Πέντε μήνες μετά τις ευρωεκλογές, το μόνο που θυμίζει το αποτέλεσμα είναι η πρωτιά της ΝΔ: στον χώρο της προοδευτικής αντιπολίτευσης, ένα καινούργιο παζλ έχει αρχίσει να σχηματίζεται και αυτό δεν θυμίζει σε τίποτα τις συζητήσεις που γίνονταν πέρυσι τέτοια εποχή – ή ακόμα και μέσα στο καλοκαίρι. Δύο εσωκομματικές εκλογές άλλαξαν ακόμα και τη σειρά των κομμάτων. Η επανεκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη έφερε το ΠΑΣΟΚ σε προνομιακή θέση και λόγω του τρόπου που εξελίχθηκε η διαδικασία, της εικόνας που εξέπεμψαν συντεταγμένα τα στελέχη του κόμματος. Αυτή η ατμόσφαιρα, που οφείλεται τόσο στην επιλογή του Ανδρουλάκη να σηκώσει το γάντι και να προκηρύξει εκλογές όσο και στην παράδοση του ΠΑΣΟΚ σε τεταμένες, αλλά πολιτικές αναμετρήσεις, ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη με τα όσα συνέβαιναν στον ΣΥΡΙΖΑ: εκεί, η επιλογή του Στέφανου Κασσελάκη να μην προσφύγει σε εκλογές αλλά να ρισκάρει την πρόταση μομφής απέναντί του οδήγησε σε εβδομάδες πρωτοφανούς έντασης με την πλειοψηφία των κομματικών στελεχών να στρέφονται ενάντια στον πρώην πρόεδρο του κόμματος. Οι δύο πλευρές αντάλλαξαν δημόσια σκληρά λόγια, με αποκορύφωμα τα όσα συνέβησαν στο έκτακτο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ την περασμένη εβδομάδα, το οποίο επικύρωσε τη διάσπαση – αν και ήταν σαφές από καιρό πως οι δύο πλευρές δεν θα μπορούσαν να συνεχίσουν να συνυπάρχουν για πολύ.
Αυτή τη στιγμή, το παζλ είναι γεμάτο από τις διασπάσεις του ΣΥΡΙΖΑ – η Νέα Αριστερά, το κόμμα Κασσελάκη, ακόμα και η Πλεύση Ελευθερίας αποτελούν όλα κομμάτια ενός μεγαλύτερου ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδίκησε και κέρδισε την εξουσία το 2015 και από το 2019 και μετά βρίσκεται σε διαρκή καθοδική πορεία. Και όσο ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να οδηγείται στη διάλυση, ο ιστορικός του ηγέτης έχει επιλέξει τη σιωπή (με αρκετούς να δείχνουν προς το μέρος του ευχόμενοι τη δημιουργία ενός ευρύτερου σχήματος που θα ενώσει τον κατακερματισμένο αριστερό χώρο). Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, φαίνεται να πετυχαίνει την επαναφορά για την οποία παλεύει εδώ και μία δεκαετία – επιδιώκοντας να προσεγγίσει και ένα κομμάτι του πολιτικού Κέντρου που παλαιότερα του γύρισε την πλάτη υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ήδη έχει ξεφύγει από το πλαίσιο της κόντρας για τα ηνία της αντιπολίτευσης και κοιτάει στα μάτια τη ΝΔ. Οι εκλογές, ωστόσο, απέχουν ακόμα τρία χρόνια.
Νίκος Ανδρουλάκης
De facto αξιωματική αντιπολίτευση
Αν κάποιος έλεγε στον Νίκο Ανδρουλάκη, στην αρχή της εκστρατείας του για την επανεκλογή του σε μια έκτακτη εσωκομματική διαδικασία, πως σε μερικούς μήνες όχι μόνο θα είχε επανεκλεγεί, αλλά θα έβλεπε δημοσκοπήσεις που θα έδειχναν το ΠΑΣΟΚ να αγγίζει ή να ξεπερνάει το 20%, σίγουρα δεν θα τον πίστευε. Αυτή όμως είναι η σημερινή πραγματικότητα, με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ να έχει ενισχύσει την προσωπική του εικόνα και να μην παίζει πια στο μικρό γήπεδο της αντιπολίτευσης, αλλά να βάζει στόχο να διεκδικήσει τη διακυβέρνηση της χώρας το 2027. Ο παραδοσιακός μεταπολιτευτικός δικομματισμός κάνει αργά αλλά σταθερά ξανά την εμφάνισή του: το καθημερινό παιχνίδι της επικαιρότητας παίζεται πια ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ακόμα κι αν το πρώτο δεν έχει πάρει (τουλάχιστον ακόμα) τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ακόμα βέβαια κανείς δεν μιλάει για δύο ίσα μεγέθη, καθώς στη μια πλευρά υπάρχει ένα κόμμα με κυβερνητική εμπειρία και μπαρουτοκαπνισμένα στελέχη και στην άλλη τον πρώτο λόγο έχει μια γενιά πολιτικών που τώρα κάνει τα πρώτα της μεγάλα βήματα στην κεντρική πολιτική σκηνή. Αυτή η απειρία, σε ένα σταθερό κομματικό όχημα όπως το ΠΑΣΟΚ, είναι πλεονέκτημα και μειονέκτημα μαζί. Ποιος είναι ο κίνδυνος για τον Ανδρουλάκη; Να πιστέψει πως ο επόμενος αγώνας θα είναι εύκολος – ή θα μοιάζει με αυτούς που ήδη έχει δώσει.
