Πίσω από τη Μάρθα Φριντζήλα, την ώρα που ερμήνευε το «Τέρμα τα παράπονα» της Λίτσας Γιαγκούση ανάμεσα σε δύο χορευτές με χρυσά γιλέκα, δέσποζε ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ σε νέον. Αυτή η σκηνή, από τη μουσική παράσταση που ανέβηκε στο Σύνταγμα την παραμονή Πρωτοχρονιάς, ξύπνησε τα αντιπασοκικά ένστικτα πολλών. Και παρά τη διάχυτη ειρωνεία της σκηνοθεσίας και της σκηνογραφίας για τη νοοτροπία που ενίσχυσε το Κίνημα της δεκαετίας του 1980, προκάλεσε μια ζωηρή – αν όχι διχαστική – συζήτηση για την πρώτη κυβερνητική περίοδο του κόμματος το οποίο σημάδεψε τη Μεταπολίτευση. Κι ύστερα, μόλις πέντε μέρες αργότερα, ο θάνατος του Κώστα Σημίτη έστρεψε το ενδιαφέρον της δημόσιας σφαίρας, σοσιαλμιντιακής και μη, στο άλλο ΠΑΣΟΚ, το εκσυγχρονιστικό. Ο νέος χρόνος, λοιπόν, ξεκίνησε με μνήμες από το ένδοξο πράσινο παρελθόν και αποκάλυψε πως – παρότι η Χαριλάου Τρικούπη ποντάρει συχνά στη νοσταλγία – δεν νοσταλγούν όλοι το ίδιο ΠΑΣΟΚ.
Δύο τάσεις στο ίδιο κόμμα
Πολύ πριν γιορτάσει το κόμμα τα πεντηκοστά του γενέθλια κι αναλυθεί σε ιλουστρασιόν εκδόσεις η επίδραση που άσκησε στην πολιτική ζωή και την κουλτούρα της χώρας από το 1981 έως σήμερα, αναλυτές αλλά και πολιτικοί του αντίπαλοι είχαν επισημάνει τον δυισμό που διαμόρφωσε τον ιδεολογικό του χαρακτήρα κι επηρέασε το βλέμμα με το οποίο το κοιτούν τόσο οι πολίτες όσο και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις. Για την ακρίβεια, από την εποχή που χάρισε το όνομά του σε έναν όρο των ευρωπαϊκών πολιτικών επιστημών – το pasokification, με το οποίο περιγράφηκε η εκλογική εξαΰλωση των άλλοτε κραταιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ανά τη Γηραιά Ηπειρο – είχε φανεί πως υπάρχουν δύο ΠΑΣΟΚ. Το είχαν καταστήσει ξεκάθαρο ακόμη και στους λιγότερο μυημένους στα κεντροαριστερά εσωκομματικά οι μεταγραφές στελεχών του στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ. Οι εκπρόσωποι του βαθέος ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, οι οποίοι από το 2012 ακολούθησαν τους ψηφοφόρους που το απαρνήθηκαν εξαιτίας των μνημονιακών περικοπών και κατευθύνθηκαν προς την Κουμουνδούρου, καθώς και οι πιστοί της εκσυγχρονιστικής του πτέρυγας (λιγότερο ή περισσότερο γνωστοί στο ευρύ κοινό), οι οποίοι μετακινήθηκαν μερικά χρόνια μετά προς τη μητσοτακική ΝΔ επειδή όμνυε στις μεταρρυθμίσεις.
