Τις επόμενες ημέρες θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Θεμέλιο το νέο βιβλίο του Αλέξη Ηρακλείδη «Το κυπριακό πρόβλημα: 50+1 ερωτήσεις και απαντήσεις». Οπως αναφέρει ο συγγραφέας, το βιβλίο για το Κυπριακό παρουσιάζεται με τη μορφή ερωτήσεων και απαντήσεων για να είναι πιο εύληπτο στον αναγνώστη (και χρήσιμο στους σχολιαστές και χειριστές του Κυπριακού). Ταυτόχρονα, αναλύονται οι κύριες πτυχές της ατέρμονης αυτής διένεξης, με κριτική ματιά σε ό,τι αφορά το εθνικό αφήγημα στην Ελλάδα και στην Κύπρο, με έμφαση στις ευθύνες εκάστης πλευράς για τη μη επίλυση και για τη συνεχιζόμενη απαράδεκτη ντε φάκτο διχοτόμηση, με τελικό στόχο την ανάδειξη μια βιώσιμης ειρηνικής επίλυσης «θετικού αθροίσματος», δηλαδή χωρίς νικητές και ηττημένους. Οι πέντε ερωτήσεις – απαντήσεις που επιλέχθηκαν γι’ αυτή την προδημοσίευση αφορούν μια καίρια διάσταση του Κυπριακού: τους κύριους λόγους για τους οποίους, κατά τον συγγραφέα, δεν έχει μέχρι σήμερα επιλυθεί.
Γιατί το Κυπριακό δεν έχει επιλυθεί μέχρι σήμερα και είναι συνώνυμο με την έννοια της «άλυτης διένεξης»; Ποιοι είναι οι κυριότεροι λόγοι για τη μη επίλυση;
Μετά από 55 και πάνω χρόνια διακοινοτικών συνομιλιών (από τον Ιανουάριο του 1968) και συνεχών μεσολαβήσεων του ΟΗΕ τίθεται το εύλογο ερώτημα γιατί το Κυπριακό δεν επιλύεται; Μήπως η απάντηση είναι ότι απλούστατα είναι άλυτο ή, για την ακρίβεια, δεν μπορεί να επιλυθεί με επανένωση αλλά μόνο με κάποια μορφή διχοτόμησης· κατά προτίμηση με «βελούδινο διαζύγιο»; Με άλλα λόγια, η παρούσα κατάσταση της μη επίλυσης και της de facto διχοτόμησης είναι η μόνη ορατή λύση, δηλαδή «η μη λύση είναι λύση» (άλλο αν αυτό θεωρείται ανάθεμα, ειδικά για την ελληνοκυπριακή και ελληνική πλευρά). Μήπως η παρούσα κατάσταση στο νησί, αν και δεν είναι η καλύτερη ή ιδανικότερη λύση, από την άλλη δεν είναι και τόσο απαράδεκτη και για τις δύο πλευρές, δηλαδή δεν είναι τόσο δυσβάσταχτη όσο φαίνεται αλλά υποφερτή, σχεδόν βολική και για τις δύο κοινότητες του νησιού; Πολλοί έχουν προσπαθήσει να εντοπίσουν τους λόγους για τη μη επίλυση του Κυπριακού.
Εννέα λόγοι, κατά τη γνώμη μου, έχουν αποτελέσει τα κύρια εμπόδια που δεν επιτρέπουν την επίλυση μέχρι και τις μέρες μας: (1) ο εκατέρωθεν εθνικισμός και οι εκατέρωθεν εθνικές/εθνοτικές ταυτότητες, όπως αρχικά εδραιώθηκαν και εξακολουθούν να επικρατούν· (2) το ασυμβίβαστο των αντίστοιχων επιδιωκόμενων λύσεων στο Κυπριακό (με σπάνιες εξαιρέσεις, όπως στιγμιαία το 2002, το 2008-2010 και το 2015-2017)· (3) η κοινωνικο-ψυχολογική διάσταση (στερεότυπα του εχθρού, δαιμονοποίηση, θυματοποίηση, τραύματα, κ.λπ.)· (4) η μη αποδοχή της ταυτότητας του Αλλου, δηλαδή η ουσιαστική μη αναγνώριση του Αλλου· (5) ο συνήθως αρνητικός ρόλος της ηγεσίας και των κομμάτων· (6) η ασυμβίβαστη κανονιστική διάσταση (το ασύμβατο των αρχών που διέπουν το σκεπτικό της κάθε πλευράς)· (7) το τι συνιστά μια δίκαιη λύση, με την αντίστοιχη wish list να διαφέρει ριζικά για την κάθε πλευρά· (8) η δυσκολία αποδοχής της ομοσπονδιακής λύσης (ειδικά στην περίπτωση των Ελληνοκυπρίων), και (9) ο φόβος σε σχέση με την αλλαγή της υπάρχουσας σχετικά «βολικής» κατάστασης και το ρίσκο που επιφυλάσσει μία επανένωση, σε συνδυασμό με τον φόβο ότι θα υπάρχει ανατροπή και πισωγύρισμα από την άλλη πλευρά, ακόμη και μετά τη συμφωνία επίλυσης.
