Η απώλεια του Κώστα Σημίτη στις αρχές της χρονιάς έκανε την Ελλάδα σίγουρα φτωχότερη καθ’ όσον αφορά το πολιτικό της προσωπικό. Παρά τις όποιες πολιτικές διαφορές που κάποιος θα μπορούσε να έχει με τις πολιτικές και τις απόψεις του (και εγώ δεν είχα και λίγες) δεν θα μπορούσε ποτέ να διαφωνήσει με τον πολιτισμό, την ηπιότητα του λόγου του και την πολιτική του ευπρέπεια. Εχοντας και την πρόσθετη ιδιαιτερότητα να εκλέγομαι μαζί του στην Α’ Περιφέρεια Πειραιά και Νήσων, όπου λόγω του παράδοξου εκλογικού συστήματος του προσωπικού σταυρού προτίμησης δεν είχαμε ποτέ απευθείας αντιπαράθεση. Ουσιαστικά με το σύστημα αυτό ο υποψήφιος διαγωνίζεται κατά αντιπάλων μέσα από τον δικό του πολιτικό χώρο, κι έτσι οι υποψήφιοι των άλλων κομμάτων δεν βρίσκονται ποτέ στο στόχαστρο της εκλογικής μάχης.
Στον Πειραιά υπήρχε και μια πρόσθετη ιδιαιτερότητα. Εκεί εκλεγόμασταν επικεφαλής των ψηφοδελτίων των κομμάτων μας ο Κώστας Σημίτης (ΠΑΣΟΚ), εγώ (ΝΔ) και ο Μίμης Ανδρουλάκης (ΣΥΝ). Κατά τεκμήριο υπήρχε η εκτίμηση πως και οι τρεις διατυπώναμε έναν ιδιαίτερο πολιτικό λόγο, διακριτό για τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς των χώρων που εκπροσωπούσαμε και πολιτισμένο για τη φύση της εκφοράς του. Ετσι είχε υπάρξει μία περίοδος, ιδίως μετά την επαναφορά του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία μετά το 1993, που μας καλούσαν και τους τρεις μαζί για ανοιχτές πολιτικές συζητήσεις, σε πολλά σημεία της χώρας. Σύμφωνα μάλιστα με ένα ευφυολόγημα δημόσιου σχολιαστή της εποχής, που είχε μάλιστα υιοθετήσει δημόσια ο Μίμης Ανδρουλάκης, είχαμε γίνει «ο περιοδεύων θίασος του Πειραιά»!
Τότε είχε κυκλοφορήσει και το ενδιαφέρον περιοδικό για ζητήματα του Πειραιά, «Το Λιμάνι», του δημοσιογράφου κι αργότερα αντιπεριφερειάρχη Αττικής – Νήσων, Δημήτρη Κατσικάρη, με εξώφυλλο τους δυο μας (Σημίτη κι εμένα) και τίτλο «Πειραιώτης Πρωθυπουργός τη Νέα Δεκαετία;». Το οποίο στο επόμενο τεύχος συμπλήρωσε, με δημόσιο διάλογο μεταξύ του Μίμη Ανδρουλάκη κι εμένα. Σύμφωνα με τις εξελίξεις, μόνο τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ προφανώς τα ενστερνίσθηκαν αυτά και εξέλεξαν τον Κ. Σημίτη αρχηγό του κόμματός τους. Με αποτέλεσμα να γίνει, διαδεχόμενος τον Α. Παπανδρέου, πρωθυπουργός κι αργότερα να κερδίσει και τις εθνικές εκλογές.
Μια αντικειμενική αποτίμηση του έργου του Κ. Σημίτη δεν είναι εύκολη. Διότι στη διάρκεια της θητείας του έγιναν αρκετά αρνητικά γεγονότα. Οπως η κατάρρευση του Χρηματιστηρίου, η ευνόηση με κρατικές χρηματοδοτήσεις ιδιωτών επιχειρηματιών και, κυρίως, η εκτόξευση των κρατικών δαπανών. Που οδήγησαν με μαθηματική ακρίβεια, αργότερα, στην πτώχευση της ελληνικής οικονομίας. Κάθε φορά που κάποιος διεθνής οικονομικός οργανισμός έκανε αναφορά στην Ελλάδα είχε αρκετά εγκωμιαστικά σχόλια να κάνει. Πάντοτε όμως έκλεινε τις παρατηρήσεις του με το σχόλιο περί κινδύνων, λόγω μεγάλου δανεισμού και δυσθεώρητων κρατικών δαπανών. Κάθε φορά που δημόσια το σημείωνα, αντιμετώπιζα τη χλεύη και την ειρωνεία! Μέχρι που οδηγηθήκαμε στην πτώχευση…
Στα θετικά βέβαια του Σημίτη ήταν η προσήλωσή του σε συγκεκριμένους πολιτικούς στόχους, μέχρι την υλοποίησή τους. Οπως η είσοδος στο ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και η δέσμευση της Λισαβόνας, να μην προχωρήσει δηλαδή η ένταξη της Τουρκίας στην Ευρώπη δίχως να έχουν λυθεί οι διαφορές της με τους γείτονες. Κυρίως όμως ο πολιτικός του πολιτισμός και η λογικοποίηση της διακυβέρνησης της χώρας – δίχως φανφάρες και λαϊκισμούς. Ακόμα και οι Ολυμπιακοί Αγώνες, που δεν έδειχνε να τον ενθουσιάζει τόσο η ανάληψή τους, ολοκληρώθηκαν με απόλυτη επιτυχία.
Υπήρξε μια μεγάλη προσωπικότητα για τη χώρα και για τον Πειραιά. Πάντα θα τον θυμόμαστε και θα τον τιμούμε…