Τα μέσα ενημέρωσης και οι αμερικανικές εκλογές

Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ θα μπορούσε να αποτελέσει καθοριστική καμπή για τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Τραμπ και οι σύμμαχοί του διατήρησαν εχθρική στάση απέναντι στους δημοσιογράφους, απειλώντας να αποκλείσουν όσους θεωρούσαν εχθρικούς και να ανακαλέσουν τις άδειες εκπομπής μεγάλων τηλεοπτικών δικτύων. Η στάση αυτή αντανακλά μια ευρύτερη αλλαγή στην αντίληψη των Ρεπουμπλικανών για τα μέσα ενημέρωσης, η οποία έχει γίνει πολύ πιο αρνητική σε σχέση με την πρώτη προεδρική εκστρατεία του Τραμπ. Σύμφωνα με έρευνες, περίπου τέσσερις στους δέκα Ρεπουμπλικανούς και ανεξάρτητους που πρόσκεινται στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα δηλώνουν πλέον ότι έχουν ελάχιστη ή καθόλου εμπιστοσύνη στους εθνικούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς, έναντι 70% που είχε παρόμοια στάση το 2016.

Επιπλέον, οι Ρεπουμπλικανοί ήταν σημαντικά λιγότερο πιθανό από τους Δημοκρατικούς να δηλώσουν ότι τα μέσα ενημέρωσης έκαναν καλή δουλειά στην κάλυψη των εκλογών του 2020 και του 2024. Από τον Μάρτιο του 2016 έως τον Αύγουστο του 2022, το ποσοστό των αμερικανών ενηλίκων που παρακολουθούν ειδήσεις «συνεχώς ή σχεδόν συνεχώς» μειώθηκε από 51% σε 38%, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Pew. Το ένα τρίτο των αμερικανών ενηλίκων δήλωνε το 2022 ότι παρακολουθεί ειδήσεις τουλάχιστον «μερικές φορές», ενώ μόλις τρεις στους δέκα ανέφεραν ότι δίνουν προσοχή στις ειδήσεις «σπάνια» ή «σχεδόν ποτέ».

Στις ΗΠΑ, η επιστροφή του Τραμπ προκαλεί ανησυχία, καθώς τίθεται το ερώτημα για τον ρόλο των μέσων ενημέρωσης τόσο στην προεκλογική περίοδο όσο και στα επόμενα χρόνια. Ο Τραμπ συχνά συνδέεται με την άνοδο των αποκαλούμενων «ειδησεογραφικών ερήμων» στις μικρές πόλεις της Αμερικής, ενώ τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης δέχονται κριτική από όλο το πολιτικό φάσμα για τον τρόπο κάλυψης της πολιτικής σκηνής. Αναλυτές επισημαίνουν ότι στις εκλογές του 2024, η προσωπικότητα του Τραμπ, ως εμβληματική φιγούρα της λαϊκής κουλτούρας, του προσέφερε πρόσβαση σε κοινά που παραμένουν απρόσιτα για τους παραδοσιακούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στους νεότερους, οι οποίοι αντλούν τις πληροφορίες τους κυρίως από πλατφόρμες όπως το TikTok, το YouTube ή από podcasters και influencers.

Η αυξανόμενη εξάρτηση των ψηφοφόρων από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αντί των παραδοσιακών ειδησεογραφικών μέσων συνδέεται με την υποβάθμιση της ποιότητας της ενημέρωσης. Πολλοί αποφεύγουν πλέον τα έγκριτα και επαγγελματικά μέσα ενημέρωσης, καταφεύγοντας αντ’ αυτού σε περιεχόμενο από τα κοινωνικά δίκτυα. Ο Τραμπ αξιοποίησε αυτήν την τάση, στρεφόμενος σχεδόν αποκλειστικά στα κοινωνικά μέσα και τα podcast, ενώ οι νεότερες γενιές καταναλώνουν κυρίως οπτικοακουστικό περιεχόμενο, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στη βαθύτερη ανάλυση.

Η υποστήριξη του Τραμπ από δημοφιλείς podcasters, όπως ο Τζο Ρόγκαν, αποδεικνύει τη σημασία αυτής της στρατηγικής, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί προσπαθούσαν εδώ και καιρό να προσελκύσουν νεότερους άνδρες ψηφοφόρους μέσα από ανάλογα μέσα και διαφημιστικές καμπάνιες. Αυτή η μετατόπιση στη χρήση των μέσων και η απομάγευση της πολιτικής ενισχύει τον λαϊκισμό, οδηγεί σε μείωση της προσοχής και της εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και καλλιεργεί την εξάντληση του κοινού απέναντι στην υπερπληροφόρηση.

Η συνδυαστική επίδραση όλων αυτών των παραγόντων ενισχύει τη μετατόπιση της κατανάλωσης ενημέρωσης προς τις ψηφιακές πλατφόρμες, δημιουργώντας νέες προκλήσεις για την ποιότητα της δημοσιογραφίας και τη δημοκρατική διαδικασία.

Ο Στέλιος Παπαθανασόπουλος είναι καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών