Έκανε τόσο πολύ κρύο που ακόμη και η παλιά η παροιμία: «Κάνει τσίφι για το δόλιο το κοτσύφι» δεν έφτανε για να περιγράψει το τουρτούρισμά μου κάτω από παλτά και κασκόλ. Οι κάτοικοι της πέτρινης πόλης του Αργυροκάστρου, το έλεγαν «διαπεραστικό», διότι περνάει ακριβώς από μέσα σου, σαν καλοακονισμένη λεπίδα, όπως λένε: «Το κρύο με το σακί μπαίνει και με το βελόνι βγαίνει», τουλάχιστον στην Αθήνα, από όπου το έμαθαν.
Το νερό, παγιδευμένο ανάμεσα στις λείες πέτρες του λιθόστρωτου σοκακιού στην ανηφόρα του κάστρου που δεσπόζει νωχελικά και βαρύγδουπα πάνω από την πόλη στην οποία έδωσε το όνομά του, περισσότερο σταχτί σε χρώμα παρά ασημένιο, ψιθυρίζοντας μνήμες και μαρτυρίες αίματος με κάθε επίθεση του βοριά, είχε παγώσει μετατρέποντας το δρόμο σε τσουλήθρα.
Η πεζοπορία μέχρι τον προορισμό μας ήταν έτσι σχεδόν αδύνατη και φτάσαμε μέσα στο τσίριγμα και το φραγγέλωμα του ανέμου, μόνο μετά βίας γλιστρώντας και πέφτοντας επάνω στις μάντρες των σπιτιών που περιβάλλουν το δρόμο, αμέτρητες φορές. Όταν φτάσαμε επιτέλους στο πέτρινο σπίτι με την φαιά στέγη από σχιστόλιθο, το ίδιο χρώμα με τον ουρανό, ήμασταν παγωμένοι όσο ο δρόμος ντιπ για ντιπ κι άλλο τόσο εξαντλημένοι.
Η Βάβω η Μάχη, ζαρωμένη με μάτια καρβουνένια, διαπεραστικά σαν το κρύο, μαυροντυμένη με μια λευκή μαντίλα πλεγμένη γύρω από τα μαλλιά της και δεμένη με έναν κόμπο, σήκωσε το βλέμμα της από τη φωτιά στο τζάκι: «Σας καρτέραγα. Καλώς μας ήρθαταν καρδούλες. Φέραταν το πουρνάρι;».
Ο εγγονός της την πλησίασε και, πιάνοντας το κλαδί πουρναριού που είχε χωμένο κάτω από τη μασχάλη του, το έριξε αργά και ευλαβικά πάνω στη φωτιά. Ευθύς μετά, μου έκανε νόημα να κάνω το ίδιο. Όλο αυτό το διάστημα, η Βάβω Μάχη με τήραγε προσεκτικά, μισοκρύβοντας ένα χαμόγελο πίσω από τα ροζιασμένα της χέρια. «Κάτσε σιμά, εδώγια» μου έδειξε το χαμηλό σκαμπό δίπλα της. Τα κλαδιά τώρα είχαν πιάσει φωτιά και το κοφτό αναπαιστικό στακάτο από το τρίξιμο τους γέμισε το δωμάτιο.