Ποιος ο ρόλος του εθνικισμού και της εθνικής ταυτότητας στη μη επίλυση του Κυπριακού;
Ο προεξέχων λόγος (η ανεξάρτητη μεταβλητή) από τον οποίο ξεκίνησε το κυπριακό πρόβλημα και συνεχίζεται μέχρι σήμερα χωρίς επίλυση είναι ο ρόλος του εκατέρωθεν εθνικισμού και της εθνικής ταυτότητας, όπως εμφανίστηκε στην Κύπρο με την έλευση της νεωτερικότητας επί Αγγλοκρατίας. Οι δύο εθνοτικές κοινότητες που πριν ήταν κατά βάση θρησκευτικές, έγιναν εθνικές κοινότητες, τμήμα των ευρύτερων εθνών τους και των μητέρων πατρίδων τους. Στους Ελληνοκυπρίους η ελληνικότητα εδραιώθηκε μέσω της εκπαίδευσης επί Αγγλοκρατίας, με τους Ελληνόφωνους, τώρα πλέον Ελληνοκυπρίους (ή Ελληνες της Κύπρου), να συνεπαίρνονται από την ελληνική εθνική ιδέα με τους ένδοξους προγόνους (την κοιτίδα του ευρωπαϊκού πολιτισμού). Οι κύριοι φορείς του ελληνικού κυπριακού εθνικισμού ήταν η Εκκλησία της Κύπρου, που ηγείτο της Εθναρχίας, η μικρή μορφωμένη αστική τάξη και οι δάσκαλοι και καθηγητές στα δημοτικά και στα γυμνάσια με σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ο διακαής ελληνικός εθνικισμός που είχε συνεπάρει τους Ελληνοκυπρίους που επιζητούσαν την ένωση Κύπρου – Ελλάδας ήταν φυσικό να προκαλέσει την αντίδραση της μουσουλμανικής τουρκόφωνης κοινότητας, προκαλώντας την «εθναφύπνιση», για την ακρίβεια την «εθνογένεσή» της και έγιναν και εκείνοι Τουρκοκύπριοι (ή Τούρκοι της Κύπρου), τμήμα του ευρύτερου τουρκικού έθνους. Μέχρι σήμερα στο μέτρο που η ταυτότητα εκάστης κοινότητας και ειδικά των Ελληνοκυπρίων είναι ελληνική και πολύ λιγότερο κυπριακή, η επανένωση και συμφιλίωση φαντάζει πολύ δύσκολη έως αδύνατη, για τον επιπλέον λόγο ότι τα ευρύτερα έθνη είναι και ιστορικοί εχθροί (κάτι που διδάσκεται και στα εκατέρωθεν σχολικά βιβλία Ιστορίας).
Ποιος ο ρόλος των εκατέρωθεν στερεοτύπων του Αλλου ως εχθρού στη μη επίλυση του Κυπριακού;
Στο Κυπριακό, καίρια είναι και η υποκειμενική διάσταση, δηλαδή οι αρνητικές αντιλήψεις για την άλλη πλευρά και τις προθέσεις της, οι εικόνες-στερεότυπο του εχθρού, η παντελής εκατέρωθεν έλλειψη εμπιστοσύνης για τον αντίπαλο και για τη μητέρα πατρίδα του. Τα εκατέρωθεν αφηγήματα δαιμονοποιούν στο έπακρο την άλλη πλευρά. Το αποτέλεσμα είναι η πεποίθηση ότι εμείς έχουμε το δίκιο με το μέρος μας και η άλλη πλευρά το άδικο, είναι επιθετική, μοχθηρή, βίαιη, βάρβαρη, το απόλυτο κακό. Στην κάθε πλευρά υπάρχει η αίσθηση ότι εμείς υπήρξαμε ηρωικοί αγωνιστές, «ηρωο-μάρτυρες» λένε οι Ελληνοκύπριοι, «μάρτυρες» λένε οι Τουρκοκύπριοι, και υπάρχει μια βαθιά ριζωμένη τραυματική αίσθηση «θυματοποίησης» (victimization) που μεταδίδεται από γενιά σε γενιά.
