1977, 6 χρονών. Τότε κυκλοφορούσα με τους γονιούς, μία φορά τον χρόνο, καλοκαίρια μόνο. Ανάμεσα στην πυκνή Κυψέλη της ηρεμίας, τη Σταμάτα Αττικής σαν προσιτή επαρχία, σαν μακρινός τόπος που έχει το προνόμιο να εξυπηρετείται από μπλε λεωφορείο, τη Νεάπολη και τα χαμηλά του Λυκαβηττού ένιωθα την εργασιακή ένταση των μεγάλων. Οι εισπράκτορες λεωφορείων είναι η μοναδική μου ανάμνηση παλιού αυταρχισμού και πατερναλιστικής αυθαιρεσίας. Εξαιρούνται εκείνοι των τρόλεϊ που είχαν μια δημοσιοϋπαλληλική μικροαστικότητα και πιο ευγενικούς τρόπους. Η μετάβαση στη Βουλιαγμένη για μπάνιο είχε το μεγάλο δέλεαρ του θαλασσινού παιχνιδιού και της θέασης εκ του σύνεγγυς της τελικής προσέγγισης των αεροπλάνων πάνω από το κεφάλι μας. Σκέφτομαι ότι ήταν μια υπερβολικά έντονη και σπουδαία ενσώματη εμπειρία αυτή. Πλατσούριζες στο χλιαρό νερό και από πάνω σου περνούσαν αεροπλάνα. Αφενός στο ίδιο αεροπλάνο και στην ίδια αέρινη διαδρομή ήσουν εσύ λίγες μέρες πριν, μισό inception δηλαδή, αφετέρου επέστρεφες, με αποθεωτικό τρόπο, στην μπανιέρα σου, εκεί που έπαιζες σε μικρογραφικές συνθήκες και αναπαριστούσες κόσμους μεγάλους μέσα στη στενότητα του οικογενειακού λουτρού. Στην μπανιέρα ήσουν το μεγάλο ον, στη Βουλιαγμένη ήσουν μια ευτυχισμένη μικρογραφία. Και όχι cargo cult, ήσουν και ιθαγενής και αποικιοκράτης, ταπεινός λουόμενος και βασιλιάς, όλα μαζί. Η ελληνική σου «προσγείωση» όμως σε περίμενε στην επιστροφή με το μπλε λεωφορείο και την τραχύτητα των εισπρακτόρων. Χωρίς αυτούς θα είχα νιώσει ότι είμαι στη Χώρα των Θαυμάτων.
1982, 11 χρονών. Η οικογενειακή σύγκλιση προς την Αθήνα συντελείται τρεις φορές τον χρόνο. Για τις μεγάλες θερινές διακοπές και τα δύο σχολικά δεκαπενθήμερα των Χριστουγέννων και του Πάσχα. Στο νοικιασμένο σπίτι του Μετς τα παιδιά παίζουν μπάλα στον δρόμο, ακριβώς από κάτω. Οικεία για μένα η εικόνα, μεγάλος ο δισταγμός να πάω να παίξω και εγώ μαζί τους. Εχουν πάντως αρχίσει να διακόπτουν τις ωραίες ποδοσφαιρικές τους φάσεις τα ΙΧ που περνούν με ολοένα και λιγότερη υπομονή. Η διαδρομή από το αεροδρόμιο στο κέντρο είναι κάθε φορά σιωπηρή γιορτή, η πυκνή πλέον δόμηση μαζί με τη θέα της θάλασσας και το απρόσιτο για εμένα λούνα παρκ στον Αλιμο, σταθμοί μικρομέγαλων συγκινήσεων. Πιο όμορφη νύχτα, εκείνη της παραμονής Πρωτοχρονιάς, από σπίτι σε σπίτι, ακμαίοι πενηντάρηδες, όλοι τους, ευφορική παιδική ηλικία. Αστικές συνήθειες απαλλαγμένες από σκληρές ιεραρχίες και πρωτόκολλα στην Αθήνα και μεγάλος αγώνας να βρεθεί ταξί.
