Η δημοκρατική τομή

Στις 2 Οκτωβρίου συνήλθε το Υπουργικό Συμβούλιο, με τον πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή να τονίζει ότι η διενέργεια των εκλογών επιβάλλεται διότι η τότε Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας «είναι μεταβατική και συνεπώς δεν δύναται να αποδώσει δημιουργικό έργο», «η ένταξη της χώρας στους ευρωπαϊκούς οργανισμούς και η διαχείριση των εθνικών θεμάτων προϋποθέτουν κυβέρνηση προερχόμενη από τον λαό» και διότι ο ίδιος επιθυμεί να ασκεί την εξουσία μόνον αντλώντας την «απευθείας από την πηγή της, δηλαδή από τον λαό». Παράλληλα, τόνιζε κάτι που θα ακουγόταν κατά κόρον σε όλες τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι τις μέρες μας: διότι η θεμελίωση της δημοκρατίας δεν κατοχυρώνεται «παρά μόνον με την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας».

Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε ότι οι εκλογές για την ανάδειξη Αναθεωρητικής Βουλής θα διεξάγονταν στις 17 Νοεμβρίου. Επίσης εγκρίθηκε Συντακτική Πράξη που όριζε ότι η μορφή του πολιτεύματος θα καθοριζόταν με μεταγενέστερο δημοψήφισμα (το οποίο τελικά διεξήχθη στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου). Μια λεπτομέρεια της περιόδου που αφήνει να διαφανεί ότι δεν ήταν εντελώς ανέφελη η εκλογική διαδικασία ήταν η διαφωνία των Ανδρέα Παπανδρέου και Χαρίλαου Φλωράκη για τη διενέργεια εθνικών εκλογών χωρίς να έχει προηγηθεί το δημοψήφισμα για το πολιτειακό.

Στις 3 Οκτωβρίου ο πρωθυπουργός απηύθυνε μήνυμα στον λαό από το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, ζητώντας του να κάνει «καλή χρήση της ψήφου του». Την ίδια ημέρα τέθηκε σε ισχύ Συντακτική Πράξη «περί καθορισμού αρμοδιότητας για την εκδίκαση πολιτικών εγκλημάτων αναφερόμενων στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου», ανοίγοντας τον δρόμο για να ασκηθούν ποινικές διώξεις για τα βασανιστήρια, τα γεγονότα του Πολυτεχνείου και για εσχάτη προδοσία και στάση.

Στην υπηρεσιακή κυβέρνηση που σχηματίστηκε μετά την παραίτηση της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας συμμετείχαν μόνο δύο υποψήφιοι στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου: ο Κ. Καραμανλής, που παρέμεινε πρωθυπουργός, και ο Ευάγγελος Αβέρωφ – Τοσίτσας, που παρέμεινε υπουργός Εθνικής Αμυνας, προκειμένου να διασφαλιστεί στο μέτρο του δυνατού ο έλεγχος των Ενόπλων Δυνάμεων σε μια περίοδο τουλάχιστον «πονηρή». Με το ίδιο σκεπτικό διατήρησε το χαρτοφυλάκιό του και ο υπουργός Δημοσίας Τάξεως, Σόλων Γκίκας, ο οποίος δεν επρόκειτο να συμμετάσχει στις εκλογές ως υποψήφιος.

Μία άλλη καινοτομία που έγινε θεσμός – τουλάχιστον μέχρι τη μνημονιακή περίοδο – ήταν οι ανοιχτές συγκεντρώσεις των πολιτικών αρχηγών με τα μεγάφωνα να παίζουν Μίκη Θεοδωράκη, Ξαρχάκο και Μαρκόπουλο. Το δε σουξέ της εποχής ήταν το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», το οποίο ακούστηκε ακόμη και στην εμφάνιση του Κ. Καραμανλή στο Σύνταγμα. Οι αρχηγοί, εξάλλου, είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν τις θέσεις τους μέσω της τηλεόρασης και του ραδιοφώνου, με σημαντικότερη ίσως στιγμή την εμφάνιση του Χαρίλαου Φλωράκη ως εκπροσώπου της Ενωμένης Αρσιτεράς: ο «καπετάν Γιώτης» – έτσι τον αποκαλούσαν ακόμη τότε οι εφημερίδες της δεξιάς παράταξης – έβγαινε να μιλήσει για ένα οχτάλεπτο στην κρατική τηλεόραση.

