
Τα αναγκαία δομικά στοιχεία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι τα πολιτικά κόμματα, καθώς χωρίς αυτά δεν υφίσταται πολιτικός ανταγωνισμός. Τα τελευταία χρόνια βιώνουμε την υποχώρηση του κομματικού φαινομένου: η φθίνουσα κομματική ταύτιση, η μειούμενη εμπιστοσύνη στα κόμματα και η περιορισμένη συμμετοχή στις εκλογές σε σύγκριση με το παρελθόν, μπορούν επαρκώς να περιγράψουν το φαινόμενο. Ο λόγος νομίζω προφανής, η ζωή και η πραγματικότητα έχουν αλλάξει και τα πολιτικά κόμματα δεν έχουν καταφέρει να προσαρμοστούν και να μας την εξηγήσουν.
Στο σύνολο της ΕΕ μόλις το 9% των πολιτών δηλώνει πως συμμετέχει σε πολιτικά κόμματα, ποσοστό που στην Ελλάδα διαμορφώνεται στο 6%, κατά 2% λιγότερο από την προηγούμενη καταγραφή (Ευρωβαρόμετρο, Απρίλιος 2024).
Επιχειρώντας μια επαναξιολόγηση των πολιτικών κομμάτων θα λέγαμε ότι όσο οι συνθήκες ζωής ευνοούν την ατομικότητα και παύουν να προωθούν τη συλλογική δράση τόσο τα κόμματα θα απομακρύνονται από τους πολίτες. Για να γίνει ελκυστικό ένα πολιτικό κόμμα θα πρέπει να απαντά με ρεαλιστικούς όρους στα προβλήματά μας, όμως για να γίνει αυτό, το πολιτικό προσωπικό οφείλει να έχει το ανάστημα να φανεί αντάξιο των σύγχρονων προκλήσεων.
Η ψήφος των Ελλήνων στις ευρωεκλογές του Ιουνίου ανέδειξε την πολιτική ρευστότητα που καθορίζει τα πράγματα στη χώρα μας. Συνακόλουθα η ρευστοποίηση της προοδευτικής παράταξης δημιούργησε συνθήκες ανακατανομής δυνάμεων.
Οι εκλογές στο ΠΑΣΟΚ αλλά και τα πρωτοφανή γεγονότα στον ΣΥΡΙΖΑ αφήνουν περιθώρια για την αναδιάταξη του χώρου. Η επανεκκίνηση αυτή ευνοεί την «πολιτική καθαρότητα» κάθε κόμματος και θα κριθεί αν θα ενισχύσει την επιρροή τους. Οι προκλήσεις πολλές, ο χρόνος να ανταποκριθούν τα κόμματα λίγος.
Σε αυτή την κούρσα φαίνεται να μπαίνει με μεγαλύτερες εφεδρείες το ΠΑΣΟΚ. Με αναβαπτισμένη ηγεσία, σε μια εσωκομματική αναμέτρηση που κινητοποίησε το 59% των ψηφοφόρων του, ανακαλώντας την κυβερνητική μνήμη μπορεί να κυριαρχήσει στον χώρο αν ανοιχτεί στην κοινωνία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και το Κίνημα Δημοκρατίας θα πρέπει πείσουν πως μπροστά στα οξυμένα κοινωνικά προβλήματα από τις ασκούμενες κυβερνητικές πολιτικές, έχουν τη δυνατότητα να ξεπεράσουν την απολίτικη αναμέτρηση προσώπων και να μπουν στην ουσία των πραγμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ στην «κολοβή» αναμέτρηση της προηγούμενης Κυριακής κινητοποίησε, κατά δήλωσή του, μόλις το 12% των ψηφοφόρων του (λιγότερους από τους μισούς συγκριτικά με το 2023). Πλέον ο αρχηγός κ. Φάμελλος καλείται να αποδείξει πως, πέραν των κοινοβουλευτικών διαδικασιών στις οποίες αποδεδειγμένα ανταποκρίνεται, μπορεί να κινητοποιήσει και την κοινωνία, αποκλειστικότητα μέχρι πρόσφατα του κ. Κασσελάκη.
Στον αντίποδα το Κίνημα Δημοκρατίας έχει τη δυνατότητα, ως νέο κόμμα χωρίς βαρίδια και υποχρεώσεις, χωρίς μικρομεγαλισμό και αυτοαναφορικότητα, να διατυπώσει εναλλακτικές προτάσεις διακυβέρνησης που θα ικανοποιούν κοινωνικές αγωνίες και ανάγκες και θα κάνουν την κοινωνική αντιπολίτευση πολιτική έκφραση. Στην κρίσιμη ερώτηση ποιος μπορεί να κυριαρχήσει στον χώρο η απάντηση είναι μία: όποιος εμπνεύσει τον πολίτη να πάψει να ιδιωτεύει, να σηκωθεί από τον καναπέ του και με την ψήφο του να προκρίνει τον καλύτερο.
Η Μαρία Καρακλιούμη είναι πολιτική αναλύτρια, Netrino Advisory