Στον Νότο η διαδρομή ενός ποδοσφαιριστή με καλά πόδια και καλή τύχη είναι η ακόλουθη: από το χωριό του περνάει σε μια κωμόπολη της ενδοχώρας από την κωμόπολη της ενδοχώρας περνάει σε μια μικρή ομάδα της πρωτεύουσας, στην πρωτεύουσα η μικρή ομάδα αναγκάζεται να τον πουλήσει σε μια μεγάλη ομάδα, η μεγάλη ομάδα, πνιγμένη στα χρέη, τον πουλάει σε μια άλλη, μεγαλύτερη ομάδα, μιας μεγαλύτερης χώρας. Τελικά η σταδιοδρομία του παίκτη κορυφώνεται στην Ευρώπη.
Σε αυτή την αλυσίδα τη μερίδα του λέοντος παίρνουν οι ομάδες, εκείνοι που κλείνουν τα συμβόλαια και οι μεσάζοντες. Και o κάθε κρίκος της αλυσίδας επιβεβαιώνει και διαιωνίζει την ανισότητα μεταξύ των μερών, από την αδυναμία της συνοικιακής ομάδας στις φτωχές χώρες έως την παντοδυναμία των ανώνυμων εταιρειών που ελέγχουν σε ανώτατο επίπεδο το εμπόριο του ποδοσφαίρου στην Ευρώπη.
Στην Ουρουγουάη, για παράδειγμα, το ποδόσφαιρο είναι μια εξαγωγική βιομηχανία που περιφρονεί την εσωτερική αγορά. Η συνεχής αφαίμαξη των καλών παικτών υποβαθμίζει την ποιότητα του επαγγελματικού ποδοσφαίρου και αποθαρρύνει το κοινό, ολοένα και πιο ολιγάριθμο και λιγότερο παθιασμένο. Ο κόσμος εγκαταλείπει τα γήπεδα της Ουρουγουάης και προτιμά να βλέπει διεθνείς αγώνες στην τηλεόραση. Και όταν έρχεται η εποχή του Μουντιάλ, οι παίκτες, σκορπισμένοι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, γνωρίζονται στο αεροπλάνο, παίζουν για ένα διάστημα μαζί και αποχαιρετιούνται χωρίς να προλάβουν να γίνουν πραγματική ομάδα, ή έστω ένα σώμα με έντεκα κεφάλια και είκοσι δύο πόδια.
Οταν η Βραζιλία κέρδισε το τέταρτο παγκόσμιο τρόπαιό της, όλοι οι δημοσιογράφοι πανηγύρισαν ομόφωνα το γεγονός, παρότι μερικοί δεν έκρυψαν τη νοσταλγία τους για τις παλιές αξέχαστες εποχές. Η ομάδα του Ρομάριο και του Μπεμπέτο έπαιξε αποτελεσματικό ποδόσφαιρο, φιλάργυρο όμως ως προς την ποιητικότητά του: ήταν ένα ποδόσφαιρο πολύ λιγότερο βραζιλιάνικο από εκείνο το υπέροχο ποδόσφαιρο του 1958, του 1962 και του 1970, όταν το εκστατικό παιχνίδι της ομάδας του Γκαρίντσα, του Ντιντί και του Πελέ στέφθηκε με τη νίκη.
Πολλοί μίλησαν για κρίση ταλέντου και αρκετοί σχολιαστές κατηγόρησαν το στυλ παιχνιδιού, αποτελεσματικό μεν, αλλά χωρίς μαγεία, που είχε επιβάλει ο προπονητής: η Βραζιλία είχε πουλήσει την ψυχή της στο σύγχρονο ποδόσφαιρο. Υπάρχει όμως κι ένα άλλο αποκαλυπτικό γεγονός που σχεδόν κανείς δεν ανέφερε: εκείνες οι ομάδες του παρελθόντος αποτελούνταν από έντεκα βραζιλιάνους παίκτες που έπαιζαν στη Βραζιλία. Στην εθνική του ’94, οκτώ από τους έντεκα παίκτες έπαιζαν στην Ευρώπη. Ο Ρομάριο, ο πιο καλοπληρωμένος παίκτης της Λατινικής Αμερικής, κέρδιζε στην Ισπανία περισσότερα απ’ όσα κέρδιζαν και οι έντεκα παίκτες μαζί της ομάδας του 1958, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν και ορισμένοι από τους καλύτερους δεξιοτέχνες στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Τα αστέρια του παρελθόντος ταυτίζονταν με την τοπική ομάδα. Ο Πελέ ήταν της Σάντος, ο Γκαρίντσα της Μποταφόγκο, το ίδιο και ο Ντιντί, εκτός από μια πρόσκαιρη εμπειρία του στο εξωτερικό, και κανείς δεν μπορούσε να τους φανταστεί χωρίς εκείνα τα χρώματα, ή χωρίς το κίτρινο της εθνικής ομάδας. Αυτό ίσχυε στη Βραζιλία αλλά και παντού έως και λίγα χρόνια πριν, ο παίκτης δεσμευόταν εφ’ όρου ζωής, είτε από αγάπη στη φανέλα είτε εξαιτίας των φεουδαρχικής μορφής συμβολαίων. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η ομάδα είχε δικαίωμα ιδιοκτησίας του ποδοσφαιριστή μέχρι τα τριάντα τέσσερά του χρόνια: ήταν ελεύθερος όταν πια είχε ξοφλήσει. Οι γάλλοι ποδοσφαιριστές ξεσηκώθηκαν κι αυτοί, απαιτώντας ελευθερία, τον Μάη του ’68, όταν τα οδοφράγματα του Παρισιού έκαναν την υφήλιο να αναριγήσει. Επικεφαλής τους ήταν o Ρεμόν Κοπά. Το τέλος του αγώνα, η μπάλα γυρίζει, ο κόσμος γυρίζει. Υπάρχουν υποψίες ότι o ήλιος είναι μια φλεγόμενη μπάλα, που τη μέρα εργάζεται και το βράδυ χοροπηδάει, πέρα στον ουρανό, ενόσω εργάζεται η σελήνη, μολονότι η επιστήμη έχει τις αμφιβολίες της ως προς αυτό. Αντίθετα, έχει αποδειχθεί, και είναι απολύτως βέβαιο, ότι ο κόσμος περιστρέφεται γύρω από την περιστρεφόμενη μπάλα: τον τελικό του Μουντιάλ του ’94 παρακολούθησαν περισσότεροι από δύο δισεκατομμύρια τηλεθεατές, το πολυπληθέστερο κοινό στην ιστορία του πλανήτη.
