Σενάρια ανοιχτά και μη για τον εκλογικό νόμο

Στην πολιτική, ως γνωστόν, κάτι μένει ανοιχτό σε όλα τα ενδεχόμενα μέχρι να κλείσει οριστικά. Στον πρώτο πολιτικό κύκλο του 2025 και στην κουβέντα για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και τον κυβερνητικό ανασχηματισμό, με έναν τρόπο μένει ανοιχτή και μια συζήτηση για ενδεχόμενη μεταβολή του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Η συζήτηση για αυτό, παρότι διαψεύδεται από όλες τις πλευρές, κάθε φορά επικαιροποιείται και με κάποια αφορμή επανέρχεται στο τραπέζι ως ένα μονομερές σενάριο ή ως μεταβολές πάνω σε παραμέτρους του ισχύοντος εκλογικού νόμου. Θα αλλάξει όλος, τίποτε από αυτόν, μόνο το τωρινό κατώφλι εισόδου των κομμάτων στη Βουλή (από 3% σε 5%) ή μόνο το μπόνους των εκλογικών συνασπισμών; Θα πάει επίσης μαζί με τη συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση που επίσης μπαίνει στο τραπέζι στα τέλη του 2025; Εδώ υπάρχει ακόμη και το μεικτό σενάριο του γερμανικού μοντέλου, όπου οι 150 βουλευτές εκλέγονται με πλειοψηφικό σύστημα από μονοεδρικές περιφέρειες και οι άλλοι 150 αναλογικά από τις 13 μεγάλες εκλογικές περιφέρειες. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πει κατηγορηματικά πως αλλαγή δεν θα επέλθει σε καμία όψη του νόμου. Μια εκδοχή τέτοια εξάλλου θα «ανέτρεπε» κάθε θεσμικό προφίλ του ίδιου αλλά και πιθανώς θα ήταν έμμεση αποδοχή της κυβερνητικής φθοράς και πτώσης και αναζήτησης διεξόδου για επιβίωση – θα την ευνοούσε, για παράδειγμα, μια αλλαγή στο όριο της αυτοδυναμίας. Μια ετέρα εκδοχή έφερε ως τώρα είτε ομάδα βουλευτών του κυβερνώντος κόμματος να εισηγούνται αλλαγή (μερικού τύπου) στον εκλογικό νόμο, είτε κόμμα της αντιπολίτευσης να εισηγείται με τη σειρά του μια πρόταση για αλλαγή, π.χ. για το μπόνους των εκλογικών συνασπισμών. Από το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ ξορκίζουν κάθε τέτοιο ενδεχόμενο, αλλά ακόμη και επιμέρους συναίνεση σε τέτοιες μεταβολές με κατηγορηματικό τρόπο. Για το αν το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ αποτελεί εκλογικό πολυκομματικό συνασπισμό και αν, άρα, δυνητικά θα το συνέφερε μια αλλαγή στο κλιμακωτό μπόνους εδρών, έχει απαντηθεί πως κάτι τέτοιο μπορούσε να διευθετηθεί με «εντός κόμματος διαδικασίες», όπως ένα συνέδριο ή μια καταστατική αλλαγή που θα έκανε το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ εκ νέου ενιαίο φορέα (σήμερα το Κίνημα αποτελούν οι: ΠΑΣΟΚ, ΚΙΔΗΣΟ, Ενωση Εθνικής Δημοκρατικής Μεταρρύθμισης, Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία, Ανανεωτική Αριστερά). Η όλη συζήτηση για τον εκλογικό νόμο προφανώς αναζωπυρώνεται λόγω του κατακερματισμένου κομματικού τοπίου αλλά και λόγω γαλάζιων φωνών (υπουργού Υγείας Αδωνη Γεωργιάδη) που προηγήθηκαν και που είχαν διατυπώσει απόψεις για την αναγκαιότητα αλλαγής με αίτημα και επίδικο την κυβερνητική σταθερότητα. Φωνές πιο επικριτικές στην κυβέρνηση θεωρούν πως το όλο «παιχνίδι» με διαρροές για αλλαγές στον εκλογικό νόμο απλώς συντείνει σε μια περαιτέρω προσπάθεια συσπείρωσης του γαλάζιου στρατοπέδου και σε μια συγκυρία όπου μέρος των βουλευτών του διατηρεί μια «σκεπτικιστική» στάση προς το Μέγαρο Μαξίμου, σε συνάρτηση με την ονοματολογία για ΠτΔ, αλλά και πλευρές της κυβερνητικής πολιτικής. Πάντως, ένας εκ των καθ’ ύλην αρμοδίων για το θέμα και γνώστης των εκλογικών γεωγραφιών, ο υπουργός Εσωτερικών Θόδωρος Λιβάνιος, σε Ολομέλεια της Βουλής, ήδη από τα μέσα Δεκέμβρη, διέψευσε κάθε σενάριο για αλλαγή, λέγοντας πως «οι εκλογές της άνοιξης του 2027 θα γίνουν με τον ίδιο νόμο που έγιναν και οι εκλογές του 2023». Σύμφωνα με τον νόμο αυτό (2020), προβλέπεται ένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής με κλιμακωτό μπόνους για τα κόμματα που ξεπερνούν το 25%, το οποίο μπορεί να φτάσει ακόμη και τις 50 έδρες.