«Παλιά, τούτο θα’ταν πριν ακόμη από τον βασιλιά τον Αλέξανδρο, πριν από τον Πύρρο βασιλιά θα’νάταν», άρχισε να διηγείται η Βάβω Μάχη καθώς έσπρωχνε τα κλαδιά του πουρναριού με ένα λυγισμένο πυροσίδερο, σκορπίζοντας παντού μικρές σπίθες σαν πυγολαμπίδες, «γεννήθηκε ο Χριστός μας, ο καημένος, μέσα στη νύχτα. Πόσο έκλαψε η μάνα του η μαύρη. «Σήμερα σε φασκιώνω, αύριο θα σε σαβανώνω,» μοιρολόγαγε. Οι μάνες τα ξέρουν τούτα, τι είναι γραφτά για τα μωρά τους. Παλιμάτα, έστειλε τους αγγέλους να βρουν τρεις βοσκούς. «Συρείτε να προσκυνήσετε τα πόδια του Χριστού,» τους ορμήνεψαν. Έπρεπε να περπατήσουν μέσα στη μαύρη νύχτα για να τον βρουν. Ντιπ για ντιπ γκαβοί, με σκοτάδι σαν κατράνι. Πώς θα τον έβρισκαν; Κι αν έπεφταν απάνω τους κλέφτες; Τούτοι οι βοσκοί ήταν από τα γύρω εδώ χωριά, από την Καλογαραντζή, είπαν με το νου τους να μάσουν ξερά κλαδιά από πουρνάρι και να τα ανάψουν να φωτίζουν το δρόμο τους. Έτσι τον βρήκαν τον Χριστό και τον προσκύνησαν. Το τρίξιμο των κλαδιών ήταν ευλογία. Κρατά μακριά τους ληστές και τα διαβολάκια».
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων στην νοτιότερη πόλη της Αλβανίας, την παλιά πρωτεύουσα της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου. Σκουπίζοντας την πάχνη από το παράθυρο, παρακολούθησα έξω να παραπατούν στο γλιστερό δρόμο μερικοί άντρες κρατώντας φλεγόμενα κλαδιά πουρναριού. Κάθε τόσο, η πόρτα του σπιτιού άνοιγε τρίζοντας, ωθώντας τον παγωμένο άνεμο προς τη φωτιά. Οι κουρασμένοι και σχεδόν κατεψυγμένοι μουσαφιραίοι έμπαιναν με τα κλαδιά τους.
«Και του χρόνου Βάβω Μάχη», της εύχονταν, καθώς έσκυβαν να της φιλήσουν το χέρι, φεύγοντας αμέσως μετά. «Όπως τα κλαδιά τρίζουν και κροταλίζουν, έτσι να φτάσουν οι ευχές σας στα αυτιά του Θεού, ψυχές μου», αναφωνούσε συνεχώς η Βάβω, τα μάτια της βουρκωμένα. «Ο Θεός να μας φυλάει εμάς κι όλους τους Χριστιανούς αυτή τη νύχτα της λαχτάρας», αναστέναξε στη συνέχεια, σταυροκοπώντας τον κόρφο της τρεις φορές.
«Γιατί λαχτάρας;» τη ρώτησα. «Δεν είναι αυτή η νύχτα που γεννιέται ο Χριστός;» Τα μάτια της Βάβω Μάχης μεγάλωσαν καθώς έσφιξε τα κουμπιά του παλτού της. «Ναι, και τα ακατανόμαστα έχουν λυσσάξει. Παραμονεύουν να χιμήξουν επάνω σε όποιον θεοσεβούμενο βρουν στο διάβα τους. Λαχταρούν να τον παραστρατήσουν να μη φτάσει ποτέ στο σπίτι του».
«Σίγουρα δεν πιστεύεις στους καλικάντζαρους;» γέλασα. «Μη βάζεις μάνα μου το στόμα τους στα χείλια σου», μου πέταξε μεμιάς η Βάβω Μάχη. «Τους είναι ολόκληρο ασκέρι και παίρνουν πολλά σχήματα. Πάρε για παράδειγμα τον Ψιλοβελώνη. Πανούργος είναι αυτός ο μαύρος, με πολύ μακριά και λεπτά δάχτυλα και ουρά διχαλωτή. Είναι τόσο λεπτός που μπορεί να στριμωχθεί ανάμεσα σε όλες τις ρωγμές και τις κλειδαρότρυπες του σπιτιού. Και εκεί που καρτεράς, να, σου χάνεται το φαγητό, άλλες φορές, κανά μωρό, ποτέ δεν ξέρεις. Γι’αυτό πρέπει να έχεις το νου σου. Κατόπι, είναι ο άλλος, ο αρχηγός τους, ο Μανδρακούκος ο Ζυμαρομύτης.΄Εχει την γκλίτσα του βοσκού για σκήπτρο και πετάει ανάμεσα στις στάνες και στα μονοπάτια των βοσκών. Πλέκει το καπέλο του από τρίχες γουρουνιού, αλλά δεν είναι αρκετά μεγάλο για να σκεπάσει τα αυτιά του, γιατί τούτα έχουν το ίδιο μέγεθος και σχήμα με αυτά του γομαριού.
