Κι αν γελάω είναι για να μην κλαίω

Είναι μέρες τώρα που σαν τα πόδια μου πιασμένα στα λυγισμένα κλαδιά δύο πεύκων περιμένουν την κίνηση του πιτυοκάμπτη που θα τα ελευθερώσει να με σχίσει στα δύο. Σίνης ήταν τ’ όνομα του πιτυοκάμπτη, γιος λέει του Ποσειδώνα (νόθος βεβαίως σιγά μην τον έκανε με την Αμφιτρίτη), τεράστιος το δέμας είχε στήσει το τσαρδί του εκεί στον Ισθμό κατά Κόρινθο μεριά και είχε το εξής χόμπι θα το έλεγα.

 Οποιον τυχερό ήθελε να περάσει κάτω απ’ τ’ αυλάκι τον άρπαζε με τις χερούκλες του, λύγιζε ένα πεύκο (πίτυς το πεύκο στην αρχαία ελληνική) και κάμπτοντας (πίτυς και κάμπτω= πιτυοκάμπτης) ένα κλαρί  έδενε το αριστερό, ας πούμε πόδι του περιηγητή, το ίδιο έκανε ακολούθως και με το δεξιό σε αντικρινό πεύκο, αφού δε βεβαιωνόταν ότι τα πόδια ήταν καλά δεμένα (μου διαφεύγει το είδος του κόμπου που χρησιμοποιούσε, μάλλον «καντηλίτσα» θα έδενε) άφηνε τα κλαριά ελεύθερα σκίζοντας τον ταξιδευτή στα δύο.

Ετσι περνούσε τον καιρό του ευχάριστα, ανθρώπινα με αυτές τις απλές χαρές που σου χαρίζει η ζωή, μέχρι που σε μια δόση πέρασε από εκεί ο Θησέας (γιος του Αιγέα του βασιλιά της Αθήνας) και σου λέει, έτσι μου είσαι;

Τώρα θα σε τακτοποιήσω εγώ. Και του φέρθηκε καταλλήλως. Τον διαμέλισε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο πρίγκιψ. Μόλις το έμαθε ο Ποσειδώνας ήρθε και φρύαξε, να μου σκοτώσει το μούλικο, το κωλόπαιδο;

Τι να κάνει κι ο Θησέας  για να τον εξευμενίσει καθιέρωσε στα Ισθμια κοτζάμ ταφικούς αγώνες.

Διότι Ποσειδώνας Θεός της θάλασσας δεν είναι αστεία, δεν το ‘χει και  πολύ να αφήσει τα άλογά του κύματα να ορμήσουν στην Αττική να σου κάνουν την Αθήνα Βαλένθια.

Και δεν υπήρχε τότε και το 112 να μας σώσει. Τώρα θα μου πεις εγώ σε τι πεύκα αισθάνομαι τα πόδια μου δεμένα. Οχι. Μεταφορικά μιλάω. Δεν είναι ακριβώς πεύκα είναι δυο θέματα που με τραβολογάνε αυτές τις μέρες, δυο γεγονότα που με σφίγγουν στα σφυρά και μου μελανιάζουν τους κουντεπιέδες.

Το ένα είναι ιθαγενές και τ’ άλλο απ’ το Αμέρικα. Μ’ αυτά τα δυο ξυπνάω μ’ αυτά τα δυο κοιμάμαι. Απ’ τη μια ο Τραμπ, από την άλλη η Αμαλιάδα κι όσο κι αν προσπαθώ να τα ξορκίσω, να τα κοροϊδέψω, να τα γελάσω, να τα ξεσκίσω, να τα εξορίσω στις εσχατιές του μυαλού μου αυτά τραβάν τις άκρες μου και με χωρίζουνε στα δυο.

Πώς να χωνέψεις πως ένας Τραμπ κι ένας Μασκ, ένας εκατομμυριούχος αγκαλιά μ’ έναν δισεκατομμυριούχο, θα ορίζουνε απ’ τον Γενάρη τις τύχες όλου του κόσμου και δίπλα σου εδώ στον τόπο σου να ξετυλίγεται ένας τέτοιος ζόφος, με βρέφη νεκρά, ζωές τσαλαπατημένες, δημοσιογράφοι ανακριτές μιας ανίερης εξέτασης, ένας τέτοιος ζόφος που στο στροβίλισμά του δεν σε αφήνει να δεις καθαρά ποιος είναι το θύμα και ποιος ο θύτης…

…Παραφράζω  τον στίχο του Σεφέρη  «Πίσω μας αθέατος, λαίμαργος κι απίστευτα παρών ο ΠΙΤΥΟΚΑΜΠΤΗΣ».