Στη σκιά των τεσσάρων γιγάντων

Ετσι μεταφράστηκε στα ελληνικά το «North by Northwest» που ο Χίτσκοκ μάς έδωσε το 1959. Μια παρεμφερή σεναριακή ύφανση παρακολουθούσε ο έκπληκτος πολιτικός αναγνώστης, τους τελευταίους δεκαοκτώ μήνες. Αραγε δεκαοκτώ μήνες αδυσώπητου εμφυλίου μπορούν να ισορροπήσουν με τις δύο ώρες τηλεοπτικής ευπρέπειας; Ανισο. Το ντιμπέιτ των υποψηφίων για την προεδρία του ΣΥΡΙΖΑ «ανέλαβε» τον ρόλο να διαλύσει την κάκιστη εικόνα που είχε ο χώρος επί δεκαοκτώ μήνες, μετά την (εκλογική και συμβολική) ήττα του 2023. Οι απέραντες δημόσιες κακολογίες, οι βρυχηθμοί, ο εξοβελισμός της διαφορετικής άποψης, οι διαγραφές, οι αποχωρήσεις, οι καταγγελίες, οι αλλόκοτες και βαθιά αντιπολιτικές διαδικτυακές αναρτήσεις ενός πλήθους ακατάτακτου και πάντως έξω από ιδεολογικά καταληπτούς κώδικες, αλλά και τα προβλήματα δημοκρατίας, δεν μπορούσαν να διασκεδαστούν με δύο ώρες ευπρέπειας και πολιτικής διατύπωσης. Η κριτική προσέγγιση για το πολιτικό βάθος, τη θεμελίωση του ισχυρισμού, τη συγκρότηση του επιχειρήματος ή την αισθητική έπεται. Προηγείται αυτή η καλοπλεγμένη ανισότητα: από τη μια η πολύμηνη, κολασμένη εσωκομματική διαχείριση και από την άλλη η δίωρη, ευπρεπής τηλεοπτική πολιτική αντιμαχία. Οι μετέχοντες είχαν ως αντίπαλο τη σκιά, και όχι την πιθανή γοητεία του ανθυποψηφίου τους.

Στο «τεχνικό» μέρος, όντως φάνηκαν διαφορές. Εν ολίγοις, θερμός, θεμελιωμένος και επιχειρηματολογημένος λόγος του Παύλου Πολάκη, με ενσωματωμένες θέσεις της Αριστεράς (ισχυρός, ρυθμιστικός της αγοράς, δημόσιος πυλώνας, στον τραπεζικό χώρο, στην Κοινή Ωφέλεια), ευλύγιστος, δομημένος, ευφραδής, πιο σύνθετος ενίοτε ο Σωκράτης Φάμελλος, έντεχνος, αλλά γενικόλογος (και με μέριμνα αυτοπροφύλαξης) ο Νίκος Φαραντούρης, αδέξιος ο Απόστολος Γκλέτσος, με καλή αίσθηση των αυτοδιοικητικών (και της καταστροφικής αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ στον συγκεκριμένο χώρο). Ποιον ΣΥΡΙΖΑ εννοεί ο καθένας; Προκύπτει η εικόνα του μελλοντικού κόμματος από τα προφίλ και την αισθητική των υποψηφίων; Υπό άλλες συνθήκες, πιθανόν. Βλέποντας τον υποψήφιο, υποθέτεις το κόμμα. Οπως προδιέγραφε τη μετεξέλιξη και τα μεταγενέστερα χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αλέξης Τσίπρας έναντι του Φώτη Κουβέλη, στο 5ο Συνέδριο του κόμματος, το 2008. Βλέποντας τις δύο πολιτικές προσωπικότητες, καταλάβαινες τι κόμμα θα διαμορφωνόταν υπό τις διαφορετικές ηγεσίες. Σήμερα, νομίζω, κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο.

Ο κάθε ηγέτης δεν προδιαγράφει το είδος κόμματος που εισηγείται. Οχι μόνο γιατί οι ακαριαίες αλλαγές απόψεων και πρακτικών είναι πλέον κάτι σύνηθες στον νέο ΣΥΡΙΖΑ (άλλα να ακούγονται το πρωί, διαφορετικά το βράδυ), αλλά και γιατί υπάρχει μια οντότητα, δυσόρατη, αλλά εξαιρετικά επιδραστική: το ίδιο το «κόμμα». Οχι ως πολιτικός οργανισμός και παραγωγός (που, ιδίως τελευταία, έχει αποσκελετωθεί), αλλά ως δημόσια υπηρεσία, ως ανθρωπογεωγραφία, ως εργασιακή πραγματικότητα. Το νέο κόμμα είναι πολύ «υλικό»: περνώντας τις φάσεις ανάπτυξης (κυρίως το 2012-2015), την κυβερνητική περίοδο με την εν μέρει εξουσία και την αμήχανη αλλά ελπιδοφόρα περίοδο του 2019-2023, το κόμμα έγινε μια πυκνή, δυσκίνητη, ισχυρή και επιδραστική ύλη. Δεν έχει σημασία αν, στο μεταξύ, πολλές και πολλοί έχουν φύγει. Οι νοοτροπίες έμειναν. Η πάχυνσή του αποτελεί και την καχεξία του. Το κόμμα, λοιπόν, είναι «πολύ», για να γίνει μπουκιά του εκάστοτε ηγέτη. Και ο πολύπειρος Τσίπρας και, πολύ περισσότερο, ο άσχετος και ανεκπαίδευτος Κασσελάκης αντιμετώπισαν το πρόβλημα.

Ο  επόμενος πρόεδρος αναγκαστικά θα αντιμετωπίσει αυτή τη διογκωμένη και δυσλειτουργική οντότητα. Οι συγκρούσεις για πάγιους ρόλους και μερίδια εξουσίας θα συνεχιστούν. Το λεγόμενο κόμμα, όσο μικραίνει, τόσο γίνεται επιδραστικό. Εμπλουτίζεται και με την αγωνία στελεχών, ναρκισσιστικού τύπου, και με την εργασιακή των επαγγελματιών του. Νομίζω και η μέχρι σήμερα εκφραζόμενη (άρα εγκατεστημένη και όχι φευγαλέα) ποιότητα εσωκομματικών σχέσεων και δημόσιου λόγου και η αντιλειτουργική κομματική οντότητα αποϊδεολογικοποιούν και απολιτικοποιούν. Αυτά τα «αφηρημένα» στοιχεία κρατάνε τα κλειδιά του δράματος και όχι το πρόσωπο που θα κληθεί να τα υποστασιοποιήσει.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