«Εδώ δεν γίνονται αυτά!». Οταν αρχίζεις στην Ελλάδα με προσόν κάτι πτυχία, κάτι γνώσεις και φιλοδοξία να τις αξιοποιήσεις, αυτό το ξόρκι μεταφράζεται ως προτροπή συνθηκολόγησης («Ξέχασε αυτά που νομίζεις και μάθε πώς είναι εδώ»), φυγής («Αντε, πήγαινε εκεί που πιάνουν») και, σίγουρα, απαξίωσης αυτού που είσαι και αυτού που θα ήθελες να γίνεις.
Σε μια στήλη που αυτοπεριορίζεται σε απρόσωπες διαπιστώσεις με πασπάλισμα οικονομικής θεωρίας (αφού το βαφτιστικό της είναι «Οικονογραφίες»), είναι παράταιρη μια προσωπική ιστορία. Το χαρακτηριστικό των κοινωνικών επιστημών είναι η γενική εφαρμογή. Και αν δεν εφαρμόζεται στα κατ’ εμού (αν όχι στα καθ’ ημάς), τότε πού;
Εκανα 15 χρόνια στην Αγγλία: δύο χρόνια στο Λύκειο και δέκα χρόνια οικονομικά στην κεϊνσιανή κοιτίδα τους. Μας έμαθαν ότι καθήκον του οικονομολόγου είναι να συνεισφέρει στα κοινά. Να αναλύει, να προτείνει, να ανακατεύεται, να βρωμίζει τα χέρια του. Το αρχικό όνομα της επιστήμης μας ήταν Πολιτική Οικονομία. Ο ίδιος ο Κέινς το εφάρμοσε κατά γράμμα: αντιτάχθηκε στην παραδειγματική τιμωρία της Γερμανίας το 1919, άσκησε κριτική στην ανατίμηση του Τσόρτσιλ το 1925, σχεδίασε το ΔΝΤ το 1946. Οι δάσκαλοί μας, συνεχιστές του, δεν δίσταζαν να ανασκουμπώνονται.
Από αυτό το περιβάλλον μετακόμισα στον Ελληνικό Στρατό, εκεί όπου το «πίστευε και μη ερεύνα» συναντούσε τα όρια της λογικής. Εξω από τον Στρατό, το υπερήφανο «εδώ είναι Βαλκάνια» και άλλες εκδοχές τού «εδώ δεν γίνονται αυτά». Η επιλογή ήταν σαφής: ή προσαρμοζόμουν και εγώ ή γύριζα πίσω στην Εσπερία. Αν ήμουν τυχερός, με περίμενε εκεί καριέρα, ανέλιξη και ίσως αργότερα (μάλλον, πολύ αργότερα) επιστροφή στα πάτρια εδάφη για να ξανασυναντηθώ με το «εδώ δεν γίνονται αυτά».
Ημουν τυχερός (αλλά κατ’ άλλους άτυχος) να συμπέσει το δίλημμά μου με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα 1985-87. Τότε η Ελλάδα μάζευε τα σπασμένα της τελευταίας της πρόσκρουσης με το «εδώ δεν γίνονται αυτά». Και, ως διά μαγείας, γίνονταν.
Καλά καλά δεν ξέρω πώς, βρέθηκα από τον Αυλώνα στην Πλατεία Συντάγματος ως, κάπως ζαλισμένος, ειδικός σύμβουλος. Προσπαθούσα να καταλάβω γιατί ο «εθνικός αερομεταφορέας» πετούσε στο Ηράκλειο με «break even load factor» 230%. Δηλαδή, για να καλύψει το κόστος της, η πτήση έπρεπε να ήταν γεμάτη και να σέρνει πίσω της 1,3 γεμάτα ανεμοπλάνα. Γι’ αυτό ίσως είχε τεθεί και το αίτημα αγοράς άλλων δύο ολοκαίνουργιων Airbus. Φρέσκος από τους αιθέρες, προσγειώθηκα στη γηράσκουσα κοινωνική ασφάλιση, όπου θεωρούνταν φυσιολογικό ο νεότερος συνταξιούχος γήρατος να είναι 27 ετών.
Το αξιοπερίεργο ήταν ότι οι προϊστάμενοί μου το 1985 ρώτησαν τη γνώμη μου: «Θα πρέπει να αστειεύεστε». Το πιο αξιοπερίεργο είναι ότι την άκουσαν. Με προκάλεσαν ευθύς αμέσως: «Εντάξει. Πώς διορθώνεται;».
Τι αξία θα είχαν όλα τα πτυχία αν δεν προσπαθούσα να δώσω μια ευθεία απάντηση, η οποία τουλάχιστον να οδηγούσε σε λύση; Το εύκολο, βέβαια, θα ήταν να ξαναφύγω στο εξωτερικό, προκειμένου να συγγράφω βαθυστόχαστες αναλύσεις με την ασφάλεια της απόστασης, εκθέτοντας τις βαλκανικές μας γραφικότητες. Την εποχή εκείνη όμως, και ειδικά στο υπουργείο Οικονομίας 1985-87, κάποιοι έδιναν σημασία ακόμη και σε αιθεροβάμονες συμβούλους, κολακεύοντάς τους ότι ίσως τα λεγόμενά τους να έπιαναν τόπο. Το «εδώ δεν γίνονται αυτά» αντικαταστάθηκε από ένα πρώιμο «yes, we can!» ή ότι τουλάχιστον προσπαθούμε.
Τα δύο αεροπλάνα δεν αγοράστηκαν. Το Ασφαλιστικό δεν λύθηκε το 1987, αλλά τριάντα χρόνια αργότερα. Τα υπόλοιπα, όπως λένε, τα κρίνει η Ιστορία.
Ο Πλάτων Τήνιος είναι οικονομολόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά