Τα οικονομικά της χούντας, τα λάθη κακοδιαχείρισης και η περίοδος των χαμένων ευκαιριών

Oι βραβευμένοι με Νομπέλ Οικονομικών Ντάρον Ατζέμογλου και Τζέιμς Ρόμπινσον υποστηρίζουν ότι η ευνομία και οι καλοί δεσμοί μιας χώρας ενθαρρύνουν την οικονομική της ανάπτυξη.

Στις δηλώσεις της 21ης Απριλίου 1967 ακούστηκε η επιταγή της εφαρμογής του νόμου. Το ερώτημα όμως ήταν «ποιου νόμου;». Με την κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πολιορκίας τέθηκε σε ισχύ στρατιωτικός νόμος.

Οι συνταγματάρχες του δικτατορικού καθεστώτος βασίστηκαν στη συνεργασία τους με ασήμαντους στρατιωτικούς και πολίτες οι οποίοι έσπευσαν να πλαισιώσουν τους κρατούντες της Επταετίας, ορισμένοι από αυτούς για να αποκτήσουν τα γνωστά οφέλη.

Ηταν επόμενο, το 1973-74, να κληροδοτήσουν μια προβληματική παράδοση στο ελληνικό κράτος.

Το βιβλίο το οποίο επιμελείται ο Νίκος Χριστοδουλάκης είναι προϊόν συνεδρίου με θέμα «Τα οικονομικά της δικτατορίας 1967-74», με εξαιρετική συμμετοχή συνεργατών.

Από τα συμπεράσματα των ερευνητών ξεχωρίζω την άποψη ότι το καθεστώς αποτελούσε συνέχεια του προηγούμενου, δηλαδή ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου 1949-1967 στην Ελλάδα, κατά την οποία πραγματοποιούνται μια αδιάκοπη οικονομική ανάπτυξη και οι πιο σημαντικές οικονομικές επενδύσεις.

Η συνέχεια αυτή θα διακοπεί απότομα από τον στασιμοπληθωρισμό που προκάλεσε η ενεργειακή κρίση ως συνέπεια του αραβοϊσραηλινού πολέμου το 1973-74.

Αύξηση του πληθωρισμού

Η εκτίμηση του Γιώργου Αλογοσκούφη είναι διαφωτιστική.

«Οι κυβερνήσεις της δικτατορίας περιορίστηκαν σε ρηχή διαχείριση της συνολικής ζήτησης προκειμένου να συντηρήσουν την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας και την ανοχή του πληθυσμού στην αυταρχική διακυβέρνηση.

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου και τη μεγάλη αύξηση του πληθωρισμού, την περίοδο της αποσταθεροποίησης του συστήματος σταθερών ισοτιμιών του Bretton Woods.

Οι συνταγματάρχες διατήρησαν την ισοτιμία της δραχμής σταθερή απέναντι στο υποτιμημένο δολάριο». Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η πολύ μεγαλύτερη αύξηση του πληθωρισμού σε σχέση με τις χώρες της ΕΟΚ (1973-74).

Χαμένες ευκαιρίες

Πέρα όμως από τα όποια λάθη κακοδιαχείρισης, η δικτατορία υπήρξε περίοδος χαμένων ευκαιριών (Ιωάννα Πεπελάση, Α. Κακριδής, Πλάτων Τήνιος, Κ. Κωστής, Γιάννης Καλογήρου). Στις χαμένες ευκαιρίες περιλαμβάνεται και η παρατήρηση του Σωτήρη Ριζά ότι παρά την αναποφασιστικότητα της Βρετανίας και της Γερμανίας, η Ελλάδα εξαναγκάστηκε σε αποχώρηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης, ενώ η αναστολή της συμφωνίας σύνδεσης με την ΕΟΚ αναβλήθηκε για πολύ αργότερα.

Για την αμερικανική εμπλοκή στην ελληνική δικτατορία δεν προσφέρονται νέα στοιχεία μετά τα δύο βιβλία του Α. Παπαχελά, αλλά παραμένουν η ομολογημένη από τον Ιωαννίδη σχέση του με εκπροσώπους από τη CIA στην Ελλάδα και η πλήρης άγνοιά του για τους επίσημους εκπροσώπους των ΗΠΑ. Η αναφορά της Κ. Μποτσίου και του Α. Κλάψη στην αμερικανική προσπάθεια μνηστείας με το Ισραήλ αποτελεί, για μένα τουλάχιστον, νέα πληροφορία.

