Η σκιά της Επταετίας

Στη μνήμη του Σπύρου Μουστακλή

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου γίνεται μεθαύριο πενήντα ενός έτους. Σιγά σιγά οι γενιές που τη συνδιαμόρφωσαν γίνονται παππούδες και γιαγιάδες. Η Ιστορία αμείλικτη και ταυτόχρονα δίκαιη μετρά και εκείνο το μπόι, όχι απλώς όσων μίλησαν, έδρασαν, αγωνίστηκαν. Μα και όσων σιώπησαν απέναντι στη δικτατορία. Η Ιστορία δεν έχει κλείσει τους λογαριασμούς της με όσους βασικά συνέβαλαν στην επτάχρονη οπισθοδρόμηση της χώρας, στη μέγιστη διαφθορά των συνταγματαρχών που γιγαντώθηκε τότε, στο δράμα της διχοτόμησης της Κύπρου. Δεν έχει κλείσει και τους λογαριασμούς της με μια κατηγορία ανθρώπων που υπήρξαν οι βραχίονες του τότε βαθέος κράτους. Και που δεν αρκέστηκαν στον ρόλο του «δεσμοφύλακα», του «φρουρού», του εσατζή που υπηρετούσε τη θητεία του, του απλού αστυνομικού. Πήραν έναν άλλο ρόλο. Φρικτό και βαθύ. Του βασανιστή. Η κατασκευή τους έχει απασχολήσει την επιστήμη παλιότερα. Και όχι μόνον. Θυμίζω το ντοκιμαντέρ δανικής παραγωγής «Ο γιος του γείτονά σου. Πώς κατασκευάζεται ένας βασανιστής». Αλλά και την έρευνα της καθηγήτριας Μίκας Χαρίτου Φατούρου, μεταπολιτευτικά. Τα βασανιστήρια στη χώρα μας δεν ήταν της πλάκας.

Θεωρούνται «πρωτοπόρα», «καινοτόμα». Φάλαγγα, ηλεκτροσόκ, είναι μερικά μόνον εξ αυτών. Το βασικό είναι ο ζήλος που επεδείκνυαν οι βασανιστές. Στην πραγματικότητα ποτέ δεν καταγράφηκε η ιστορία τους. Οι καταβολές και οι εκκινήσεις τους. Οι δίκες των βασανιστών μόνο λίγο μπήκαν στο θέμα. Πολλοί απαλλάχθηκαν με βουλεύματα για λόγους «μη αναμόχλευσης παθών πολιτικών». Βασανιστές και βασανισμένοι συμβίωσαν στη Μεταπολίτευση. Πολλές φορές τυχαία συναντήθηκαν. Επεσαν ο ένας πάνω στον άλλο σε έναν δρόμο, σε ένα φαρμακείο, σε μια λαϊκή αγορά. Υπάρχουν τέτοιες ιστορίες αρκετές, Η μνήμη αδυσώπητη ήταν εδώ. Οι λογαριασμοί όμως ανεξόφλητοι.

Και σήμερα που ακόμη και εκείνες οι γενιές βιολογικά εξασθενούν, έχει σημασία να δούμε τι κινητοποιεί ένα νέο και τον φανατίζει να χτυπάει συνομηλίκους του. Μια ερμηνεία θέλει τον αντικομμουνισμό ως ιδεολογία που διαπότισε πολλές γενιές μετεμφυλιακά και γαλούχησε νέα παιδιά στην επαρχία που στη συνέχεια επελέγησαν για το ΕΑΤ-ΕΣΑ. Μα στις ίδιες επαρχίες μεγάλωναν και δημοκρατικά παιδιά, που δεν ενεπλάκησαν στη φρικιαστική ιστορία των βασανισμών στα κολαστήρια της επταετίας (σε κολαστήρια μετατρέπονταν πέραν του ΕΑΤ-ΕΣΑ, στο σημερινό Πάρκο Ελευθερίας ή του Διόνυσου ακόμη και τα αστυνομικά τμήματα των περιοχών). Κάτι διαφοροποιούσε αυτούς που γίνονταν βασανιστές.

Οι ψυχολόγοι λένε για τα «βασανιστήρια» και τα καψώνια που οι ίδιοι υπέστησαν ώστε να γίνουν βασανιστές. Πάλι η «κατασκευή» και η ερμηνεία της δεν εξηγεί στο σύνολο το φαινόμενο. Μια ακόμη ειδική βαρύτητα στο θέμα έχει το πώς σε κρίσιμη ιστορική στιγμή, ο ένας πάει από εδώ και ο άλλος από εκεί. Και προφανώς η κατασκευή βασανιστή δεν εξηγείται με όρους απλώς βαθέος κράτους ή συνέχειάς του. Η εκτροπή είναι εκτροπή και όχι μια απλή παρέκκλιση στη Δημοκρατία, όπως εσχάτως λέγεται. Το ερώτημα είναι – μελετώντας ή διερευνώντας το ζήτημα του σημερινού μας σημειώματος – αν σε αντίστοιχο παράξενο και δραματικό κύκλο της Ιστορίας, θα υπάρχουν πάλι οι διαθέσιμοι για να μετατραπούν σε αιχμή του δόρατος απάνθρωπων πράξεων. Σήμερα που η Ελλάδα μετρά 51 έτη σταθερής Δημοκρατίας, αφαιρείται το επιχείρημα πως έχει υπάρξει ένα περιβάλλον «ψυχροπολεμικού τύπου» ή ιδεολογικής μισαλλοδοξίας που θα εξέθρεφε με μεγάλη ευκολία εγκληματίες βασανιστές. Ας μην ξεχνάμε πάντως αυτή την εφιαλτική πλευρά της Επταετίας.