1987, 16 χρονών. Αθηναίος πλέον, κάθε μέρα με το σχολικό από το Καλλιμάρμαρο για την Αγία Παρασκευή. Ευρωπαϊκότητες στη Βασιλίσσης Σοφίας και στις αρχές της Κηφισιάς, αμερικάνικοι εξωτισμοί που μόλις αρχίζουν να ξεπροβάλλουν στα έκκεντρα ΒουΠου. Μα πάνω απ’ όλα η Σταδίου, εφηβικά εξιδανικευμένη και με εντυπωσιακή κοινωνική διαστρωμάτωση. Από την Ομόνοια που αγόραζα κάθε Σάββατο τις άγραφες κασέτες μέχρι το Σύνταγμα των κάπως πολυτελών καταστημάτων, η εφηβεία ζούσε την άγουρη και μικρή της αστική ουτοπία. Ολες οι διαδρομές, οι περισσότερες μοναχικές, έχουν soundtrack γιατί τότε ακούγαμε γουόκμαν – εξού και η εβδομαδιαία απαίτηση για άγραφες κασέτες. Μα τη νύχτα η Αθήνα στο κέντρο της έχει τον χειμώνα κινηματογράφους – ετεροτοπίες χαμηλής έντασης και δημοκρατικής πρόσβασης. Βλέπετε, είχα μεγαλώσει σε μικροαστικό προάστιο μεγάλης αστικής μητρόπολης της Ευρώπης όπου δεν μπορούσες να κάνεις ό,τι ήθελες, ούτε εύκολα να γευτείς – έστω στιγμιαία – τις οικείες απολαύσεις των ισχυρών. Εδώ όμως άπλωνες το χέρι σου και ήσουν στον νεοκλασικό αστισμό των αρχών του αιώνα, πατούσες τις κόκκινες μοκέτες στο Αττικόν και ήσουν λίγο ηγεμόνας του Χόλιγουντ από τα θεωρεία του. Ζούσες λίγη από την αίγλη των ενημερωμένων σινεφίλ στην Οπερα και την Ελλη, παρέα με πιο μεγάλους και πολύ όμορφες κοπέλες που θα πήγαιναν μετά για ποτό και σίγουρα για έρωτα. Και στο Εμπασσυ μοιραζόσουν διακριτική αστική Αθήνα, όση είχε επιμείνει να μη μετοικήσει στα προάστια. Τότε δεν ήταν, αλήθεια, που ο μητροπολιτικός θεός τιμωρούσε εκείνους τους αποστάτες της πόλης που εγκαταστάθηκαν στους πρόποδες της Πάρνηθας με την οικολογική τους δικαιολογία να γυρνάει μπούμερανγκ και το νέφος να σημειώνει τις υψηλότερες τιμές του στους Θρακομακεδόνες;
2000, 29 χρονών. Ο Μακαριστός Χριστόδουλος έχει γεμίσει το Σύνταγμα και κάτω από τα λάβαρα της Λαύρας κατακεραυνώνει τους άπιστους και ευρωλιγούρηδες που θέλουν να μας κλέψουν την ψυχή μας και να μας πάρουν την ταυτότητα. Παθαίνω αλλεργικό σοκ τρώγοντας καβούρι με τυρί Μετσόβου, έμπνευση βλακώδης, διπλασιάζομαι και κοντεύω να πεθάνω. Ασθενοφόρο δεν μπορεί να πλησιάσει εξαιτίας λαοσυνάξεως και τις σωτήριες ενέσεις χορηγεί ο SΟS-γιατρός-σωτήρ Γιώργος. Λίγα χρόνια μετά, στα χρόνια της χλιδής, ηχοβολίδες, σε αποστολή από τα δυτικά προάστια, αφήνουν τις δικές τους πιάτσες και το Μπουρνάζι για να κάνουν επάλληλους κύκλους γύρω από την Πλατεία Συντάγματος, εκπέμποντας το «Γκούτσι φόρεμα», η πόλη γινόταν και δική τους. Φτιαγμένα Ibiza και Nissan δοξάζουν τη νύχτα και εσύ στα McDonald’s παραδίνεσαι σε κάτι που δεν είναι Ευρώπη, δεν είναι Mεσόγειος, σίγουρα δεν είναι Bαλκάνια, αλλά σίγουρα είναι πόλη.
2010-12, 39-41 χρονών. Η διαταξική Αθήνα του κέντρου έχει οριστικά χαθεί και είναι μόνο ένα πεδίο μάχης. Εργαζόμενοι δολοφονούνται από εξτρεμιστές επειδή δεν συμμορφώθηκαν στην απεργία, το πλήθος προσπαθεί να καταλάβει τη Βουλή, η φτώχεια δεν είναι εννοιολόγηση μα εκατοντάδες άνθρωποι που κοιμούνται στον δρόμο και ψάχνουν στα σκουπίδια. Και οργίζομαι με τους ξένους που απολαμβάνουν ιδεολογικά και πορνογραφικά τα νέα μας ερείπια. Η Σταδίου κείται νεκρή. Η «αμερικανοποίητη» προαστιοποίηση αποκαλύπτεται πλήρως. Εχουν φύγει όλοι.
2025, 54 χρονών. Το ταχύ μου βήμα σκοντάφτει στα τροχήλατα βαλιτσάκια των τουριστών που περπατούν αργά. Είναι οι παγκόσμιοι φλανέρ που ήρθαν για να «ζήσουν» όσα αγάπησα κάποτε.
Ο Παναγής Παναγιωτόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του ΕΚΠΑ