Όλη μου τη ζωή, φίλοι και γνωστοί αναφέρονταν σε μένα σαν «o Αυστραλός». Και αυτό επειδή έτυχε να γεννηθώ στην Αυστραλία πριν από περίπου 30 χρόνια. Με την ίδια τύχη βρέθηκα να μεγαλώνω στην Ελλάδα τα πρώτα 18 χρόνια της ζωής μου.
Από πολύ μικρός είχα συνειδητοποιήσει ότι θα σπούδαζα εκτός Ελλάδας. Και έτσι και έγινε. Στην ηλικία των 18 ετών αποφάσισα να γυρίσω στην Αυστραλία για σπουδές. Και τρία χρόνια μετά όταν τελείωσα το Πανεπιστήμιο και με το πτυχίο στα χέρια μου, έφυγα για την Ελλάδα. Με το που πάτησα το πόδι μου στη χώρα, άκουσα και πάλι τη χιλιοειπωμένη φράση «Καλώς τον Αυστραλό».
Γύρισα σε μια Ελλάδα αρκετά διαφορετική απ’ ό,τι την άφησα με πολύ ιδιαίτερες συνθήκες. Και αυτό γιατί έφυγα από μία χώρα που βρισκόταν στο χείλος της οικονομικής καταστροφής και γύρισα όταν είχε ήδη έρθει η οικονομική καταστροφή, παρόλο που δεν το έλεγαν τα κανάλια. Απλά και εγώ είχα αλλάξει, και ήμουν και σε άλλη φάση της ζωής μου. Γύρισα για να ζήσω στη χώρα που μεγάλωσα, στη χώρα μου.
Δεν με ένοιαζε καθόλου τι έλεγαν τα κανάλια. «Πολύ υπερβολικά, ως συνήθως», «Δεν θα είναι ακριβώς έτσι η κατάσταση», «Για μένα θα είναι διαφορετικά», «Θα τα καταφέρω!» σκεφτόμουν. Και όλα αυτά γιατί η θέληση μου να γυρίσω στη χώρα μου ήταν μεγαλύτερη από οποιοδήποτε εμπόδιο θα αντιμετώπιζα.
Λιγότερο από 4 χρόνια μετά, και αφού αγανάκτησα με την κατάσταση στην Ελλάδα και με πολλούς δικούς μου ανθρώπους να έχουν ήδη διασκορπιστεί σε διάφορες ηπείρους, αποφάσισα να γυρίσω στην Αυστραλία.
Πολύ σύντομα έπιασα δουλειά, νοίκιασα δικό μου σπίτι και αγόρασα και αυτοκίνητο. Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Και δεν το πίστευα το πόσο βιώσιμη είχε γίνει η ζωή μου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Έφυγα από το survival mode της Ελλάδας και μπήκα στο living mode της Αυστραλίας. Το μόνο μου άγχος ήταν να μην αργήσω στη δουλειά γιατί έπρεπε να οδηγήσω για 50 λεπτά.
Όλα τα υπόλοιπα στη ζωή μου λειτουργούσαν σωστά. Είχα την υγεία μου, το σπίτι μου, τη δουλειά μου, πληρωνόμουν στην ώρα μου, τακτοποιούσα τις υποχρεώσεις μου και μου έμεναν και λεφτά στην άκρη για ένα ταξίδι στην Ελλάδα και για να βγω για ένα φαγητό. Όλα ήταν υπό έλεγχο.
Κανένα πρόβλημα… ή έτσι νόμιζα. Πολύ σύντομα βίωσα ξανά την μεγαλύτερη παρενέργεια του «τέλειου» συστήματος της Αυστραλίας. Αυτή που κατάφερα να ξεχάσω φεύγοντας την πρώτη φορά. Και αυτή που με διαφορετική νοοτροπία προσπάθησα μάταια να αποφύγω. Μοναξιά. Σκληρή μοναξιά. Οι τεράστιες αποστάσεις, η απουσία των δικών μου ανθρώπων, η έλλειψη εθίμων και παραδόσεων, η ατέλειωτη δουλειά και ο κόσμος, με μία «ευγένεια βιτρίνας» αλλά στην πραγματικότητα κρύος και αδιάφορος.