Η μάχη του 1996
Βέβαια, κοινοβουλευτικοί ιστοριοδίφες επιμένουν ότι η συνύπαρξη δύο διαμετρικά αντίθετων κι εξίσου ισχυρών τάσεων μέσα στο ΠΑΣΟΚ ήταν εμφανής ήδη από το μακρινό 1996, από εκείνη τη σύναξη του ανώτατου κομματικού του οργάνου όπου ο Κώστας Σημίτης επικράτησε του Ακη Τσοχατζόπουλου. Τότε, ο θάνατος του Ανδρέα Παπανδρέου μετέτρεψε το τέταρτο συνέδριο σε μια πάλη ανάμεσα στους δυο πασοκικούς εαυτούς, οι οποίοι έως εκείνη τη στιγμή εκφράζονταν ταυτόχρονα από τον ίδιο τον ιδρυτή του. Η σοσιαλδημοκρατία του Τρίτου Δρόμου, την οποία εκπροσωπούσε ο Σημίτης, αντιπαρατέθηκε στο ΟΑΚΑ με το λαϊκίστικο ΠΑΣΟΚ, το οποίο ενσάρκωνε ο Τσοχατζόπουλος. Τελικά, ο πρώτος κέρδισε με 53,77% τον δεύτερο (που έπιασε 46,23%). Οπότε, ο εκσυγχρονισμός έγινε το πρόταγμα που κόμματος για την επόμενη οκταετία. Οι ιδέες και το στυλ των τσοχατζοπουλικών δεν εξαφανίστηκαν, ωστόσο, ποτέ απ΄ το ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που δεν έπαψαν να θεωρούν τον δικό τους Ωραίο Μπρούμελ ιδανικότερο θεματοφύλακα της κομματικής κληρονομιάς, άλλωστε.
Από το ζειμπέκικο στο μπλοκάκι
Ορισμένοι γνώστες της πολιτικής ιστορίας του τόπου λένε ότι για πρώτη φορά χαρακτήρισε το ΠΑΣΟΚ λαϊκίστικο η ανανεωτική Αριστερά το 1977. Κάποιοι, μάλιστα, έχουν θυμίσει πως το 1989 ο Σημίτης διοργάνωσε ένα σεμινάριο στο Πάντειο και μετά εξέδωσε όσα ακούστηκαν εκεί σε βιβλίο. Στο εισαγωγικό κείμενο το οποίο υπέγραψε, ασκούσε κριτική και στον λαϊκισμό που διαπερνούσε την ελληνική κοινωνία και σε εκείνον εντός του ΠΑΣΟΚ.
Πάντως, άνθρωποι που έχουν μελετήσει σε βάθος το κόμμα σημειώνουν ότι αυτό είχε μεταρρυθμιστική ορμή και στην προ αρχηγίας Σημίτη φάση του. Αναφέρονται σε μια σειρά από νομοθετικές πρωτοβουλίες που πήρε κατά την πρώιμή του περίοδο (ως δύναμη Αλλαγής, για να το πούμε με το αγαπημένο κλισέ των πιστών στα ανδρεοπαπανδρεϊκά συνθήματα), όπως η μεταρρύθμιση του οικογενειακού δικαίου, οι τομές στην Αυτοδιοίκηση, το ΕΣΥ, οι παρεμβάσεις στην παιδεία, ο πρώτος συνδικαλιστικός νόμος ή η δημιουργία κράτους πρόνοιας.
Απλά τότε, ο αρχηγός που είχε διδάξει στο Μπέρκλεϊ μπορούσε ταυτόχρονα να προκαλεί ταυτίσεις στη λαϊκή βάση του Κινήματος χορεύοντας ζεϊμπέκικα. Ο διάδοχός του, από την άλλη, επέμενε να γράφει μεθοδικά στο μπλοκάκι του ποιες μεταρρυθμίσεις πρέπει να γίνουν ώστε να επιτευχθεί ο κοινωνικός εκσυγχρονισμός και να ικανοποιηθεί το αίτημα του εκλογικού σώματος για εξευρωπαϊσμό της χώρας, προφυλάσσοντας ως κόρην οφθαλμού την ιδιωτικότητά του.
Τα δύο ΠΑΣΟΚ είχαν χαώδεις διαφορές αλλά και ουσιώδεις ομοιότητες. Το γεγονός, όμως, πως μια μερίδα ψηφοφόρων θα ήθελε να ξαναζήσει τα «ωραία χρόνια» του πρώτου, ενώ μια άλλη αναπολεί τα κεκτημένα και το ύφος του δεύτερου, αποδεικνύει ότι το σημερινό κόμμα πρέπει να οδηγήσει προς το μέλλον κοιτάζοντας πίσω, όπως τσεκάρει κανείς τους καθρέφτες του αυτοκινήτου – για σιγουριά, όχι για να δει τη διαδρομή. Γιατί ένα καλό κομματικό αύριο δεν είναι δώρο, είναι επίτευγμα.