Ο,τι γιορτάζει και υμνεί η μία πλευρά, με επετείους, εορτασμούς, παρελάσεις, μνημεία, προτομές, αναφορές στα σχολικά βιβλία, είναι ανάθεμα για την άλλη. Π.χ., η ημερομηνία έναρξης του αγώνα της ΕΟΚΑ ή οι προτομές αγωνιστών της είναι ανάθεμα για τους Τουρκοκυπρίους, ενώ ο εορτασμός της τουρκικής επέμβασης από τους Τουρκοκυπρίους ως σωτήρια γι’ αυτούς είναι βέβαια για τους Ελληνοκυπρίους η χειρότερή τους στιγμή, η αιματηρή σε βάρος τους εισβολή και κατοχή. Στο τουρκοκυπριακό τμήμα της Κύπρου υπάρχει, στη βόρεια Λευκωσία, το Μουσείο Βαρβαρότητας, αφιερωμένο στις βαρβαρότητες των Ελληνοκυπρίων εναντίον τους, ενώ στη Δημοκρατία της Κύπρου το Μουσείο Εθνικού Αγώνα στη Λευκωσία και άλλα μουσεία αναφέρονται στις τουρκοκυπριακές και τουρκικές βαρβαρότητες. Με αυτά τα δεδομένα αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δύσκολη είναι η επανένωση και συμφιλίωση.
Σε ό,τι αφορά τις προθέσεις της άλλης πλευράς, στους Ελληνοκυπρίους είχε επικρατήσει το 1960-1974, αλλά ισχύει και μέχρι σήμερα, η άποψη ότι ο αταλάντευτος στόχος των Τουρκοκυπρίων ήταν και είναι η διχοτόμηση και ότι σε ένα μελλοντικό δικοινοτικό ομοσπονδιακό κράτος θα φροντίσουν να προβούν σε απόσχιση. Αντιστοίχως οι Τουρκοκύπριοι ήταν πεπεισμένοι, και αρκετοί ακόμη πιστεύουν, πως ο ευκταίος και συνεπής στόχος των Ελληνοκυπρίων ήταν, και μάλλον ακόμη είναι, η ένωση. Εννοείται ότι εδώ υπάρχει πλήρης παρανόηση. Αυτοί οι δύο στόχοι είχαν σταδιακά εγκαταλειφθεί, ειδικά σε ό,τι αφορά τους Ελληνοκυπρίους υπό τον Μακάριο, όταν γεύτηκε εκείνος και οι συμπατριώτες του τα πλεονεκτήματα της ανεξάρτητης κρατικής υπόστασης. Για τους Τουρκοκυπρίους, όσο περνούσε ο καιρός η ένωση με την Τουρκία έχανε έδαφος. Δεν ήθελαν να γίνουν μια απλή επαρχία τής συγκριτικά με αυτούς αχανούς Τουρκίας, που τους έβλεπε αφ’ υψηλού.
Υπάρχει αποδοχή του Αλλου στο Κυπριακό; Και αν αυτό δεν ισχύει, παρά τις πολλές διακοινοτικές συνομιλίες, σε τι συνίσταται η μη αποδοχή;
Εκ πρώτης όψεως η μια πλευρά αποδέχεται και αναγνωρίζει την άλλη για τρεις λόγους. Πρώτον, είναι η εμπειρία του κοινού κράτους με τις δύο κοινότητες το 1960-1963. Δεύτερον, είναι οι συμφωνίες Μακαρίου – Ντενκτάς του 1978 και Κυπριανού – Ντενκτάς με τις οποίες δέχονται τη μελλοντική διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία ως την πιο κατάλληλη μορφή για επίλυση και επανένωση (βλ. Ερώτηση 37). Τρίτον και το κυριότερο, υπάρχουν πολλές επίσημες συνομιλίες από τις Διακοινοτικές του 1968-1974 μέχρι σήμερα. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται ζήτημα μη αποδοχής και μη αναγνώρισης της άλλης πλευράς, κάτι που υπάρχει σε πολλές άλλες εθνοτικές και αποσχιστικές συγκρούσεις που δεν επιτρέπουν τον διάλογο και τις διαπραγματεύσεις ή τις μεσολαβήσεις του ΟΗΕ ή άλλων για την εξεύρεση λύσης.
