…να μην ακούσεις έναν ποιητή*

Το «θαύμα» συντελέστηκε μπροστά στα μάτια μου. Ο κατά πολύ νεότερός μου φίλος, παιδί της γενιάς που πληκτρολογεί σαν ταχυδακτυλουργός, ζήτησε σε μια εφαρμογή του ΑI ένα μικρό ποίημα που θα περιελάμβανε την τάδε, τη δείνα και την άλλη λέξη και θα είχε το ύφος του Ελύτη. Σε χρόνο ντε τε, το ποίημα εμφανίστηκε στην οθόνη μου. Ναι, θα μπορούσε να το είχε γράψει ο Ελύτης αν ο Ελύτης δεν ήταν ο Ελύτης. Αν δεν ήταν, δηλαδή, ποιητής αλλά ένας πολύ καλός κειμενογράφος της διαφήμισης. Που θα έλεγε αυτό που ήθελε να πει με έναν έξυπνο αλλά εύληπτο και κατανοητό απ’ όλους τρόπο.

Σε έρευνα του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ δόθηκαν σε άτομα με μέσο όρο ηλικίας τα σαράντα, τα οποία δεν είχαν εντρυφήσει στην ποίηση, κείμενα εκ των οποίων τα μισά τα είχαν γράψει ο Σαίξπηρ, ο Μπέκετ, ο Μπάιρον, η Πλαθ κ.ά. και τα άλλα μισά η ΑΙ. Οι αναγνώστες θεώρησαν ότι τα ποιήματα της ΑΙ ήταν δημιουργήματα του ανθρώπινου νου, ενώ από αυτά των ποιητών μόνο ένα στα τέσσερα αναγνωρίστηκε ως προϊόν της ανθρώπινης σκέψης. Και αυτό διότι τα πονήματα της ΑΙ ήταν πιο «εύκολα», πιο βατά, που λέγαμε και στο σχολείο.

Εδώ ακριβώς όμως είναι το θέμα. Η ποίηση δεν είναι τυφλοσούρτης, δεν χρειάζεται δηλαδή να γίνεται απολύτως κατανοητή. Η Μαρίνα Καραγάτση, που η ζωή με ευλόγησε να έχω μαζί της μεγάλες συνομιλίες (σήμερα το απόγευμα, στον Ιανό γίνεται εκδήλωση στη μνήμη της), έλεγε ότι την τέχνη δεν χρειάζεται να την καταλάβεις. Ο ρόλος της είναι να σε συγκινήσει. Και ότι δεν υπάρχει πιο άστοχο πράγμα από εκείνο το «Τι θέλει να πει ο ποιητής». Ο ποιητής μπορεί να μη θέλει να πει τίποτα ή κάτι εντελώς διαφορετικό από το προφανές. Σημασία έχει όχι τι θέλει να πει αυτός, αλλά τι θα θέλει να πει ο αναγνώστης αφού διαβάσει το ποίημά του. Θυμάμαι μια συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο Ηρώδειο, ελάχιστες ημέρες μετά το δημοψήφισμα του Ιουλίου 2015. Οταν ακούστηκε το «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», όλοι οι θεατές τραγουδούσαμε όρθιοι. Και επειδή εκεί μέσα υπήρχαν και αριστεροί, και δεξιοί, και κεντρώοι, και άνθρωποι που είχαν ψηφίσει Ναι, και άλλοι που είχαν ψηφίσει Οχι, κατάλαβα ότι, εκείνη την τραυματική και κρίσιμη για τη χώρα περίοδο, ο καθένας από εμάς κάτι άλλο εννοούσε λέγοντας αυτούς τους στίχους, κάτι διαφορετικό σηματοδοτούσε για τον κάθε θεατή αυτό το «μη λησμονάτε τη χώρα μου».

Αυτή ακριβώς είναι και η μαγεία της ποίησης, μεγαλύτερη ακόμη και από τη «μαγεία» της τεχνητής νοημοσύνης. Μοιάζει με ένα κοστούμι που ο ράφτης έχει φτιάξει στα δικά του μέτρα, αλλά που, με έναν μαγικό τρόπο, προσαρμόζεται στα μέτρα του καθενός. Ενώ τα «κοστούμια» της ΑΙ «ποίησης» είναι, αυστηρά, σε ένα μέγεθος. Κυρίως διότι αυτή φτιάχνεται με υλικό τις λέξεις και τα σχήματα που χρησιμοποιεί ο κάθε ποιητής, ενώ η δύναμή της είναι όχι αυτά που αρθρώνονται αλλά αυτά που υπονοούνται.

Τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ

Κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο ένα βίντεο με τη Νατάσσα Μποφίλιου που τραγουδά στο Ηρώδειο το «Σφαγείο» του Μίκη Θεοδωράκη. Πολύ θυμωμένη, με πολύ πάθος και υπερβολική εκφραστικότητα. Στο «τακ τακ εσύ, τακ τακ εγώ» μάλιστα στηθοχτυπιέται αν και, ως γνωστόν, αυτό αναφέρεται στην επικοινωνία των κρατουμένων στην ΕΣΑ με σιγανά χτυπήματα στους ενδιάμεσους τοίχους των κελιών. Πόση εκφραστικότητα όμως να βάλεις όταν ο στίχος λέει «…είμαι θρεφτάρι, μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο»; Οση και να βάλεις, με τέτοιον στίχο είναι απολύτως περιττή.

Από την άλλη, θυμάμαι τον Μπιθικώτση στις πρώτες μεταπολιτευτικές συναυλίες να τραγουδά ανέκφραστος το «Αξιον Εστί». Και να χτυπάει λέξεις και νοήματα, που πιθανόν δεν καταλάβαινε, σαν καρφιά στην ψυχή και στο μυαλό σου. Αυτό είναι ποίηση.

*Στίχος του Μάνου Ελευθερίου από τα «Μαλαματένια λόγια»