Το πρόβλημα με τις προβλέψεις μπορεί να έγκειται στο ότι λόγω της υπερεκτίμησης των ιδιοτήτων εκείνων που επιλέγει ο Τραμπ στην ομάδα του ίσως να παρουσιάζεται ένα σχέδιο κυρίαρχα υπέρ της Ελλάδας.
Η μυωπική προσέγγιση είναι προφανής: Οπως και στην προηγούμενη εποχή Τραμπ, το σύνολο των σχέσεων θα αποφασιστεί και θα διαμορφωθεί στο τέλος της ημέρας, από δύο άνδρες, τον Τραμπ και τον Ερντογάν. Αρα, σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η επιλογή του Μάρκο Ρούμπιο ως υποψηφίου υπουργού Εξωτερικών και του Μάικλ Γουόλς ως συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας, θα βαρύνει μόνο ως ένα βαθμό στην ανατροπή της πλάστιγγας υπέρ της Ελλάδας, ανεξάρτητα από τη σθεναρή τους υπέρ της Αθήνας στάση.
Αν και είναι σαφές ότι η Ελλάδα έχει προχωρήσει σημαντικά όσον αφορά την εθνική ασφάλεια στο πλαίσιο της Ανατολικής Μεσογείου κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Μπάιντεν, οι πολιτικές του Τραμπ απέναντι στην ασταθή διμερή σχέση της Αθήνας με την Αγκυρα θα αντικατοπτρίζουν πιθανότατα τις προηγούμενες προτεραιότητες της προεδρίας: συναλλακτική διπλωματία, εστίαση στους οικονομικούς και αμυντικούς δεσμούς και αποστροφή για βαθιά ανάμειξη σε περίπλοκες περιφερειακές διαφορές.
Εδώ, το πρώτο σημείο θα καθορίσει τα άλλα δύο.
Γνωρίζουμε ότι τόσο ο Ερντογάν όσο και ο παλιός/νέος ομόλογός του δίνουν μεγάλη σημασία στις συναλλαγές και γι’ αυτούς οι παραδοσιακοί κρατικοί θεσμοί δεν έχουν μεγαλύτερη σημασία από τα εργαλεία για την προσωπική τους δυναμική.
«Ενα χαρακτηριστικό του Τραμπ είναι ότι είναι απρόβλεπτος», έγραψε ο Σελίμ Κουνεράλπ, ένας συνταξιούχος τούρκος διπλωμάτης. «Μια μέρα λέει ένα πράγμα, την επόμενη κάνει το αντίθετο». Ομως, όσο ο Τραμπ είναι απρόβλεπτος, τόσο ο Ερντογάν μπορεί να είναι ευέλικτος, όσον αφορά την ισχύ του και το πολιτικό του μέλλον.
Ωστόσο, ο Τραμπ πιθανότατα θα ακολουθήσει μια ρεαλιστική προσέγγιση,
εστιάζοντας στην εξισορρόπηση των συμφερόντων των ΗΠΑ και στις δύο χώρες. Μπορεί ακόμη και να δώσει προτεραιότητα στη διατήρηση των δεσμών με την Τουρκία, παρά τις αμφιλεγόμενες πολιτικές της. Το πιο σημαντικό είναι ότι η έμφαση θα δοθεί στην ενεργειακή διπλωματία στην Ανατολική Μεσόγειο. Η ενθάρρυνση κοινών ενεργειακών έργων θα μπορούσε να λειτουργήσει ως βαλβίδα πίεσης για τις τουρκοελληνικές εντάσεις, αν και θα απαιτούσε σημαντικές παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές. Οι μακροπρόθεσμες λύσεις θα εξαρτηθούν από ευρύτερες πολυμερείς προσπάθειες, τις οποίες οι ΗΠΑ υπό τον Τραμπ ενδέχεται να μην έχουν πλέον σε προτεραιότητα, αφήνοντας αβέβαιο το μέλλον των τουρκοελληνικών σχέσεων.
Ο Ερντογάν γνωρίζει ότι το γεμάτο φανταστικά στοιχεία δόγμα «Γαλάζια Πατρίδα»
δεν έχει καμία πιθανότητα στο τρέχον πλαίσιο της East Med. Μετά την ισχυρή εμπλοκή του Ισραήλ στις εξελίξεις, αποτελεί περισσότερο έναν κινούμενο στόχο και είναι πολύ λιγότερο υπέρ της Τουρκίας. Οποιαδήποτε κίνηση στην περιοχή θα πρέπει να αντιμετωπιστεί πρωτίστως μέσα από το πρίσμα Ελλάδας – Ισραήλ – Αιγύπτου και Κύπρου. Το εύρος ορατότητας της Αγκυρας έχει μειωθεί σημαντικά.
Η πρωταρχική ανησυχία του Ερντογάν και του Μπαχτσελί,
του υπερεθνικιστή συμμάχου του, βρίσκεται αλλού. Οταν ο Τραμπ κέρδισε, τα αρχικά σχόλια στην Τουρκία απέδειξαν μια ισχυρή μυωπική προσέγγιση για το ότι τα αμερικανικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν από τη Συρία και ακόμη και το Ιράκ, αφήνοντας το YPG/PYD σε «ευάλωτη» θέση.
Αυτό, το πιθανότερο είναι να μη συμβεί, γιατί κάτι τέτοιο θα έστελνε μια πρόσκληση στο Ιράν να καλύψει τα κενά και θα σήμαινε τον τερματισμό του ελέγχου χιλιάδων φυλακισμένων μελών του ISIS. Ο Γουόλς, πρώην αξιωματικός, θα ήταν σθεναρά αντίθετος. Ετσι, οι Κούρδοι στην περιοχή είναι πιθανό να αποτελέσουν μια αυξανόμενη πρόκληση για την Αγκυρα, η οποία αναδεικνύεται ως η νούμερο ένα προτεραιότητα όσον αφορά την ασφάλεια, και ατού για να διατηρήσει την εξουσία στο εσωτερικό.
Ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ είναι ανεξάρτητος δημοσιογράφος. Εχει τιμηθεί με το Ευρωπαϊκό Βραβείο Τύπου. Αρθρογραφεί στη «Svenska Dagbladet» και είναι blogger στην ανεξάρτητη γαλλική MediaPart