Ο υπαρξιακός πολιτιστικός πόλεμος της Ουκρανίας

Το 2022, ο τότε υπουργός Πολιτισμού της Λιθουανίας Σιμόνας Καΐρις αποφάσισε ότι η παράσταση κλασικού μπαλέτου του ρώσου συνθέτη Τσαϊκόφσκι «Ο καρυοθραύστης» δεν ήταν πλέον ο κατάλληλος τρόπος για τον εορτασμό των Χριστουγέννων. Η Λιθουανία είναι ένθερμος υποστηρικτής της Ουκρανίας και ο Καΐρις, πιστεύοντας ότι η ρωσική κουλτούρα δεν θα μπορούσε να διαχωριστεί από τον ρωσικό ιμπεριαλισμό, ζήτησε την αποκαλούμενη «πολιτιστική αποαποικιοποίηση».

Στα τέλη του περασμένου έτους, ο Σαρούνας Μπιρούτις, ο πρόσφατα διορισμένος υπουργός Πολιτισμού, ανακοίνωσε ότι του αρέσει η μουσική του Τσαϊκόφσκι και δεν βλέπει κανέναν λόγο να την απαγορεύσει. Μερικοί Λιθουανοί συμφωνούν, συμπεριλαμβανομένου ενός άλλου πρώην υπουργού Πολιτισμού, ο οποίος είπε: «Πολεμήσαμε τη σοβιετική εξουσία για να αποκτήσουμε την ελευθερία να μην απαγορεύουμε πράγματα».

Η συζήτηση για τον «Καρυοθραύστη» στη Λιθουανία απηχεί παρόμοια επιχειρήματα στην Ουκρανία. Το 2023, το Δημοτικό Συμβούλιο του Κιέβου αποφάσισε ότι η ρωσική μουσική, τα θεατρικά έργα, τα βιβλία και η τέχνη δεν θα έπρεπε πλέον να εκτίθενται δημόσια. Τα αγάλματα του Πούσκιν, ενός εκ των μεγαλυτέρων ποιητών της Ρωσίας, απομακρύνθηκαν από δημόσιους χώρους.

Η πατριωτική παρόρμηση για την απαγόρευση έργων τέχνης που σχετίζονται με εχθρική χώρα δεν είναι, φυσικά, νέα. Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ορισμένοι Βρετανοί ήθελαν να απαγορεύσουν τις εκτελέσεις γερμανικής μουσικής σε αίθουσες συναυλιών, και μάλιστα υπήρξε πρόταση να αντικατασταθούν τα γερμανικής κατασκευής πιάνα με μοντέλα βρετανικής κατασκευής.

Οταν ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η μουσική έπαιξε πολύ διαφορετικό ρόλο στη Βρετανία. Η διάσημη βρετανίδα πιανίστρια Μάιρα Χες πραγματοποιούσε τις θρυλικές μεσημεριανές συναυλίες της στο Λονδίνο ακόμη και κατά τη διάρκεια του βομβαρδισμού της βρετανικής πρωτεύουσας. Η Χες, η οποία ήταν Εβραία, δεν έβλεπε κανένα πρόβλημα στο να παίζει τη μουσική των μεγάλων γερμανών συνθετών. Για εκείνη όπως και για τους Λονδρέζους που συνέρρεαν για να την ακούσουν, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν και ο Μπαχ ανήκαν στον κόσμο, όχι μόνο στη Γερμανία.

Στη ναζιστική Γερμανία, η ίδια μουσική παιζόταν σε επίσημες περιστάσεις, όπως τα γενέθλια του Αδόλφου Χίτλερ, για να καταδειχθεί η ανωτερότητα της γερμανικής κουλτούρας. Ο Βίλχελμ Φουρτβένγκλερ, ο πιο διάσημος γερμανός μαέστρος εκείνη την εποχή, δεν θα διαφωνούσε σχετικά με την εξέχουσα θέση της γερμανικής μουσικής, αλλά δεν ήταν ναζιστής.

Επίσης τα έργα του Σαίξπηρ παίζονταν στη Γερμανία καθ’ όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αν και «Ο έμπορος της Βενετίας» έθετε κάποια προβλήματα: ο Σάιλοκ, ο εβραίος τοκογλύφος, μπορεί να προκαλέσει λίγο υπερβολική συμπάθεια.

Ενας από τους στόχους της προπαγάνδας εν καιρώ πολέμου είναι να δαιμονοποιήσει τον εχθρό και να τον παρουσιάσει ως λιγότερο ανθρώπινο. Οι ταινίες του Χόλιγουντ ήταν πολύ δημοφιλείς στην Ιαπωνία (και στη Γερμανία) μέχρι τον Δεκέμβριο του 1941. Μετά την επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, η ιαπωνική προπαγάνδα παρουσίαζε τους Αμερικανούς ως «δαίμονες και θηρία» και τα διαβολικά και θηριώδη πολιτιστικά προϊόντα τους αποσύρθηκαν γρήγορα από την κυκλοφορία.

Είναι άραγε καλή ιδέα να απαγορεύεις την τέχνη μιας άλλης χώρας; Καταρχήν, όχι. Ο Τσαϊκόφσκι δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τον επιθετικό πόλεμο του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν. Η στέρηση σπουδαίων έργων τέχνης από το κοινό θα έχει ένα περιοριστικό αποτέλεσμα. Καλλιτέχνες όπως ο Μπετόβεν, ο Σαίξπηρ και ο Τολστόι ξεπερνούν τα σύνορα.

Μέχρι πρόσφατα, οι ελίτ στις πόλεις της Ουκρανίας μιλούσαν ρωσικά, όχι ουκρανικά. Τα ρωσικά ήταν μάλιστα η πρώτη γλώσσα του ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι.

Η αποφυγή της ρωσικής μουσικής, τέχνης και λογοτεχνίας δεν θα επηρεάσει ιδιαίτερα τον παγκόσμιο ουμανισμό στην Ουκρανία. Αλλά οι Ουκρανοί έχουν πιο πιεστικές ανησυχίες: πρέπει να αγωνιστούν για να διατηρήσουν τη δική τους ξεχωριστή γλώσσα και τον πολιτισμό, καθώς και τη δική τους κυβέρνηση. Μόλις εξασφαλίσουν την κυριαρχία τους, ούτε αυτοί ούτε οι Λιθουανοί θα έχουν κανένα λόγο να φοβούνται την ποίηση του Πούσκιν ή τη μουσική του Τσαϊκόφσκι.

Ο Ian Buruma είναι συγγραφέας. Πιο πρόσφατο έργο

του είναι το «Spinoza: Freedom’s Messiah»

(Yale University Press, 2024)