Οι «87» του ΣΥΡΙΖΑ
Η μάχη για το σπίτι τους
Είτε διαφωνεί κανείς είτε συμφωνεί με τον τρόπο που οι «87» χειρίστηκαν τη συνύπαρξή τους με τον Στέφανο Κασσελάκη, ένα πράγμα μπορεί να τους πιστώσει: έκαναν τα πάντα για να διασώσουν το κομματικό σπίτι τους, όπως το γνώρισαν. Και αυτές τις μέρες προσπαθούν να σώσουν, τουλάχιστον τυπικά, τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης: «Φεύγοντας οι βουλευτές γνωρίζουν ότι αντί να βρεθούν σε κόμμα μπορεί να βρεθούν σε ΜΚΟ», είπε (Action24), σ’ αυτό το μήκος κύματος, η Ολγα Γεροβασίλη. Η πραγματικότητα μάλλον δεν είναι με το μέρος τους, καθώς αν ένας βουλευτής ακόμα φύγει, τότε, χωρίς εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετράται πλέον ως τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη. Η αλλαγή στάτους μοιάζει σχεδόν αναπόφευκτη, γιατί η Θεοδώρα Τζάκρη, που έχει προδιαγράψει τη στάση της, υπόσχεται πως «θα πάρει κι άλλους μαζί της». Ακόμα όμως και στο σενάριο που ο ΣΥΡΙΖΑ κρατάει τη θέση του, η μάχη για τον ΣΥΡΙΖΑ τώρα ξεκινάει. Μπορεί ένα κόμμα που «έδιωξε» τον πρόεδρό του τόσο δημόσια, με μια πρόταση μομφής πρωτοφανή στα μεταπολιτευτικά χρονικά, να πείσει πως μπορεί να αποτελέσει αξιόπιστη λύση; Μπορεί να ανατρέψει την αίσθηση πως βρίσκεται σε μόνιμη καθοδική πορεία; Και κυρίως, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να αντέξει ολόκληρος ανεξαρτήτως του ποιος θα εκλεγεί, ενώνοντας αυτούς που τον τελευταίο μήνα αποτέλεσαν μια ετερόκλητη πλειοψηφία;
Στέφανος Κασσελάκης
Το νέο Κίνημα
Ο Στέφανος Κασσελάκης αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζοντας πως θα ξεκινήσει ένα κίνημα από την αρχή – πράγμα που στην πράξη σημαίνει χωρίς δομή, χωρίς πολιτικό στίγμα, χωρίς καταστατικό, χωρίς κατάλογο μελών, χωρίς χρηματοδότηση. Μέχρι τώρα δείχνει πως θέλει να εφαρμόσει όλα όσα δεν «άντεξε» ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας έμφαση στην αδιαμεσολάβητη σχέση με τη βάση και επιλέγοντας να δώσει αυξημένες εξουσίες στη βάση. Η επαφή θα είναι διαδικτυακή, όμως θα υπάρχουν και «παραδοσιακές» οργανώσεις. Το κόμμα θα απευθύνεται και στους κεντροδεξιούς, αλλά θα είναι κεντροαριστερό. Η τελική του μορφή, σ’ αυτήν τη φάση, υπάρχει μόνο στο μυαλό του ίδιου του Κασσελάκη. Αυτό που λειτουργεί υπέρ του είναι ότι όσοι τον ακολούθησαν στην έξοδό του από τον ΣΥΡΙΖΑ τον στηρίζουν θερμά και θα τον ακολουθήσουν σε κάθε βήμα – και αυτή τη στιγμή είναι έτοιμοι να φτιάξουν το δικό τους κόμμα. Σε κάθε περίπτωση, η διαφορά ανάμεσα σε ένα κόμμα που έχει ΚΟ και σε ένα που δεν έχει (μετρώντας όχι ένα, αλλά σχεδόν τρία χρόνια μέχρι τις κάλπες) είναι εκκωφαντική. Το πρώτο στοίχημα, επομένως, είναι αυτή η ΚΟ να σχηματιστεί. Και, αν τελικά αυτό δεν συμβεί, να αντέξει χωρίς εκείνη.