Το ποδόσφαιρο είναι το δημοφιλέστερο πάθος: πολλοί λάτρεις της μπάλας παίζουν στα γήπεδα και τις αλάνες, και πολύ περισσότεροι ανήκουν στη μεγάλη πλατεία της τηλεόρασης, οι οποίοι παρακολουθούν, τρώγοντας τα νύχια τους, το θέαμα που προσφέρουν είκοσι δύο νεαροί με σορτσάκια που κυνηγούν μια μπάλα και τις δίνουν κλωτσιές από αγάπη. Μετά το τέλος του Μουντιάλ του ’94 όλα τα παιδιά που γεννήθηκαν στη Βραζιλία ονομάστηκαν Ρομάριο, και το γρασίδι στο στάδιο του Λος Αντζελες πουλήθηκε με το κομμάτι, σαν πίτσα, προς είκοσι δολάρια η μερίδα.
Πρόκειται για τρέλα αντάξια ενός καλύτερου σκοπού; Μήπως για ένα χυδαίο και πρωτόγονο εμπόριο; Ή μήπως για μια βιομηχανία απάτης, με διαχειριστές τους Ιδιοκτήτες της; Είμαι από εκείνους που το πιστεύουν, αλλά πιστεύω ότι είναι και κάτι πολύ περισσότερο, είναι μια γιορτή για τα μάτια που το βλέπουν, και χαρά για το κορμί που το παίζει.
Ενας δημοσιογράφος ρώτησε κάποτε τη γερμανίδα θεολόγο Δωροθέα Ζέλε: «Πώς θα εξηγούσατε σε ένα παιδί τι είναι η ευτυχία;». «Δεν θα του το εξηγούσα, θα του πέταγα μια μπάλα να παίξει» απάντησε. Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να ευνουχίσει αυτή την πηγή ευτυχίας, όμως εκείνη επιβιώνει, παρά τις αντιξοότητες. Ισως γι’ αυτό το ποδόσφαιρο δεν πρόκειται να πάψει να μας επιφυλάσσει εκπλήξεις. Οπως λέει και ο Ανχελ Ρουόκο, αυτό είναι και το καλύτερο που διαθέτει: η εμμονή του να εκπλήσσει.
Οσο κι αν οι τεχνοκράτες το προγραμματίζουν μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, όσο κι αν το χειραγωγούν οι ισχυροί, το ποδόσφαιρο επιμένει να είναι η τέχνη του απρόβλεπτου. Εκεί που κανείς δεν το περιμένει, ξεπηδάει το απρόβλεπτο, ο νάνος δίνει μάθημα στον γίγαντα, κι ένας στραβοκάνης, ραχιτικός μαύρος αφήνει άναυδο τον αθλητή με το αγαλματένιο ελληνικό σώμα. Υπάρχει ένα μεγάλο κενό: η επίσημη ιστορία αγνοεί το ποδόσφαιρο. Τα κείμενα σύγχρονης ιστορίας δεν το αναφέρουν καν σε χώρες όπου το ποδόσφαιρο ήταν, και συνεχίζει να είναι, πρωταρχικό στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας.
Παίζω, άρα υπάρχω: το στυλ του παιχνιδιού είναι ένας τρόπος ζωής που αποκαλύπτει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της κάθε κοινότητας και διακηρύσσει το δικαίωμα της διαφορετικότητας. Πες μου πώς παίζεις για να σου πω ποιος είσαι: εδώ και χρόνια το ποδόσφαιρο παίζεται με διαφορετικούς τρόπους, που αποτελούν τις διαφορετικές εκφράσεις της προσωπικότητας κάθε λαού, και η διάσωση αυτής της διαφορετικότητας θεωρώ πως είναι περισσότερο αναγκαία παρά ποτέ.
Στο ποδόσφαιρο και σε όλα τα άλλα ζούμε σε μια εποχή καταναγκαστικής ομοιομορφίας. Ποτέ ο κόσμος δεν ήταν τόσο άνισος ως προς τις ευκαιρίες που προσφέρει και τόσο εξισωτικός στις συνήθειες που επιβάλλει: στην εποχή μας, όποιος δεν πεθαίνει από την πείνα πεθαίνει από ανία. Το θέμα ποδόσφαιρο, πάντα εντυπωσιακό, το βλέπω σαν μια μεγάλη παγανιστική τελετή που έχει την ικανότητα να μιλά τόσες διαφορετικές γλώσσες και να απελευθερώνει τόσα πάθη παγκοσμίως.