Παρά ταύτα, μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει ότι στην ουσία η αποδοχή και αναγνώριση είναι επιφανειακή.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά θεωρεί τους Τουρκοκυπρίους «Τούρκους» και όχι Κυπρίους, το αποσχιστικό τους κράτος το αποκαλεί «ψευδοκράτος» και «Κατεχόμενα», οι αξιωματούχοι τους αποκαλούνται «κατοχικοί ηγέτες», «ψευδοπρόεδροι, «ψευδοπρωθυπουργοί, «ψευδοϋπουργοί», κ.λπ. Και, σε γενικές γραμμές, οι Τουρκοκύπριοι, οι ηγέτες τους και τα κόμματά τους θεωρούνται χωρίς δική τους βούληση, αλλά φερέφωνα και μαριονέτες της Αγκυρας.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά (και η Τουρκία) δεν αναγνωρίζει τη Δημοκρατία της Κύπρου ως κράτος, αλλά την αποκαλεί «ελληνοκυπριακή διοίκηση» που το 1964 σφετερίστηκε παράνομα την εξουσία και προέβη σε «αεροπειρατεία» του κυπριακού κράτους κατά παράβαση του Συντάγματος του 1960 και των Συνθηκών Ζυρίχης – Λονδίνου. Οσο για τον κύπριο πρόεδρο, είναι απλώς ο ηγέτης των Ελληνοκυπρίων. Και κάτι ακόμη, οι Ελληνοκύπριοι θεωρούνται όχι και πολύ γνήσιοι Ελληνες, αλλά «μπάσταρδοι Ελληνες», είναι κατά βάση Ρουμ, απόγονοι των μελών του ρουμ μιλλέτ (της κοινότητας των Ορθόδοξων Χριστιανών) επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίοι ήταν υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας υπό τους Οθωμανούς, που αποτελούσαν το κυρίαρχο μιλλέτ.
Ποια είναι η αξιακή – κανονιστική διάσταση που είναι διαφορετική για εκάστη κυπριακή κοινότητα και δυσκολεύει την επίλυση του Κυπριακού;
Στο Κυπριακό διακυβεύονται και συγκρούονται συνταγματικές αρχές και αρχές του διεθνούς δικαίου, τις οποίες επικαλούνται οι δύο κοινότητες, που δύσκολα συμβιβάζονται.
Στο συνταγματικό και δημοκρατικό επίπεδο είναι από τη μία η αρχή-θεωρία της πλειοψηφίας (το μοντέλο του Ουέστμινστερ όπως είναι γνωστό) και από την άλλη η πιο νέα αρχή-θεωρία της εθνοτικά συναινετικής δημοκρατίας (consociatonal democracy), με την πρώτη να είναι πιο κατάλληλη για ομοιογενείς χώρες και η δεύτερη πιο κατάλληλη όπου υπάρχουν εθνοτικές διαφορές και συγκρούσεις. Κατά την πρώτη, στην οποία στηρίζονται οι Ελληνοκύπριοι, οι εθνοτικά Αλλοι θα έχουν μειονοτικά δικαιώματα που θα τους προστατεύουν, αλλά όχι συμμετοχή στα κοινά περισσότερη από το ποσοστό τους επί του πληθυσμού, αντίθετα απ’ ό,τι επικαλούνται οι Τουρκοκύπριοι.
Στο επίπεδο του διεθνούς δικαίου υπάρχει η αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών με την πλειοψηφία να αποφασίζει για το τι θα απογίνει μια αποικία, δηλαδή αν θα γίνει ανεξάρτητο κράτος ή θα ενωθεί με ένα άλλο ήδη ανεξάρτητο κράτος ή με άλλη πρώην αποικία. Και υπάρχει και η νεότερη αρχή που έχει κερδίσει πολλούς οπαδούς, ειδικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η οποία επιτρέπει σε εθνοτικές ομάδες που υφίστανται δεινά να δημιουργήσουν ένα ανεξάρτητο κράτος υπό προϋποθέσεις. Η νέα αυτή δυνατότητα ονομάζεται remedial secession (θεραπευτική απόσχιση). Την πρώτη την επικαλούνται οι Ελληνοκύπριοι και τη δεύτερη οι Τουρκοκύπριοι, επικαλούμενοι το τι υπέστησαν από τους Ελληνοκυπρίους κατά την περίοδο από τον Δεκέμβριο του 1963 μέχρι την τουρκική στρατιωτική επέμβαση.