνιακή κάλυψη, προκειμένου οι εργαζόμενοι να μπορούν έστω να πάνε στη δουλειά τους…