Η μητέρα μπήκε στο σπίτι τ’ απόγευμα κατακουρασμένη. Έβγαλε τα κοντά της μαύρα μποτάκια με τη φουντωτή μαύρη γούνα, έβγαλε τη βρεγμένη ζακέτα που φορούσε, έκλεισε την πόρτα για να μη μπαίνει μέσα το κρύο, που ήταν τόσο δυνατό αυτές τις μέρες, και μου φώναξε:
— Έλα, κόρη, να στολίσουμε το δέντρο, να μυρίσουν οι μέρες. Πιο ύστερα είπα του Γιώργου, του φωτογράφου, να μας βγάλει μια φωτογραφία, να στείλω στην αδελφή σου και στη θεία σου, να μη στεναχωριούνται που θα ‘μαστε μοναχές μας πάλι και φέτος…
Εγώ, μικρό κορίτσι, περίμενα πώς και πώς να στολίσω το δέντρο μας, αλλά έβλεπα ότι η μητέρα μου ήταν λυπημένη. Δεν χαιρόταν για τα Χριστούγεννα που ερχόντουσαν, γιατί αυτή τη χρονιά δεν ήταν μαζί μας η αδελφή μου, που είχε μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Στα 16 της χρόνια πήγε μετανάστρια κοντά στη θεία μας.
Άρχισα να βγάζω από ένα όμορφο καλάθι τα περσινά στολίδια. Πρώτα έβγαλα το άστρο, κατόπιν τον Άι Βασίλη, που αγαπούσα ιδιαιτέρως, και σιγά-σιγά τοποθετούσα τα διάφορα λαμπιόνια —που κάθε χρόνο αγοράζαμε και από λίγα— από τον κυρ Αντρίκο, τον κουρέα. Το μαγαζί του, για εμάς τα παιδιά της γειτονιάς, ήταν το κάτι άλλο! Μέσα σε δύο μεγάλες βιτρίνες είχε τοποθετήσει τα πολύχρωμα λαμπιόνια και τα διάφορα παιχνίδια του δέντρου. Όπως ελατάκια, κουκουνάρες, χιονανθρώπους κ.τ.λ. Όλα τα κοριτσάκια κάναμε ουρά απ’ έξω να δούμε και να θαυμάσουμε τα φανταστικά στολίδια. Και με το λίγο χαρτζιλικάκι μας αγοράζαμε κάτι.
Το δέντρο μου δεν είχε καλά-καλά στολιστεί, όταν ένιωσα τη μητέρα μου να κλαίει. Πήγα κοντά της και της μίλησα:
— Ξέρω, κλαις γιατί η Αναστασία δεν είναι κοντά μας σήμερα να στολίσουμε μαζί το δέντρο, της είπα.
Εκείνη την ώρα χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο Γιώργος, ο φωτογράφος.
— Καλησπέρα, όλα έτοιμα; είπε.
Αφού του έδωσε η μητέρα μου ένα γλυκό, του ζήτησε να μας βγάλει τη φωτογραφία.
— Θα την στείλω στην Αυστραλία, Γιώργο, του είπε κλαίγοντας.
— Ναι, κυρά Σταθίτσα, αλλά πώς θα βγάλω τη φωτογραφία αφού κλαις; Κάνε υπομονή λίγο καιρό. Θα πάτε κι εσείς κοντά της. Εξάλλου, είναι κοντά στη θεία της, που την αγαπά όπως κι εσύ. Έλα, χαμογέλασε, να βγει καλή η φωτογραφία.
Η φωτογραφία βγήκε και εστάλη στην Αυστραλία, αλλά η χρονιά εκείνη ήταν για μένα μια κακή ανάμνηση. Από τότε είπα: «Ποτέ ξανά μόνες μας Χριστούγεννα».
Αυτές οι Άγιες Μέρες είναι μέρες χαράς, μέρες γιορτινές, μέρες αισιοδοξίας. Πρέπει να γιορτάζονται χαρούμενα, με την οικογένεια, με συγγενείς και αγαπημένους φίλους. Κι αν γνωρίζετε ανθρώπους μονάχους, καλέστε τους ευγενικά κοντά σας, να νιώσουν τη θαλπωρή της οικογένειας. Πιστέψτε με, εσείς θα νιώσετε καλύτερα το χαρμόσυνο μήνυμα της Γέννησης του Θεανθρώπου!
The post Προπαραμονή Χριστουγέννων 1957 appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.