Το βιογραφικό σημείωμα της Χρύσας Μαλτέζου θα πρέπει να γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό μετά τον θάνατό της, γιατί η ίδια όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να προβάλει το τεράστιο έργο της, αλλά και όταν συχνά της δινόταν η ευκαιρία να δίνει συνεντεύξεις για να κοινοποιήσει μια προσωπική της επιστημονική επιτυχία, αυτό το έκανε επιλεκτικά και με μέτρο. Πάντα λιτή απέφευγε να πει τη γνώμη της για θέματα που η ίδια γνώριζε καλύτερα από τους περισσότερους ομιλούντες.
Η πρώτη μου αντίδραση όταν μου ζητήθηκε να μιλήσω για τη Χρύσα όπως την έζησα εγώ, ήταν ευγενικά αρνητική. Εξάλλου και η ίδια θα με συμβούλευε να αρνηθώ. Το άλλοθί μου προκειμένου να αποφύγω την ευθύνη για να μιλήσω – εγώ η ελαχίστη – γι’ αυτή τη μεγάλη προσωπικότητα των ελληνικών γραμμάτων και του ελληνικού πολιτισμού ήταν προφανές. Η αλήθεια όμως είναι ότι η άρνησή μου βασίστηκε στη δυσκολία μου να μιλήσω για τη Χρύσα Μαλτέζου πρωτίστως γιατί η ίδια ήταν δύσκολος άνθρωπος.
Η πρώτη μου επαφή μαζί της ξεκίνησε πριν ακόμα τη γνωρίσω προσωπικά από τη βιβλιογραφία και της εκφράσω τον θαυμασμό μου για τη συμπλήρωση του βιβλίου του Δ. Ζακυθηνού «Le Despotat Grec de Morée». Η γνωριμία μου μαζί της χάνεται κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σίγουρα σε κάποιο συνέδριο Βυζαντινής Αρχαιολογίας. Αυτή η πρώτη μου επαφή ενέτεινε το δέος μου απέναντί της, και άρχισε να γίνεται πιο προσωπική, αφού δέχτηκε να στελεχώσει με το κύρος της το ΔΣ του ΠΙΟΠ, όπως αργότερα και μέχρι τον θάνατό της το ΔΣ του ΜΙΕΤ. Αυτά τα 40 χρόνια έκλεισαν ξαφνικά πριν λίγες μέρες, με τον συνεπέστερο τρόπο που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, έχοντας γνωρίσει τη Χρύσα Μαλτέζου: στον τάφο της τη συνόδευσαν ελάχιστοι δικοί της άνθρωποι, που αναμφίβολα μοιράστηκαν μαζί της την αγάπη τους.
Οι οικογενειακές της αξίες διαμορφωμένες μέσα στην ελίτ της κοινωνίας των Αιγυπτιωτών τής έδωσαν τα εφόδια της παιδείας, της μόρφωσης, της ευρύτερης καλλιέργειας και της ορθής κοινωνικής συμπεριφοράς, που ήταν τα όπλα της κατά τη διάρκεια της ζωής της αλάνθαστης ερευνήτριας.
