Ζούμε περισσότερο, τουλάχιστον η πρώτη γενιά!

Η ελληνική μετανάστευση στην Αυστραλία είναι κυρίως μια μεταπολεμική υπόθεση. Ενθαρρυμένοι από το «σλόγκαν» της εποχής «πληθυσμιακά μεγαλώνουμε ή χανόμαστε» και την πολιτική της Λευκής Αυστραλίας, πλήθη πλοίων άρχισαν να φτάνουν στην Αυστραλία τις δεκαετίες του 1950 και 1960.

Αφού εξαντλήθηκε ο εφοδιασμός των αγγλοκελτικών και βορειοευρωπαίων μεταναστών, η προσοχή στράφηκε στους νότιους μεσογειακούς λαούς που θεωρούνταν πλέον επαρκώς λευκοί. Υπήρχε μια πληθώρα Ελλήνων, Ιταλών, Γιουγκοσλάβων, Μαλτέζων και άλλων ομάδων πολύ έτοιμων να ανταποκριθούν στις ανάγκες της ανειδίκευτης εργασίας της αναπτυσσόμενης οικονομίας της Αυστραλίας.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έφτασαν πάνω από 200.000 Έλληνες, με περισσότερους από τους μισούς να εγκαθίστανται στη Βικτώρια. Υπήρξε επίσης μεγάλος αριθμός επαναπατρισμών, αλλά οι περισσότεροι κατέληξαν να μείνουν επί μακρών. Από πολλές απόψεις ήταν αρκετά ομοιογενής ομάδα, κατά κύριο λόγο αγροτική, με ελάχιστους να διαθέτουν εκπαίδευση πέρα από το δημοτικό σχολείο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να μελετήσει κανείς αυτή την ομάδα και όλες οι προσεγγίσεις έχουν τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους.

Για όσους έφτασαν στη Μελβούρνη, μια διορατική προσέγγιση είναι η εξέταση των αναγγελιών θανάτου στην εφημερίδα «Νέος Κόσμος». Είναι αποτελεσματική, καθώς πρόκειται για μια εφημερίδα που είναι οικεία στα περισσότερα νοικοκυριά πρώτης γενιάς.

Η τοποθέτηση αναγγελιών θανάτου έχει πολύ υψηλή αποδοχή από αυτή τη γενιά. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς τα μεγάλα μεγέθη δείγματος οποιασδήποτε μελετώμενης ομάδας διασφαλίζουν ότι τα στατιστικά αποτελέσματα είναι τόσο αντιπροσωπευτικά όσο και αξιόπιστα. Είναι ενδιαφέρον ότι αυτό το φαινόμενο της ευρείας χρήσης των αναγγελιών θανάτου στις εφημερίδες φαίνεται να χαρακτηρίζεται από έντονο «ελληνικό χρώμα» και δυσκολεύεται κανείς να βρει κάτι αντίστοιχο σε άλλες εθνικές εφημερίδες.

Τον Αύγουστο του 2024, εξέτασα μια μελέτη που περιλάμβανε περίπου 1.200 αναγγελίες θανάτου μεταξύ μέσα του Αυγούστου 2023 και του Αυγούστου 2024, για μεταπολεμικούς Έλληνες μετανάστες που είχαν γεννηθεί στην Ελλάδα ή σε περιοχές με ελληνική παρουσία, προκειμένου να καθορίσω το μέσο προσδόκιμο ζωής τους.

Όποιος γεννήθηκε στην Αυστραλία αποκλείστηκε.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το μέσο προσδόκιμο ζωής των Ελλήνων μεταναστών ήταν 85,3 έτη, σχεδόν ενάμισι χρόνο υψηλότερο από τον μέσο όρο των Αυστραλών και δυόμισι χρόνια υψηλότερο από εκείνο των Ελλήνων στην Ελλάδα.

Επομένως, υπάρχει κάτι που πρέπει να ειπωθεί για αυτή τη γενιά και τις συνήθειές της, που συμβάλλουν στη μακροζωία της. Τα σπιτικά μαγειρεμένα γεύματα, η χρήση ελαιολάδου, η κατανάλωση φαγητού σε οικογενειακό περιβάλλον, η νηστεία και η κηπουρική είναι όλοι σημαντικοί παράγοντες.

Πρόκειται για ένα αίνιγμα που εξέπληξε τους ειδικούς, καθώς αυτή η γενιά, μετακομίζοντας στην Αυστραλία, απέκτησε την αγοραστική δύναμη να καταναλώνει κρέας καθημερινά, όπως κάνει μεγάλο μέρος του πληθυσμού.

Αποφάσισα να επεκτείνω τη μελέτη μου για τις αναγγελίες θανάτου σε μια μεγαλύτερη χρονική περίοδο, 2010-2024, για να δω πώς εξελίχθηκε το προσδόκιμο ζωής αυτής της γενιάς με την πάροδο του χρόνου, αλλά και για να δω αν υπήρχαν περιφερειακές διαφοροποιήσεις ανάλογα με τον τόπο καταγωγής τους. Πρόκειται για ένα δείγμα μεγέθους άνω των 15.000 ατόμων.

Από τα στοιχεία προκύπτει ότι, σε διάστημα 15 ετών, το προσδόκιμο ζωής των μεταπολεμικών Ελλήνων μεταναστών πρώτης γενιάς αυξήθηκε κατά σχεδόν 6,5 χρόνια, από 79,43 σε 85,73 έτη. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, στο οποίο συμβάλλουν και πολλοί άλλοι παράγοντες.