Παραμονή της εορτής, που λες, ο Μανδρακούκος ρίχνει από την καμινάδα ένα τσιγκέλι και κλέβει τη γάστρα με τη θράκα μαζί από τη φωτιά. Τις περισσότερες φορές όμως, αρπάζει πρόβατα. Μη γελάς. Υπάρχουν κι άλλοι. Τον Ανέμη τον Κοψομεσίτη τον έχεις ακουστά; Που έχει πολύ λεπτή μέση και το πάνω μέρος του σώματός του γυρίζει σαν σβούρα; Σφηνώνεται στο στημόνι του αργαλειού και ξηλώνει τα νήματα. Μετά είναι ο Τραγοπόδης, που είναι τριχωτός, με πόδια και ουρά τράγου. Σημείωνε καλά αυτά που σου λέω. Αν δεν προφυλαχτούμε απόψε, θα μας κλέψει το Χριστόψωμο ή θα μας το μαγαρίσει».
«Πώς και δεν υπάρχουν γυναίκες καλικάντζαροι, Βάβω;» ο εγγονός της χλεύασε. «Δεν έχουν ψυχή;»
«Δάγκασε τη γλώσσα σου», μόρφασε απότομα η Βάβω Μάχη. «Και πώς δεν υπάρχουν. Είναι εκείνη η καταραμένη η Βερβεζού, η Τρίμουρη Τζόγια, με τα τρία μούτρα. Που καταριέται τα μωρά, ο όλεθρος των γκαστρωμένων και των λεχώνων. Ο Θεός να μας φυλάει όλους. Η νύχτα αυτή φέρνει κινδύνους». Βάλθηκε να σταυροκοπιέται ασταμάτητα.
Το Χριστόψωμο της Βάβω Μάχης, τοποθετημένο με αγάπη σε περίοπτη θέση κάτω από τα εικονίσματα, ήταν διακοσμημένο περίτεχνα με το σχήμα του αρότρου, διότι ο μακαρίτης ο σύζυγός της ήταν αγρότης και σε αυτές τις παραμεθόριες πατρίδες τα χριστόψωμα στολίζονται με σχήματα αντιπροσωπευτικά της απασχόλησης της οικογένειας. «Έπρεπε να του έβαζα μπουκάλια αντί για άροτρο», σάρκασε και το σταύρωσε ευλαβικά. «Γιατί αυτή ήταν η μόνη ασχολία που του πιάνανε τα χέρια του προκομμένου μου». Είχε προσθέσει κι άλλα, μικρότερα ψωμάκια γύρω από το Χριστόψωμο.
«Τούτες εδώ οι κουλούρες είναι για τα ζα που είχαμαν, τα γαϊδούρια, τα γιδοπρόβατα. Είναι κι αυτά τα έρημα, πλάσματα του Θεού. Παλιά, την ημέρα τις Γιορτής, τους τα ταΐζαμαν να μην αρρωστήσουν όλο το χρόνο. Αλλά τι να τα κάνουμε τα ζα τώρα, ποιος να τα προσέχει, φύγαν όλοι, πήγαν στην Αθήνα, ερήμωσαν οι πάντες». Δείχνοντας μερικά ψωμάκια σουρρεαλιστικά, σε σχήμα οκτώ, συνέχισε: «Αυτές τις κολιαντίνες τις φυλάω για τα εγγόνια μου. Παραμονή έρχονταν να μας πουν τα κάλαντα, και τους τις έδινα αλλά δεν βαριέσαι. Φύγανε κι αυτά. Όλα πάησαν στην Αθήνα, εκτός από τούτον δω. Τις φυλάω μπας και έρθουν την πρωτοχρονιά, με το θέλημα του Θεού, αφού τις φάνε, να έχουν την υγειά τους όλο το χρόνο. Αλλά τι να κάνεις. Πέρυσι δεν ήρθαν, προπέρυσι δεν ήρθαν, παραπροπέρυσι δεν ήρθαν, φέτος….. Δόξα τω Θεώ χίλιες φορές και την ταλαιπωρημένη τη Μάνα Του να δοξάζετε. Τι τράβηξε εκείνη η γυναίκα και εμείς οι γυναίκες όλες. Ούτε η Μάνα του Θεού δεν γλίτωσε από τα βάσανα της γέννας κι αυτής της ζωής».
