Η «προσέγγιση του Ελσίνκι» ή εξευρωπαϊσμός

Ο Κωνσταντίνος Σημίτης είναι ο πολιτικός ηγέτης της Μεταπολίτευσης που δημιούργησε ένα νέο δόγμα-προσέγγιση στην εξωτερική πολιτική της χώρας. Το δόγμα αυτό κωδικοποιείται κατά κάποιον τρόπο στη φράση «προσέγγιση του Ελσίνκι» ή εξευρωπαϊσμός της εξωτερικής πολιτικής και προβλημάτων και αποτελεί παράμετρο της έννοιας-στόχου του καθολικού εκσυγχρονισμού που επεδίωκε. Ο Κ. Σημίτης είχε ένα πνευματικό χαρακτηριστικό που δεν είχε κανένας άλλος ηγετης. Είχε τη βαθύτερη κατανόηση και προσήλωση στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, τη βαθύτερη γνώση του συστήματος, θεσμών, διαδικασιών, λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ), όπως είχε και μια επεξεργασμένη θεωρία για την ανάπτυξη της Ενωσης. Και έδινε ως εκ τούτου πραγματικές μάχες για την εμβάθυνσή της στη λογική της ομοσπονδιακής κατεύθυνσης, καθώς πίστευε ότι μια ισχυρή Ενωση συνιστά προϋπόθεση για μια ισχυρή Ελλάδα.

Η «προσέγγιση Ελσίνκι» (από τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι – Δεκέμβριος 1999) έχει ουσιαστικά ως κύρια παράμετρο τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνουμε τη σχέση μας με την Τουρκία. Και την ανάγκη να υπερβούμε τη συγκρουσιακή της μορφή αλλά  με προστασία της εδαφικής μας ακεραιότητας και κυριαρχίας. Ηταν βαθιά  προβληματισμένος όταν ανέλαβε την εξουσία (1996) από το γεγονός ότι, όπως γράφει στο βιβλίο του («Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα 1996-2004», σελ. 56), «μεταξύ 1981-1996 η ελληνική εξωτερική πολιτική αποθάρρυνε οποιοδήποτε εγχείρημα διμερούς επίλυσης των εκκρεμοτήτων». Με βάση και την πικρή εμπειρία της κρίσης των Ιμίων προώθησε την ευρωπαϊκή στρατηγική επίλυσης των προβλημάτων με την Τουρκία σε δύο σκέλη: (α) την ελληνική συγκατάθεση στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ με προϋπόθεση την αποδοχή από πλευράς της της επίλυσης των διαφορών με βάση το διεθνές δίκαιο ή την παραπομπή τους στο Διεθνές Δικαστήριο (ΔΔΧ) και (β) τη θωράκιση του Ελληνισμού γενικότερα με την ένταξη της Κύπρου στην Ενωση. Η στρατηγική αυτή απέδωσε. Οδήγησε στις διερευνητικές συνομιλίες με την Τουρκία (2002) που θα είχαν καταλήξει σε οριστικό  πακέτο διευθέτησης των προβλημάτων εάν η νέα κυβέρνηση που ήλθε στην εξουσία τον Μάρτιο 2004 δεν απέρριπτε το «Ελσίνκι».

Γενικότερα ο Κ. Σημίτης πίστευε ότι «τα συμφέροντα και οι προοπτικές της Ελλάδας βρίσκονται στην Ευρωπαϊκή Ενωση και την εξέλιξή της». Εργάστηκε επομένως για να φέρει τη χώρα στον εσωτερικό πυρήνα της με την προσχώρησή της στην ΟΝΕ ως το μείζον επίτευγμα. Αλλά και για άλλες συγκεκριμένες ρυθμίσεις στις συνθήκες ΕΕ που θα προστάτευαν την εδαφική ακεραιότητα – κυριαρχία της χώρας (όπως αναφορά για τα σύνορα στη Συνθήκη του Αμστερνταμ, ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής στη Συνθήκη της Λισαβόνας, κ.ά.). Και καθώς η θεσμική μνήμη στην Ελλάδα είναι πολύ κοντή, έχει ξεχαστεί εντελώς το «έγγραφο των Βρυξελλών» που υιοθετήθηκε το φθινόπωρο 2002 και με το οποίο η Τουρκία «δεσμεύεται μεταξύ άλλων να μην αναλάβει καμία δράση ενάντια σε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης». Οπως γράφει ο Κ. Σημίτης, «η ρύθμιση αυτή αποτελεί οιονεί “ρήτρα μη επίθεσης” και ισοδυναμεί πρακτικά με άρση του casus belli που είχε κηρύξει η Τουρκία κατά της Ελλάδας» («Πολιτική…», σελ. 137).

Ο Κ. Σημίτης ενεργά στήριζε τον «βαθμιαίο μετασχηματισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε πολιτική ένωση με ομοσπονδιακή προοπτική» (σελ. 127). Μια ολοκληρωμένη επομένως προσέγγιση εξωτερικής και ευρωπαϊκής πολιτικής για τη χώρα. Ενα κεκτημένο πολύτιμο για το σήμερα. Ο εκσυγχρονισμός ως εξευρωπαϊσμός εσωτερικών δομών και εξωτερικής πολιτικής.

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ), πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