Τι γρήγορα που κατάλαβε αυτό το καλοκαίριπως ήταν περιττό
Κώστας Μόντης
ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ: Αστικός μύθος που κυκλοφορούσε την περίοδο της ενδιάμεσης εκεχειρίας ήθελε Eλλαδίτη αξιωματικό να αυτοπυροβολείται βλέποντας τις ορδές του «Αττίλα» να καταπλήττουν τη Μια Μηλιά, χωρίς τη σωτήρια επέμβαση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. «Μας πρόδωσε η μητέρα Ελλάδα αδέλφια μου», φέρεται να εξιστόρησε.
Για χρόνια με τυραννούσε η αυθεντικότητα αυτού του μυθεύματος. Το έψαξα από δω, το έψαξα από κει, και δεν μπόρεσα να βρω τεκμηρίωση, ή έστω μια πειστική μαρτυρία. Τότε, στη δίνη της εισβολής, που «ήτανε ο πόλεμος γιορτή», κυνηγώντας για τρόπαια σφαίρες στερν 9μμ, το πιστέψαμε και το μεταδίδαμε διότι, σε κάποιο επίπεδο, ναι μεν τραγικά, λειτουργούσε καθαρτικά και ταυτόχρονα φιλο-τιμητικά. Και σε τελευταία ανάλυση, τι να το κάνεις, μας δικαίωνε. Η αφήγηση ενσωματώνει ένα μίασμα θυμού, οργής, αίσθηση προδοσίας, δικαίωσης, και, γιατί όχι, ένα ατόπημα θαυμασμού για το χουντικό στρατιωτικό, η αυτοκτονία του οποίου λειτουργούσε ως ένα είδος μετάνοιας, για το ρόλο του στο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου.
Η ιδιάζουσα αυτή σχέση Ελλαδιτών και Ελληνοκυπρίων με έρεισμα το 1974, δεν στέρησε μερικούς από το να προσκρούσουν σε ένα τάχατες κόμπλεξ ελληνικότητας. Τη λαϊκή θυμοσοφία όμως δεν θα τη βρεις στα σαλόνια της αστικής Λευκωσίας, στις κομματικές ανακοινώσεις, στα συνεδριακά κέντρα ή στις παροικιακές εκδηλώσεις. Υποβόσκει στο λαϊκό μνημειακό υπό-συνειδήτο που θέλει την (σχεδόν, μισή τουλάχιστο) Κύπρο να θυσιάζεται στο βωμό της Ελληνικής δημοκρατικής μεταπολίτευσης.
Πάμε παρακάτω!
Σε αυτή την επετειακή ρωγμή του χρόνου που μας θέλει υπό-ταγούς στην «αντι-ηρωική» και «υπνοβατούσσα» εποχή, ο χρόνος —και για τη Διασπορά, ο χώρος, μιας και μετακινηθήκαμε σε άλλες «γαίες» και άλλες «πατρίδες»— προνοητικά καταλήγει να είναι υπερπροσδιορισμός.
Εδώ απαιτείται μια χρονομετρική παρατήρηση, διότι ο αυτοσχεδιασμός κινδυνεύει να μας εγκλωβίσει σε ψυχολογικούς, ταυτοτικούς και πολιτικούς εγκιβωτισμούς. Γράφοντας για το 1974, το παρελθόν ως επικείμενο που εστιάζεται στο παρόν, προνοεί ένα «πριν» και ένα «μετά». Αφού το «μετα-εισβολικά» ρυθμίζεται από το «πριν», το 1974 γίνεται ορόσημο που σαν δαμόκλειος σπάθη καταβάλει μια παύση του χρόνου. Το παρελθόν απειλεί να εκδικηθεί το παρόν και έκτοτε ο χρόνος από εκείνο το καλοκαίρι του 1974 μοιάζει να έχει απαλλαγεί από το στίγμα της επανάληψης.
Παθογένεια ο υστερισμός, καθώς και ένα ακαταμάχητο αίσθημα της αδικίας που πεισματικά παραμένει εκτός πολιτικής ατζέντας. Η θεσμική ανεπάρκεια προσφεύγει σε μια διαχρονική αμηχανία που οδήγησε τον Κυπριακό «αγώνα» σε αυτοχειρία. Μας υπενθυμίζει ο Ζακ Ντεριντά για τα «φαντάσματα» του παρελθόντος και για το μέλλον που δεν πραγματοποιήθηκε. Καραδοκούν, όμως, παράλληλα, τα εναλλακτικά «φαντάσματα» στη μνημειακή μας ταυτότητα και υποβόσκουν στα περιβόητα «αν». Αν, δεν γινόταν το πραξικόπημα, αν αναλάβαινε την Κυπριακή Προεδρεία ο Γλαύκος Κληρίδης όπως προνοεί το Κυπριακό Σύνταγμα και όχι ο εκδήλως παραπίπτοντος γελωτοποιός Σαμψών, αν τα Σουηδικά τεθωρακισμένα των ΟΗΕ κρατούσαν τη γραμμή μπροστά τις πύλες του λιμανιού της Αμμοχώστου την πρωία της 6ης Αυγούστου 1974, αν, αν, αν… Στον ύστερο κόσμο του υποθέτω ανευρίσκεις πολύ σοφία, αλλά το δίκαιο είναι εφήμερο.
