Η πολιτικοποίηση της δικαιοσύνης στη Γαλλία

Στη διαρκή εκλογική άνοδο του προπύργιου, στη Γαλλία, της ρατσιστικής και αντιδημοκρατικής Ακροδεξιάς, της «Εθνικής Συσπείρωσης», κυρίως δε στην αταλάντευτη επιδίωξη της ηγέτιδας του κόμματος Μαρίν Λεπέν να εκλεγεί πρόεδρος της Γαλλίας (με ορίζοντα τις προεδρικές εκλογές του 2027), τείνει να ορθωθεί ένα εμπόδιο όχι από τους πολιτικούς αντιπάλους της του δημοκρατικού τόξου, αλλά από τη δικαστική εξουσία. Κατηγορούμενη για δόλια υπεξαίρεση κονδυλίων του Ευρωκοινοβουλίου όταν ήταν ευρωβουλευτής, η Λεπέν βαρύνεται με την πρόταση του εισαγγελέα της έδρας να καταδικαστεί όχι μόνο σε φυλάκιση και πρόστιμο, αλλά και στην παρεπόμενη ποινή της έκπτωσης από το δικαίωμα του εκλέγεσθαι για το μεγαλύτερο διάστημα που προβλέπει ο νόμος: για μια πενταετία. Η απόφαση του δικαστηρίου θα εκδοθεί στις 31 Μαρτίου 2025. Αν οι δικαστές καταδικάσουν τη Λεπέν, συν τοις άλλοις, στην πενταετή έκπτωση από το παθητικό εκλογικό δικαίωμα, η κάθοδός της ως υποψήφιας στις εκλογές του 2027 για την ανάδειξη του νέου προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας θα είναι αδύνατη.

Η ισχύουσα νομοθεσία στη Γαλλία προβλέπει ότι η στέρηση του εκλογικού δικαιώματος ως παρεπόμενη ποινή μπορεί να μην επιβάλλεται κατόπιν απόφασης ειδικά αιτιολογημένης, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις ιδιαίτερες περιστάσεις του διωκόμενου εγκλήματος και με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου. Την επιείκεια του νόμου απόλαυσε ο νυν πρωθυπουργός Φρανσουά Μπαϊρού, ο οποίος, τον Φεβρουάριο 2024, απαλλάχτηκε από δικαστήριο, «λόγω αμφιβολιών», από εγκλήματα ανάλογα με εκείνα που εικάζεται ότι διέπραξε η Λεπέν. Ανάλογη επιείκεια δεν απόλαυσε όμως ο τέως πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί, που καταδικάστηκε για τις παράνομες τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, στις οποίες επιδιδόταν ως πρόεδρος της χώρας, στην παρεπόμενη ποινή της στέρησης του παθητικού εκλογικού δικαιώματος επί τριετία, πράγμα που σημαίνει ότι εμποδίζεται να θέσει υποψηφιότητα για την προεδρία της Γαλλίας το 2027.

Αναμφίβολα το διακύβευμα της δίκης της Μαρίν Λεπέν είναι το πιο κρίσιμο για τη θέση της δικαιοσύνης εντός του συστήματος διακυβέρνησης της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας. Αν το δικαστήριο την καταδικάσει σε πενταετή στέρηση του εκλογικού της δικαιώματος, τότε η δικαιοσύνη στη Γαλλία θα συμβάλλει στον μετασχηματισμό της δημοκρατίας σε «μαχόμενη»: σε ένα πολιτικό σύστημα που δεν επαρκεί αφεαυτό να απομονώσει πολιτικά τις αντιδημοκρατικές δυνάμεις που δρουν στους κόλπους του, αλλά έχει ανάγκη από την κατ’ εφαρμογή του νόμου εισαγωγή περιορισμών στις πολιτικές ελευθερίες προσώπων ή πολιτικών δυνάμεων που αποδεδειγμένα απεργάζονται την υπονόμευση ή την αλλοίωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, ακόμη δηλαδή και στην περίπτωση που οι δικαστές καταδικάσουν τη Λεπέν σε παρεπόμενη ποινή που δεν θα την εμποδίζει να είναι υποψήφια πρόεδρος της Γαλλίας το 2027, η δικαιοσύνη στη Γαλλία θα έχει κάνει ένα αποφασιστικό βήμα για να ικανοποιήσει τη διάχυτη στο δικαστικό σώμα της χώρας ανάγκη χειραφέτησής του από την πολιτική εξουσία. Το δικαστικό σώμα της Γαλλίας είναι επιβαρυμένο με την κληρονομιά του βοναπαρτισμού: από το ίδιο το Σύνταγμα του 1958 θεωρείται επιβοηθητική «αρχή» (autorité) της εκτελεστικής εξουσίας και της ισχυρής δημόσιας διοίκησης, και όχι εξουσία ισότιμη με τη νομοθετική και την εκτελεστική. Ωστόσο, μέσα σε συνθήκες οξείας και διαρκούς πολιτικής κρίσης στην οποία εδώ κι ένα χρόνιο έχει βυθιστεί η χώρα, απέναντι σε μια νομοθετική εξουσία παραλυμένη από την τριχοτόμηση του κομματικού συστήματος και σε διαδοχικές κυβερνήσεις που αδυνατούν να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των πολιτών αφού βρίσκονται «στο έλεος» της καταψήφισής τους από ετερόκλιτες πλειοψηφίες, οι γάλλοι δικαστές επιδιώκουν συνειδητά να εμποτίσουν το κοινωνικό σώμα με την ήρεμη δύναμη την οποία αποπνέει μια αληθινή εξουσία.

Ο Πέτρος Στάγκος είναι ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ, Νομική Σχολή