Πρώτον, η Αυστραλία διαθέτει ένα πρώτης τάξεως σύστημα υγείας, με την καθολική υγειονομική περίθαλψη να εξασφαλίζει άμεση φροντίδα για όσους αντιμετωπίζουν σοβαρές παθήσεις. Επιπλέον, οι ιατρικές εξελίξεις στον τομέα των θεραπειών, των διαδικασιών και των φαρμάκων συμβάλλουν στην παράταση της ζωής των ανθρώπων με την πάροδο του χρόνου.

Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμάται η αύξηση του ιατρικού αλφαβητισμού ακόμη και στις μη αγγλόφωνες εθνοτικές κοινότητες.

Οι πληροφορίες για την Υγεία μέσω διαφόρων Μέσων Ενημέρωσης και κυβερνητικών υπηρεσιών είναι διαθέσιμες σε πολλές γλώσσες. Επιπλέον, οι άνθρωποι προβαίνουν τόσο σε αναγκαστικές όσο και σε μη αναγκαστικές αλλαγές στον τρόπο ζωής τους καθώς μεγαλώνουν.

Αν και τα στοιχεία δεν παρέχουν πληροφορίες σχετικά με την αιτία θανάτου ή την ποιότητα ζωής στα τελευταία χρόνια, η ανοδική πορεία του προσδόκιμου ζωής συνιστά θετική εξέλιξη.

Κατά τη διάρκεια αυτής της δεκαπενταετούς περιόδου, βλέπουμε κάποια διαφοροποίηση στο προσδόκιμο ζωής σε σχέση με τον τόπο γέννησης;



Ο παραπάνω πίνακας δείχνει ότι σε γενικές γραμμές οι «νησιώτες Έλληνες» που μετανάστευσαν στην Αυστραλία μετά τον πόλεμο, με εξαίρεση τους Κρητικούς, φαίνεται ότι είχαν υψηλότερο προσδόκιμο ζωής από τους «ηπειρωτικούς Έλληνες».

Οι Κύπριοι, οι νησιώτες του Αιγαίου και του Ιονίου βρίσκονται στην πρώτη πεντάδα με το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής. Οι δύο πρώτες θέσεις καταλαμβάνονται από Έλληνες που γεννήθηκαν στην Τουρκία ή την Αίγυπτο, και -χωρίς αμφιβολία- υπάρχει μια κοινωνικοοικονομική διάσταση σε αυτό.

Το προσδόκιμο ζωής σχετίζεται επίσης με την ευημερία και το επίπεδο εκπαίδευσης.

Άτομα με μεγαλύτερα μέσα έχουν καλύτερη πρόσβαση σε υψηλότερης ποιότητας τρόφιμα και ιατρική περίθαλψη, ενώ συχνά εργάζονται σε λιγότερο επικίνδυνες θέσεις. Ο μέσος Αιγυπτιώτης Έλληνας είχε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από τον μέσο Αιγύπτιο. Όσον αφορά τους Έλληνες της Τουρκίας, εκείνοι που γεννήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη παρουσιάζουν ελαφρώς υψηλότερο προσδόκιμο ζωής σε σχέση με εκείνους που γεννήθηκαν στα νησιά Ίμβρο και Τένεδο.

Όσον αφορά την ίδια την Ελλάδα, βλέπουμε διαφοροποίηση στο επίπεδο του τόπου καταγωγής. Ο παρακάτω πίνακας δείχνει τις διοικητικές περιφέρειες (νομούς) που έχουν τα 5 υψηλότερα και τα 5 χαμηλότερα προσδόκιμα ζωής.



Τέσσερα από τα πέντε πρώτα μέρη με το υψηλότερο μέσο προσδόκιμο ζωής είναι νησιά. Στην κορυφή βρίσκεται η Σάμος, η οποία περιλαμβάνει και την Ικαρία, το νησί της μακροζωίας. Ωστόσο, στο συγκεκριμένο δείγμα, πάνω από το 95% των ατόμων προέρχονταν από το νησί της Σάμου.

Μπορεί κανείς να υποψιαστεί ότι ο τρόπος ζωής των νησιωτών και η κατανάλωση περισσότερων θαλασσινών σε σχέση με το κόκκινο κρέας παίζουν κάποιο ρόλο. Είναι ενδιαφέρον να βλέπουμε την ορεινή, στεριανή Πελοποννησιακή περιοχή της Αρκαδίας να αψηφά την τάση και να έρχεται στη δεύτερη θέση.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι πέντε τελευταίες περιφέρειες. Περιλαμβάνει τον Πειραιά, το εργατικό βιομηχανικό λιμάνι της Αθήνας. Οι υπόλοιπες τέσσερις περιφέρειες, με την Καρδίτσα -την πατρίδα μου- να κατέχει τη χαμηλότερη θέση, είναι όλες γεωργικά εύφορες περιοχές της Ελλάδας.

Συμπερασματικά, οι αναγγελίες θανάτου είναι ένα μόνο από τα πολλά αναλυτικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την παρακολούθηση και τη μελέτη της μεταπολεμικής ελληνικής μετανάστευσης στην Αυστραλία. Είναι επίσης ενθαρρυντικό να βλέπουμε αυτή τη γενιά να κάνει επιλογές τρόπου ζωής που βελτιώνουν τα αποτελέσματα του προσδόκιμου ζωής.

**Ο Δρ Νίκος Ντάλλας είναι υποψήφιος διδάκτωρ στο Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ελληνική

The post Ζούμε περισσότερο, τουλάχιστον η πρώτη γενιά! appeared first on ΝΕΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.