Και ίσως εγκλωβιζόμαστε στον συναισθηματισμό και πολιτικά δινόμαστε πλειοδοτικά στον συνθηματικό λόγο. Ασκώντας πολιτική ποιητικά και όχι συνδικαλιστικά, μας παραπέμπει σε μια ανάπαυση του λόγου που πολύ μοιάζει με την απραξία και την ακινησία. Μας εγκλώβισαν στα μνημόσυνα και στα μνημεία θα μας θυμίσουν δασκαλικά! Η παρακμή του κυπριακού πολιτικού λόγου 50 χρόνια μετά, δεν επέφερε την εκδημοκρατικοποίησή που υποσχόταν. Μάλλον συχνά πλειοδοτεί ο φθηνός και φλύαρος λόγος, χωρίς αντίκρισμα στην πραγματικότητά, πόσο μάλλον στην καθημερινότητα.
Αλλά με την πάροδο του χρόνου, η Ιστορία ισοπεδώνει και ξεδιαλύνει την «ήρα από το στάρι». Απλώς θέλει λίγη υπομονή, κάποια απόσταση, και πολύ ανεκτικότητα.
Μαζί με τις χαμένες πατρίδες όμως συν-στέκονται και οι παρατεταμένες μνήμες.
ΙΙ
Αν η Ιστορία είναι μια ξένη χώρα, τότε, η νοσταλγία πρέπει να είναι η προσομοίωσή της.
Η μνήμη είναι μια απατηλή διελκυστίνδα. Σε κατακλύζει στις πιο τρωτές στιγμές, καταπέλτης σε μια μελαγχολική δίνη που συνήθως αψηφά τη λογική. Συχνά, το 1974 με βρίσκει να περιπλανιέμαι στα σοκάκια της νοσταλγίας, μιας και οι αναμνήσεις, εικόνες, και συναισθήματα αντηχούν/αντανακλούν στον εγκεφαλικό φλοιό του μυαλού μου, συνήθως αφήνοντάς με μια πικρή γεύση déjà vu.
Η απόσταση και ο χρόνος προσδίδουν κάποια γοητεία στη μνήμη κάποιου. Από αυτή την άποψη, η Αμμόχωστος κατέχει μια ξεχωριστή θέση στο προσωπικό μου DNA. Σε ένα επίπεδο, είναι μια κατάσταση του νου. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, ένα συνοθύλευμα αναμνήσεων, συναισθημάτων και πόθων, που σχηματίζουν μια ξεχωριστή τοπικιστική αφήγηση, η οποία προσδιορίζει μια συγκεκριμένη κοινότητα ανθρώπων.
Η σχέση μου με την Αμμόχωστο πάντα ήταν δυσανάλογη. Ομονοιάτης ανάμεσα στους ανορθωσιάτες, (2) μακαριακός ανάμεσα στους γριβικούς, αριστερός ανάμεσα στους εθνικόφρονες, Τζερυνιώτης ανάμεσα στους Βαρωσιώτες, εστιάτορας ανάμεσα στους πορτοκαλοπαραγωγούς. Και, όμως, τα τρωτά εκείνα χρόνια της διχόνοιας μας έφεραν πλήρως κύκλο.
Κατά κάποιο τρόπο ο Άγιος Μέμνων (Ενορία της Αμμοχώστου όπου διέμενα με την οικογένειά μου) ανταγωνίζεται, ή μάλλον συνυπάρχει, με το χωριό της μητέρας μου, τον Άγιο Επίκτητο της Κερύνειας. Ενώ ο Άγιος Επίκτητος ήταν η πεμπτουσία του κυπριακού χωριού της δεκαετίας του 1970, ο Άγιος Μέμνων ήταν μια αστική κοινότητα που διατηρούσε τα απομεινάρια της αγροτικής ύπαρξης του χωριού. Και όπως σε όλες τις μεταλλασόμενες μετααποικιακές κοινωνίες, παρασύρθηκαν σε μια εποχή που εστίαζε η πληθωρικότητα της νεωτερικότητας, καθώς παρεισέφρησε στον πολιτιστικό ιστό μιας παραδοσιακής κοινωνίας με τη νεολαία, όπως συμβαίνει συχνά, να βρίσκεται στις επάλξεις της αλλαγής, της διαφορετικότητας και της πολιτικής έξαψης.