Δυσκολεύτηκα πολύ να γεμίσω αυτό το μεγάλο κενό της μοναξιάς. Με τα χρόνια το κατάφερα, αλλά πήρε πολύ χρόνο γιατί έπρεπε να γίνει σωστά. Δεν έχει νόημα αλλιώς. Δυστυχώς όμως συμβιβάστηκα με τον τρόπο ζωής. Όπως προσπάθησα να συμβιβαστώ στην Ελλάδα και απλά δεν με χωρούσε η χώρα δυστυχώς.
Έξι χρόνια μετά, χωρίς υποχρεώσεις και δουλεύοντας εξ αποστάσεως, αποφάσισα να ξαναπάω στην Ελλάδα. Αυτή τη φορά σαν τουρίστας, για να βολιδοσκοπήσω την κατάσταση. Ευελπιστούσα ότι αυτά που θα αντικρίσω, θα με πείσουν να γυρίσω ξανά πίσω σε αυτήν, στη χώρα μου. Στη χώρα που μεγάλωσα και ήθελα να ζήσω. «Άλλωστε αυτή τη φορά με πολύ διαφορετικό τρόπο σκέψης και με περισσότερες επιλογές και ελευθερία, καθώς βγάζω πολλά περισσότερα χρήματα, θα μπορούσα να γυρίσω», συλλογίστηκα.
Δυστυχώς, όμως, η κατάσταση… έχει χειροτερέψει. Λιγότερος νέος κόσμος, με πενιχρές προοπτικές, διαφθορά, πελατειακό κράτος, ακρίβεια στα πάντα και μια ολόκληρη χώρα να ζει με 850 ευρώ το μήνα.
Όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι φεύγουν ανεπιστρεπτί. Τους εναπομείναντες διακατέχει μία οικονομική «μιζέρια» που έχει επισκιάσει αλλά και καταστρέψει την ικανότητα τους να ονειρεύονται. Έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Με ένα βάρος άσχημου και βίαιου συμβιβασμού για το μέλλον τους. Και αυτό τους έχει «βαρύνει».
Με χειρουργική ακρίβεια οι εκάστοτε κυβερνήσεις έχουν καταφέρει να αφαιρέσουν το μέρος του εγκεφάλου που σου επιτρέπει να ονειρεύεσαι. Και αυτό το έχουν αφαιρέσει με το έτσι θέλω από έναν ολόκληρο λαό. Λαός που δεν ονειρεύεται δεν δημιουργεί, και δυστυχώς στο τέλος πεθαίνει. Και αυτό το βλέπεις στα παιδιά που γεννιούνται, ή πιο σωστά που δεν γεννιούνται.
Αυτοί που είχαμε τη δυνατότητα και ονειρευτήκαμε πιο δυνατά, φύγαμε. Αλλά δυστυχώς αφήσαμε ένα μεγάλο μέρος της ψυχής μας εκεί. Γονείς, οικογένεια, συγγενείς και φίλοι έμειναν όλοι πίσω.
Από την άλλη, φεύγοντας πήραμε και μέρος της ψυχής και του μέλλοντος της Ελλάδας καταδικάζοντας το μέλλον της πατρίδας μας.
Οι πιο μορφωμένοι, εξειδικευμένοι, προοδευτικοί, επαγγελματίες, με σεβασμό στον συνάνθρωπο, στα ήθη, έθιμα και παραδόσεις έχουμε φύγει. Σαν να μας φίλτραρε ένα μεγάλο κόσκινο και όσοι πληρούσαμε αυτές τις προϋποθέσεις μας στείλανε έξω με απευθείας ανάθεση.
Άλλωστε και να γυρίζαμε στην Ελλάδα τι θα κάναμε; Τι προοπτικές υπάρχουν; Πώς μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς να είμαστε στο survival mode κάθε μέρα; Πώς μπορούμε να κρατήσουμε το μέρος του εγκεφάλου που μας επιτρέπει να ονειρευόμαστε και να δημιουργούμε;
Και ίσως πρέπει να το ρωτήσω αλλιώς.
Τι προοπτικές έχει η χώρα; Τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα για να μην είναι κάθε μέρα στο survival mode; Πώς μπορεί να ξεκινήσει και πάλι να ονειρεύεται η χώρα αυτή; Πώς μπορεί να δημιουργήσει ξανά;
Αυτές οι ερωτήσεις ταλαιπωρούν το μυαλό μου, καθώς περνάω ακόμη μια φορά τις πόρτες του αεροδρομίου της Αθήνας, ακούγοντας από την παρέα μου για άλλη μια φορά το χιλιοειπωμένο «Αντίο Αυστραλέ».
The post Χώρα «απατηλών» ονείρων appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.