Τα ξένα συμφέροντα

«Οι επιδόσεις και στρεβλώσεις του ενεργειακού τομέα» της Δανάης Διακουλάκη είναι από τα αυστηρά για τη δικτατορία κείμενα. Η ταύτιση του Παπαδόπουλου με τα συμφέροντα του Ωνάση, και του Μακαρέζου με του Νιάρχου προκάλεσε σύγκρουση ανάμεσα στους εκατέρωθεν ακολούθους. Επειτα η δημιουργία διυλιστηρίου της ESSO με μεσολάβηση του ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Tom Papas ολοκληρώνει την ταύτιση της δικτατορίας με ξένα συμφέροντα. Η απόπειρα δημιουργίας διυλιστηρίου στην Πάχη Μεγάρων από τον Στρατή Ανδρεάδη απέτυχε γιατί υπήρξε κινητοποίηση τόσο των εντοπίων όσο και των οργανώσεων με αντιχουντική διάθεση.

Η ΔΕΗ ιδρύθηκε το 1950 και το 1956 θεσμοθετήθηκε ως μοναδικός φορέας ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα. Σύμφωνα με το νέο πρόγραμμα 1968-72, η δικτατορία έθεσε ως αιχμή την εντατική προώθηση των πετρελαϊκών σταθμών, αναιρώντας την προηγούμενη αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πηγών της χώρας (λιγνίτης, φράγματα). Οι κατοπινές κρίσεις στην τιμή του πετρελαίου προστέθηκαν, κατά τη Διακουλάκη, στο κόστος της κακοδιοίκησης της ΔΕΗ.

Ο αβάσιμος ισχυρισμός

Η εναλλακτική διερεύνηση του Γιάννη Καλογήρου βασίζεται σε μυστική δημοσκόπηση που είχε γίνει πριν από το πραξικόπημα και απέδωσε τα ακόλουθα συμπεράσματα: το αποτέλεσμα των εκλογών που είχαν συμφωνηθεί για τις 25 Μαΐου 1967 θα έδινε συντριπτική νίκη στην Ενωση Κέντρου υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Φαίνεται ακόμα ότι οι ηγέτες των δύο μεγάλων κομμάτων (Παπανδρέου και Κανελλόπουλος) είχαν συμφωνήσει να σχηματίσουν συνασπισμό κομμάτων, αν δεν προέκυπτε αυτοδύναμη κυβέρνηση από τις εκλογές. Ο κατοπινός ισχυρισμός της χούντας ότι είχε αποτρέψει κουμμουνιστικό κίνημα ήταν τελείως αβάσιμος αφού η ΕΔΑ (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά) είχε παρουσιάσει από τις 16 Φεβρουαρίου 1966 τις θέσεις της για την προστασία του κοινοβουλευτικού θεσμού και τη διεξαγωγή άμεσων εκλογών, χωρίς να θέτει ζήτημα αλλαγής της βασιλευομένης δημοκρατίας. Ζητούσε ακόμα να αφεθεί ο Στρατός εκτός πολιτικής.

Θα κλείσουμε με τη σύντομη παρέμβαση του Σταύρου Θωμαδάκη: «Πιστεύω ότι το μοντέλο του οικονομικού θαύματος 1953-73 στηρίζεται σε τρία πόδια – το ένα ήταν ο προστατευτισμός, το άλλο η στενή βάση των μεγαλοβιομηχάνων και το τρίτο ήταν ο κεντρικός σχεδιασμός που γινόταν στην Ελλάδα και λεγόταν Νομισματική Επιτροπή και Πιστωτική Επέκταση (…) Το λεγόμενο θαύμα περιείχε και το σπέρμα της αυτοκαταστροφής». Είναι φανερό ότι η δικτατορία δεν προσέφερε την πρόνοια για την αποφυγή της οικονομικής πτώσης. Οι «χαμένες ευκαιρίες» παραμένουν το μοτίβο του βιβλίου.