Τώρα ήταν η κόπωση που έφερε ο αγώνας με τα στοιχειά της φύσεως ώστε να φτάσουμε σώοι και αβλαβείς στο σπίτι της Βαβω Μάχης, η αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιουργήθηκε από την καπνίλα ενός καπνοδόχου που μάλλον είχε δεκαετίες να καθαριστεί ή και η γνώση ότι τα χαράματα, που όλο και πλησίαζαν, θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε το ψύχος για ακόμη μια φορά, διασχίζοντας τα ανελέητα παγερά σοκάκια της πόλης μέχρι την πανάρχαια εκκλησιά της Μεταμορφώσεως χτισμένη τον 18ο αιώνα για την Χριστουγεννιάτικη λειτουργία, που με έκαναν να νυστάζω υπερβολικά, στο σημείο που με κόπο μεγάλο κατάφερνα να μισανοίξω τα βλέφαρά.
Σαν όνειρο συνειδητοποίησα αμυδρά ότι συμμετείχα σε ένα παραδοσιακό παιδικό χριστουγεννιάτικο παιχνίδι. Είχα παρατάξει καρύδια στη σειρά και στη συνέχεια τα χτυπούσα με άλλα καρύδια για να τα απομακρύνω. Η όρασή μου ήταν θολή, ο στόχος μου θλιβερός. Σαν να άκουγα τη φωνή της Βάβω Μάχης, ψηλή και παραμορφωμένη να κράζει: «Όταν δεν πετυχαίνεις το στόχο σου αυτό λέγεται αμαρτία». Τα καρύδια τα δικά μου που δεν κατάφερα να τα απομακρύνω είχαν φυτρώσει μάτια. Οι κόρες τους ήταν κόκκινες και με περιεργάζονταν αδιαλείπτως με περιφρόνηση. Αν και δεν φαίνονταν ούτε ίχνος δοντιού στο στόμα της, η Βάβω Μάχη δεν ήταν μόνο ικανή στο να πετυχαίνει τα καρύδια, αλλά στο να τα τσακίζει στο στόμα της και να τα καταβροχθίζει επίσης, κακαρίζοντας θριαμβευτικά. Η φωτιά φάνταζε τώρα πιο σκοτεινή, πιο μαυριδερές ήταν οι αποχρώσεις του κίτρινου της φλόγας και μέσα στο παραλήρημά μου, ήμουν σίγουρος ότι ήμουν μωρό στην κούνια μου, περιτριγυρισμένο από φλεγόμενα κλαδιά πουρναριού, επικείμενο θύμα ενός Μανδρακούκου που αναδύονταν από τις φλόγες, επεκτείνοντας ένα δασύτριχο χέρι με γαμψά νύχια για να με γραπώσει…
«Άϊντεστε, μάνες μου, σκωθείτε», αντήχησε η φωνή της Βάβω Μάχης. Η παγερή αφή του χεριού της στο μάγουλό μου με ξεσήκωσε από τον ταραχώδη λήθαργό μου. Στο άλλο της χέρι κρατούσε ένα μικρό ποτηράκι με τσίπουρο. «Πιες από τη μύτη σου,» μου προέτρεψε. «Διαφορετικά οι μύξες σου θα τρέχουν και δε θα τις περιμαζώνεις στο κρύο. Συρείτε τώρα στην εκκλησία, καρδούλες μου. Γεννιέται ο Σωτήρας του κόσμου. Χρόνια πολλά. Ο Θεός να σας ευλογάει χιλιάδες φορές. Άϊντε πασιάδες μου. Συρείτε!».
The post Χριστούγεννα Αργυροκαστρίτικα appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.