Μια τέτοια παράλληλη –ή μάλλον εναλλακτική– αφήγηση έρχεται σε αντίθεση με τον επίσημο λόγο, που για 50 χρόνια συσκοτίζει τέτοιες μνήμες, αμφισβητώντας τη (διαγενεακή) συνέχειά της, καθώς ανταγωνίζεται για το πολιτικό και ποιητικό μας γίγνεσθαι. Το αν ένας συγκεκριμένος χώρος, χωριό, πόλη, κοινότητα, προάστιο ή γειτονιά, ή οι άνθρωποι που το καταλαμβάνουν, σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή, κάνουν έναν τόπο, ή αν υπάρχει κάτι πιο παροδικό και μεταφυσικό σε αυτό, είναι ένα ερώτημα που πρέπει να αναλογιστούν οι φιλόσοφοι και οι ανθρωπολόγοι. Αλλά καθώς η δημόσια συζήτηση σχετικά με τα περιουσιακά και εδαφικά ζητήματα στις συνομιλίες για το Κυπριακό ανακυκλώνεται, δεν μπορώ παρά να σκεφτώ τη σημασία του ανήκειν, του ξεριζωμού και της επιστροφής – αφήνοντας κατά μέρος τους πιο νομικίστικους συσχετισμούς αποκατάστασης, αποζημίωσης και ανταλλαγής. Γιατί πώς μπορείς πραγματικά να αποκαταστήσεις μια χαμένη κοινότητα, ένα χαμένο χωριό ή προάστειο, μια χαμένη πατρίδα τρόπων τινά, και να μετατρέψεις, από τη μια μέρα στην άλλη, μια ολόκληρη γενιά σε μια διασπορά – περιπλανώμενους που αναζητούν το ανήκειν και το δίκαιο της μεταλλαγής; Οι σύγχρονες έννοιες της ιδιοκτησίας γης είναι μάλλον υλιστικές κατασκευές. Μετριούνται ως ακίνητη περιουσία, ενώ η πνευματική και συναισθηματική τους αξία είναι για πάντα ανυπολόγιστη, και ως εκ τούτου, χάνονται οι έννοιες στην κακοφωνία της πολιτικής ρητορείας και προπαγάνδας.
Υστερόγραφο: Συμπληρωματικά, κατόπι περάσματος του χρόνου, ανακάλυψα την «αντίστροφη» ιστορία του κύπριου ταγματάρχη (μεταθανάτια προαγωγή σε υποστράτηγο) Τάσου Μάρκου, από το Παραλίμνι. Αγωνιστής της ΕΟΚΑ, αξιωματικός της Εθνικής Φρουράς, έλαβε μέρος στην άμυνα της Αρχιεπισκοπής κατά την διάρκεια του πραξικοπήματος, τα ίχνη του οποίου χάθηκαν κατά την τουρκική εισβολή. Συγκεκριμένα, ο Τάσος Μάρκου ήταν διοικητής του 305 Τάγματος Επιστρατεύσεων, που με πενιχρές δυνάμεις, ανέλαβε την υπεράσπιση της αμυντικής γραμμής Μιας Μηλιάς κατά την έναρξη της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής. Η περιοχή της Μιας Μηλιάς δέχθηκε τον κύριο όγκο της τουρκικής επίθεσης, κατά την προέλαση τους προς την Αμμόχωστο. Με τη διάσπαση του μετώπου, θεάθηκε ο Μάρκου τραυματισμένος, για τελευταία φορά στην περιοχή μεταξύ Μιας Μηλιάς-Κουτσοβέντη-Κυθρέας. Είχε προηγουμένως φροντίσει να διώξει προς σωτηρία τους στρατιώτες που ήταν στο πλευρό του. Τα τελευταία του λόγια σε συναγωνιστή, αν μπορούσε να κάνει αντεπίθεση για να ανακαταλάβει φυλάκιο που κατέλαβαν προηγουμένως οι Τούρκοι, ήταν, με λακωνικό και στωικό κυπριακό ύφος, “άσε, θα δω τι θα κάνω”. Από τότε είναι αγνοούμενος θεωρώντας νεκρό. (Πηγές ιστοσελίδα Παγκύπριου Συνδέσμου Εφέδρων Πυροβολικού, Δήμος Παραλίμνιου).
*Αναδημοσίευση από το Λογοτεχνικό και Πολιτιστικό περιοδικό του Ελληνοαυστραλιανού Πολιτιστικού Συνδέσμου, «Αντίποδες», τεύχος 70/2024, σελ. 71-73.
1. Ασσελιά (η) ουσ. (πληθ. ασσελιές) {αshελιά} [< σκέλος] μονάδα μέτρησης μήκους ίση με έναν διασκελισμό | μτφ. η μικρή απόσταση (πηγή: Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείου, ‘Γλωσσάρι Κυπριακής Διαλέκτου’, http://users.ntua.gr/ar97617/.
2. «Ομονοιάτες» και «ανορθωσιάτες» είναι οπαδοί των ποδοσφαιρικών ομάδων Ομόνοιας Λευκωσίας και Ανόρθωσης Αμμοχώστου. Στην Κύπρο οι ποδοσφαιρικές ομάδες καταλογίζονται πολιτικά και ιδεολογικά. Προεξέχουσα αριστερή η Ομόνοια, ενώ η Ανόρθωση κατατάσσεται ως εθνικόφρονη.
The post Από την Κερύνεια στη Δερύνεια: μια ασσελιά (1) μισού αιώνα appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.