Οι εκλογές που διεξήχθησαν όντως στις 17 Νοεμβρίου ήταν οι πρώτες μετά την επταετή στρατιωτική δικτατορία (1967-1974), δέκα χρόνια μετά τις τελευταίες δημοκρατικές (στις 16 Φεβρουαρίου 1964 από την υπηρεσιακή κυβέρνηση Παρασκευόπουλου). Αποτέλεσαν προφανές ιστορικό ορόσημο, καθώς σηματοδότησαν την αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα και την επιστροφή σε κοινοβουλευτική διακυβέρνηση. Η συμμετοχή σε αυτές επιτράπηκε στους πολίτες άνω των 21 ετών.

«Καραμανλής ή τανκς»

Το αποτέλεσμα υπήρξε ένας προσωπικός θρίαμβος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος έφτασε το 54,37% (το υψηλότερο ποσοστό σε όλη τη Μεταπολίτευση) και 220 έδρες. Σύμφωνα με πολλούς αναλυτές – ανάμεσά τους και ο Ηλίας Νικολακόπουλος – συμβολή στο κλίμα είχε με τον τρόπο του το «Καραμανλής ή τανκς», το οποίο αποδόθηκε δίκην αφορισμού στον Μίκη Θεοδωράκη (ενώ αποτελούσε μέρος μιας μεγαλύτερης συνέντευξης). Το δεύτερο κόμμα με 20,42% ήταν η Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, υπό την ηγεσία του Γεωργίου Μαύρου. Τρίτο αναδείχθηκε το μόλις ιδρυθέν ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος πάντως περίμενε ότι θα πάει καλύτερα λόγω των συγκεντρώσεων που έβλεπε. Εφτασε το 13,58% και 12 έδρες καταφέρνοντας να θέσει τις βάσεις για τη μετέπειτα θεαματική εκλογική εκτίναξή του. Ακολούθησε ο χώρος της Αριστεράς, οι τρεις βασικοί πολιτικοί σχηματισμοί εκείνης της περιόδου, δηλαδή το ΚΚΕ (γραμματέας ο Χαρίλαος Φλωράκης), το ΚΚΕ Εσωτερικού (η ελληνική εκδοχή του ευρωκομμουνισμού με γραμματέα τον Μπάμπη Δρακόπουλο, καρπός της διάσπασης του ΚΚΕ τον Φεβρουάριο του 1968) και η προδικτατορική ΕΔΑ (πρόεδρος ο Ηλίας Ηλιού), που είχαν καταλήξει μέσα από ιδεολογικές ζυμώσεις και δυσχέρειες στη σύμπηξη ενός εκλογικού συνασπισμού που έφερε την ονομασία Ενωμένη Αριστερά. Βρέθηκε στην τέταρτη θέση με ποσοστό μόλις 9,47% και 8 έδρες, ενώ η ΕΔΕ των νοσταλγών της δικτατορίας μόλις ξεπέρασε το 1% και δεν κατόρθωσε να εκλέξει ούτε ένα βουλευτή.

Οι εκλογές του 1974 αποτελούν ορόσημο για τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, καθώς έθεσαν τις βάσεις για τη σταθερή δημοκρατική πορεία της χώρας και οδήγησαν στο δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου 1974, όπου αποφασίστηκε η κατάργηση της μοναρχίας και η εγκαθίδρυση της Ελληνικής Δημοκρατίας.

Ο Στέφανος Καβαλλιεράκης είναι ιστορικός – συγγραφέας