Δύσκολα θα διαφωνούσα με όσους θα τη χαρακτήριζαν ισχυρογνώμονα, υπερβολική και απόλυτη. Μέσα από αυτές τις εκφάνσεις της συμπεριφοράς της ήταν αναπόφευκτο να μην αδικήσει πρόσωπα και συγκυρίες, γιατί η αλώβητη ως ερευνήτρια Χρύσα ήταν επίσης άνθρωπος. Εξάλλου αυτά της τα γνωρίσματα έγιναν εργαλεία για να αντιμετωπίσει τις πολλές επιθέσεις που κλήθηκε να αντιμετωπίσει στην εξαιρετικά δημιουργική ζωή της. Ταυτόχρονα ήταν αυτά που πριν από όλα έβλαψαν την ίδια, κυρίως όταν οι μάχες ήταν άνισες. Οπως αυτή για τη διατήρηση του, κατά παράδοση και επιθυμία των ιδρυτών του, ερευνητικού χαρακτήρα Ελληνικού Ινστιτούτου της Βενετίας την καλύτερη ώρα της μακράς λειτουργίας του. Οταν το Ινστιτούτο, χάρη στη Μαλτέζου, είχε αποκτήσει διεθνές κύρος σε όλα τα fora των ανθρωπιστικών επιστημών και όταν η ίδια είχε διασώσει και είχε αρχίσει να αξιοποιεί τη μεγάλη του περιουσία. Τότε όμως είχε αντίπαλο έναν ισχυρότατο πολυπρόσωπο και απροσδιόριστο φορέα του άτρωτου ελληνικού Δημοσίου, που επιθυμούσε τη μετατροπή του ερευνητικού κέντρου σε πολιτιστικό κέντρο του ΥΠΕΞ. Λες και το ελληνικό κράτος είχε ανάγκη από το ΥΠΕΞ για να αναπτύξει εξωτερική πολιτιστική πολιτική. Πού; Στη Βενετία, η οποία σεμνύνεται για τη διαχρονική παρουσία των Ελλήνων εκεί, εκεί όπου οι πύλες για τους Ελληνες ήταν ανέκαθεν ανοικτές σε οποιαδήποτε πολιτιστική εκδήλωση…! Την ώρα μάλιστα, τι ειρωνεία (!), που η απουσία άσκησης εξωτερικής πολιτιστικής πολιτικής της Ελλάδας στα Βαλκάνια, στην Τουρκία, στη μεσογειακή λεκάνη, προβάλλοντας αυτά που μας ενώνουν, είχε ήδη αρχίσει να μετράει μέρα με τη μέρα αρνητικά για την Ελλάδα. Η απαραίτητη όμως εφαρμογή της σ’ αυτούς τους τόπους είναι δύσκολη άσκηση, γιατί αρχικά απαιτεί αγαστές συνεργασίες άξιων ελλήνων επιστημόνων διαφορετικών ειδικοτήτων, γνώση, υπομονή και χρήμα. Η Μαλτέζου υπηρέτησε τον τόπο της σε ολόκληρη τη ζωή της με υψηλό φρόνημα χωρίς να παρεκκλίνει από τους υψηλούς στόχους της, αλλά και αντίπαλο την αδυναμία της να συμβιβαστεί με στοχευμένους ιδιοτελείς ελιγμούς.
Αυτάρκης όπως ήταν πάντα στη ζωή της φρόντισε να την περιγράψει η ίδια σε μια εκτενή συνέντευξή της εγκαίρως, όπως επίσης κατόρθωσε να φροντίσει τον τρόπο που θα έφευγε από τη ζωή χωρίς να δώσει σε κανέναν τη δυνατότητα να αναλάβει την αγιογραφία της, όταν η ίδια δεν θα είναι παρούσα. Είχε φροντίσει στο μέτρο του δυνατού να βοηθήσει όσους μαθητές της είχαν ξεχωρίσει για τις πνευματικές τους δυνατότητες, αλλά και για τα ηθικά τους γνωρίσματα. Πριν φύγει φρόντισε να προφυλάξει στα Αρχεία της Ακαδημίας, το status της οποίας σεβόταν βαθιά, το εναπομείναν αρχείο του Δ. Ζακυθηνού, φροντίζοντας την επιβίωση της μνήμης του μεγάλου δασκάλου της.
Η παγκόσμιας εμβέλειας ιστορικός της Βενετοκρατίας στην Ελλάδα κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο, η ακαδημαϊκός Χρύσα Μαλτέζου άφησε πίσω της το αναντίρρητα μεγάλο και έγκυρο έργο της ενταγμένο πάντα στη βαθιά γνώση της βενετσιάνικης ιστορίας. Ανοιξε δρόμους έρευνας σε μαθητές και συναδέλφους της και διέσωσε εγκαίρως πολλά βενετσιάνικα Αρχεία στον τόπο μας. Απολύτως αφιερωμένη πάντα στο μεγάλο έργο της είχε την τύχη να βασίζεται στην αγάπη και αφοσίωση της αδελφής της Μάρως Μαλτέζου, που ήταν ο μόνιμος συμπαραστάτης και βοηθός της στα μικρά και τα μεγάλα της ζωής.
Η Ασπασία Λούβη – Κίζη είναι αρχαιολόγος – βυζαντινολόγος