Η (επαν)εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και η επικείμενη εφαρμογή των προεκλογικών εξαγγελιών του αναμένεται να επηρεάσουν τις παγκόσμιες εξελίξεις περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον αμερικανό πρόεδρο του 21ου αιώνα. Ειδικά οι προθέσεις του για τα θέματα της αμυντικής ασφάλειας και της επιβολής δασμών οφείλουν να θέσουν σε εγρήγορση τις Βρυξέλλες, τους κοινούς ευρωπαϊκούς οργανισμούς και τον σύνολο των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Προτού καταπιαστούμε με την ενδεχόμενη επίδραση του νέου POTUS στην ελληνική οικονομία, θα πρέπει να υπογραμμισθεί η σημαντική αναβάθμιση των σχέσεων μεταξύ των δύο χώρων, σε επίπεδο στρατηγικού χαρακτήρα, την τελευταία δεκαετία. Η χώρα μας κατέχει κυρίαρχη θέση στον σχεδιασμό των ΗΠΑ για τη σταθερότητα και την ασφάλεια της ευρύτερης περιοχής. Αποτέλεσμα τούτου η μεταξύ άλλων καταγραφή ενισχυμένου επενδυτικού ενδιαφέροντος σε μια σειρά κλάδων όπως η ενέργεια, τα χρηματοοικονομικά, η τεχνολογία, οι μεταφορές και η σημαντική άνοδος των τουριστικών αφίξεων και των αντίστοιχων εσόδων.
Τα όποια επενδυτικά πλάνα της επόμενης διετίας δεν αναμένεται να επηρεασθούν σημαντικά καθώς έχουν δρομολογηθεί και προετοιμαστεί καταλλήλως. Επομένως καθίσταται κρίσιμη η διατήρηση και η ενίσχυση των άμεσων επενδύσεων από αμερικανικές επιχειρήσεις, καθώς παραμένει σημαντικό το επενδυτικό κενό της χώρας σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Οι δε εμπορικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, με τις ελληνικές εξαγωγές να ξεπερνούν τα 2 δισ. ευρώ.
Αξιοσημείωτο γεγονός η αντιστροφή της τάσης στο εμπορικό ισοζύγιο (από το 2022) καθώς το καταγεγραμμένο επί σειρά ετών πλεόνασμα της Ελλάδας έχει μετατραπεί σε έλλειμμα λόγω των αυξημένων εισαγωγών αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), ως αποτέλεσμα της αντικατάστασης του ρωσικού φυσικού αερίου λόγω των κυρώσεων από την εισβολή στην Ουκρανία.
Η συνολική ατζέντα Τραμπ προκαλεί έντονο προβληματισμό στην Ευρώπη σχετικά με τις άμεσες και τις μεσομακροπρόθεσμες επιδράσεις της. Η προεξοφλημένη επιβολή δασμών στα ευρωπαϊκά προϊόντα θα επηρεάσει αρνητικά αφενός τον πληθωρισμό (άνοδος) και αφετέρου τις εξαγωγές των χωρών-μελών και κατ’ επέκταση τους ρυθμούς μεγέθυνσης των οικονομιών τους. Συνυπολογίζοντας τη διάθεση του Τραμπ για μείωση της παροχής της εγγύησης ασφάλειας/άμυνας που παρείχαν οι ΗΠΑ επί δεκαετίες στην Ευρώπη και της συνεπακόλουθης ανάληψης αυτού του βάρους από τους εθνικούς προϋπολογισμούς γίνονται κατανοητές οι προκλήσεις με τις οποίες θα έρθουν αντιμέτωπες οι ευρωπαϊκές ηγεσίες από την αρχή της επόμενης χρονιάς.
Για να γίνει ακόμη πιο σύνθετη η συνολική εικόνα εάν στη εξίσωση προσθέσουμε το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και παραγωγικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας σε σύγκριση με την αντίστοιχη των ΗΠΑ (αλλά και της Κίνας), καθιστούν επιτακτική την ανάγκη αλλαγής πορείας.
Οσον αφορά την ελληνική οικονομία οι μεγαλύτερες πιθανές επιπτώσεις θα είναι έμμεσες, καθώς θα προέλθουν από την πιθανή υποχώρηση της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά, δευτερευόντως από την προσδοκώμενη ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων και την ενδεχόμενη επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος.
Σε κλαδικό επίπεδο μεγαλύτερες προκλήσεις θα αντιμετωπίσουν οι εξαγωγείς (προς τις ΗΠΑ) παραγώγων ορυκτών καυσίμων και αγροτοδιατροφικών προϊόντων.
Στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει η απάντηση δίνεται από τις πρόσφατες αναλυτικές και στοχευμένες εκθέσεις των Letta και Draghi. Είναι άραγε οι ευρωπαϊκές ηγεσίες σε θέση να κατανοήσουν το μέγεθος των μελλοντικών προκλήσεων και να λάβουν τις απαραίτητες κοινές αποφάσεις; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα που θα μας απασχολήσει τους επόμενους μήνες.
Ο Δημήτρης Λιάκος είναι οικονομολόγος