Αλέξης Χαρίτσης
Το κρίσιμο 2,5%
Στη διάσπαση που γέννησε τη Νέα Αριστερά, εκείνοι που αποχώρησαν τα έκαναν όλα με σειρά – ακόμα και αν για τους παραδοσιακούς αριστερούς η κοινοβουλευτική ομάδα έπεται της οργάνωσης στη βάση, οι έντεκα βουλευτές που ανεξαρτητοποιήθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσαν τη βασική γραμμή του πυρός, όταν καλά καλά δομή δεν υπήρχε. Οι μισοί του ΣΥΡΙΖΑ τους μιλούν ακόμα, στο ΠΑΣΟΚ τους σέβονται ακόμα κι όταν διαφωνούν, στην Πλεύση Ελευθερίας μπορούν να ξεπεράσουν όσα τους χώριζαν το 2015 για να πετύχει η μέγιστη κοινοβουλευτική συνεννόηση. Καλώς ή κακώς, μιλάμε για το μισό υπουργικό συμβούλιο του Αλέξη Τσίπρα σε ένα κόμμα. Κι όμως, στις πρώτες κάλπες που δοκιμάστηκαν, στη Νέα Αριστερά έπιασαν μόλις το 2,45%, χωρίς να καταφέρουν να έχουν ευρωκοινοβουλευτική εκπροσώπηση. Μπαίνοντας στο 2025, η Νέα Αριστερά είναι πια κανονικό κόμμα, ο μετριοπαθής Αλέξης Χαρίτσης είναι με τη βούλα πρόεδρος. Η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει μια ευκαιρία ακόμα και, παράλληλα, δημιουργεί ένα ερώτημα: θα μπορούσε η Νέα Αριστερά, κάπου στα μέσα της διαδρομής μέχρι την κάλπη του 2027, να συζητήσει ξανά με τον ΣΥΡΙΖΑ για ένα μετωπικό σχήμα, στην περίπτωση που εκλεγεί ο Σωκράτης Φάμελλος; Αν οι συνθήκες φτάσουν ως εκεί, το ερώτημα θα πρέπει να το απαντήσουν πρώτα μεταξύ τους.
Αλέξης Τσίπρας
Ο άγνωστος «Χ»
Ο ιστορικός ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτή τη φάση δεν διεκδικεί τίποτα για τον εαυτό του, πέρα από τον παρεμβατικό και πολιτικό ρόλο που έχει μέσω του ινστιτούτου που φέρει το όνομά του, στη λογική της χάραξης κοινών αξόνων πολιτικής ανάμεσα στις προοδευτικές δυνάμεις. Εχει αποστασιοποιηθεί τόσο όσο από το κόμμα του, αφήνοντας ως μόνη δήλωσή του για τη διάσπαση που ερχόταν τη φράση «ας μιλήσουμε για κάτι πιο ευχάριστο». Αυτή του η επιλογή, που τραβάει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην περίοδο που εκείνος ήταν πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και σε όσα έγιναν αργότερα, δεν σημαίνει πως ο Τσίπρας δεν παραμένει πόλος – κυρίως για ένα σημαντικό κομμάτι στελεχών και ψηφοφόρων που παραμένει στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για αρκετούς εντός του ευρύτερου προοδευτικού χώρου. Η πιθανότητα επαναφοράς του, με τις εκτιμήσεις που έγιναν δημόσια να λένε πως αυτό μπορεί να συμβεί μόνο αν υπάρχει πιθανότητα να διεκδικήσει εκ νέου τη διακυβέρνηση της χώρας, δεν μπορεί να αποκλειστεί – μιλάμε ίσως για τον πιο απρόβλεπτο παίκτη που πέρασε τα τελευταία χρόνια. Αυτή η προοπτική δεν φαίνεται ακόμα, όμως ο δρόμος μέχρι το 2027 είναι ακόμα μακρύς. Ανεξαρτήτως του τι θα αποφασίσει, σ’ αυτόν τον δρόμο θα φανεί αν ο Τσίπρας πλήρωσε την αποστασιοποίησή του από τον ΣΥΡΙΖΑ στην πιο κρίσιμη στιγμή του ή αν το rebranding έχει στεφθεί με επιτυχία.