Ο τολμηρός πειραματιστής της αμερικανικής λογοτεχνίας

«Αμέσως τραβάει το χέρι του και, καθώς δεν υπάρχει κουπαστή στα αριστερά του, δεν έχει πια από πού να πιαστεί, και πάλι όμως, σίγουρος ότι γνωρίζει καλά αυτά τα σκαλιά, έχοντας ζήσει σ’ αυτό το σπίτι για τόσο πολλά χρόνια, αποτολμάει ένα πρώτο βήμα προς τα κάτω, του ξεφεύγει το σανίδι για δυο πόντους, χάνει την ισορροπία του μες στο σκοτάδι και κατρακυλάει στη βάση της σκάλας, χτυπώντας τον έναν αγκώνα, χτυπώντας μετά και τον άλλο και τσακίζοντας στη συνέχεια το δεξί του γόνατο πάνω στο σκληρό τσιμεντένιο δάπεδο.

Για δεύτερη φορά το ίδιο πρωί ο Μπαουμγκάρτνερ ξεφωνίζει από πόνο…».

Το απόσπασμα από το τελευταίο δείγμα γραφής του Πολ Οστερ, «Μπαουμγκάρτνερ» (εκδ. Μεταίχμιο) είναι μια τυχαία επιλογή από το σύνολο των έργων του που επιβεβαιώνει τη δεινή, ξεχωριστή λογοτεχνική του ικανότητα. Η περιγραφή της πτώσης του υποκειμένου, στη λεπτομέρεια μιας κινηματογράφησης σε αργή κίνηση και την οικονομία των λέξεων που εικονοποιούν το συμβάν, συγκροτεί ένα από τα πολλά επιχειρήματα για το ότι ο Πολ Οστερ, ο διάσημος αμερικανός μυθιστοριογράφος και ποιητής, εξυμνήθηκε για το ιδιαίτερο μείγμα του ευρωπαϊκού σουρεαλισμού και του παιχνιδιάρικου αμερικανικού μεταμοντερνισμού που χαρακτηρίζει το έργο του.

Ο Οστερ πέθανε στις 30 Απριλίου, στα 77 του χρόνια, από καρκίνο του πνεύμονα, ως συγγραφέας της περίφημης «Τριλογίας της Νέας Υόρκης» και άλλων 34 μυθιστορημάτων. Ο γεννημένος στο Νιούαρκ του Νιου Τζέρσεϊ ξεκίνησε τη συγγραφική του ζωή σε ηλικία οκτώ ετών, όταν – όπως είχε αναφέρει ο ίδιος – δεν κατάφερε να πάρει αυτόγραφο από τον ήρωα του μπέιζμπολ, Γουίλι Μέις, επειδή ούτε ο ίδιος ούτε οι γονείς του είχαν μαζί τους μολύβι όταν τον συνάντησε πριν από έναν αγώνα. Από τότε, έπαιρνε παντού μαζί του ένα μολύβι. «Αν υπάρχει ένα μολύβι στην τσέπη σας, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα μια μέρα να μπείτε στον πειρασμό να αρχίσετε να το χρησιμοποιείτε» έγραψε σε ένα δοκίμιο του 1995.

Λίγο μετά τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια παρέμεινε στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μεταφράζοντας, κάνοντας περιστασιακές δουλειές, συζώντας με παύσεις με τη φίλη του συγγραφέα Λίντια Ντέιβις. Μέχρι που το 1974 επέστρεψαν στην Αμερική, παντρεύτηκαν, απέκτησαν έναν γιο, τον Ντάνιελ, και λίγο αργότερα χώρισαν. Το 1981 ο Οστερ γνώρισε τη συγγραφέα Σίρι Χούστβεντ, με την οποία παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο και μαζί της απέκτησε μία κόρη.

Για τα επόμενα τριάντα χρόνια ο Οστερ έγραφε διαρκώς δημοσιεύοντας κυρίως μυθιστορήματα, μεταξύ των οποίων «Το παλάτι του φεγγαριού» (1989), «Το βιβλίο των ψευδαισθήσεων» (2002), «Αόρατος» (2009) και «Φλεγόμενο Αγόρι» (2021). Εγραψε το σενάριο της ταινίας «Καπνός» του Γουέιν Γουάνγκ, για το οποίο κέρδισε το βραβείο Independent Spirit του 1995.

Τα στυλιζαρισμένα, ενίοτε φιλοσοφικά μυθιστορήματά του απέσπασαν εγκωμιαστικές κριτικές και ο Οστερ προβλήθηκε ως νέος μετρ του αμερικανικού μεταμοντέρνου αστυνομικού μυθιστορήματος. Για ένα διάστημα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του ’90, κατά τη διάρκεια του οποίου κέρδισε, μεταξύ άλλων, το γαλλικό Prix Médicis ξένου μυθιστορήματος, ήταν από τους πιο διάσημους μεταμοντέρνους μυθιστοριογράφους της χώρας του.

Στον 21ο αιώνα, καθώς η πειραματική αστυνομική λογοτεχνία έγινε του συρμού, η καινοτομία της γραφής του και η άνεση του ύφους του κατέληξαν σε ένα είδος μοιραίου ελαττώματος. Με τον Οστερ να μπαίνει στο στόχαστρο της κριτικής ότι «καταφεύγει σε κλισέ και στα μετέπειτα έργα του απουσιάζει η ουσιαστική εφευρετικότητα», όπως υπονομευτικά σημείωσε στην κριτική του ο Τζέιμς Γουντ το 2009 στο «The New Yorker».

Γιατί λοιπόν σήμερα η μεταμοντέρνα αστυνομική λογοτεχνία του συγγραφέα εξακολουθεί να έχει σημασία; Στο ερώτημα απαντά ο Μπεν Λίμπμαν στο «Yale Review» εν είδει νεκρολογίας, τονίζοντας τη συμβολή του Οστερ στα αμερικανικά γράμματα.

Το έργο του μας δίδαξε ότι η συγγραφή μυθιστορημάτων και η εξιχνίαση εγκλημάτων μπορεί να είναι συγγενικές, ότι μια λέξη και ένα στοιχείο μπορεί να είναι σύμβολα της ίδιας τάξης. Αναγνώρισε νωρίς ότι, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο δημοφιλές είδος, η αστυνομική ιστορία προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες για τον μυθιστοριογράφο που θέλει να αναρωτηθεί και να παίξει με το ίδιο το μυθιστόρημα ως μορφή. Ο Οστερ είχε τη διορατικότητα να κατανοήσει ότι τα προβλήματα που ενυπάρχουν στη γλώσσα μπορούν να αποτελέσουν πηγή αφηγηματικής έντασης.

Ο Πολ Οστερ προώθησε τη μεταμυθοπλαστική στροφή της αμερικανικής λογοτεχνίας με την επιμονή του να θεωρεί ότι η συγγραφή μπορεί να είναι μια μορφή συνωμοτικής σκέψης. Σε μια εκδοτική εποχή που κυριαρχείται από τον λογοτεχνικό ρεαλισμό θα πρέπει να τον θυμόμαστε ως έναν τολμηρό πειραματιστή που πίστευε ότι το μυθιστόρημα παραμένει ακόμη ικανό να είναι νέο.